Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καταστήσει σαφές στην Τουρκία ότι η πιθανή επέκταση των γεωτρήσεων σε περιοχές που η Ελλάδα θεωρεί μέρος της υφαλοκρηπίδας ή της ΑΟΖ της θα είναι «ζημιογόνος και προκλητική ενέργεια». Αυτό τόνισε, σε συνομιλία που είχε με μικρή ομάδα δημοσιογράφων στο πλαίσιο της επίσκεψής του στην Αθήνα ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για τα Δυτικά Βαλκάνια Μάθιου Πάλμερ.

Ο αμερικανός αξιωματούχος πραγματοποίησε το τελευταίο διάστημα περιοδεία στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων και επισκέφθηκε, πριν από την Ελλάδα, τη Σερβία, τη Βόρεια Μακεδονία και το Κόσοβο. Είναι σαφές ότι η μη χορήγηση ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων από την ΕΕ στη Βόρεια Μακεδονία και στην Αλβανία απασχολεί την Ουάσιγκτον, με τον κ. Πάλμερ να χαρακτηρίζει «βαθιά ατυχή» την αδυναμία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να επιτύχει συναίνεση επί του θέματος. Η εξέλιξη αυτή προφανώς και επηρεάζει τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ωστόσο, ο κ. Πάλμερ άφησε ανοιχτό ένα παράθυρο σε σχέση με την αποσύνδεση των δύο περιπτώσεων (decoupling), καθώς η πορεία της μίας δεν θα πρέπει να σύρει μαζί της αυτή της άλλης.

«Έχουμε καταστήσει σαφείς τις ανησυχίες μας σχετικά με τις γεωτρητικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στα ανοιχτά της Κύπρου. Αυτό περιλαμβάνει γεωτρήσεις σε περιοχές που η Κύπρος ισχυρίζεται ότι αποτελούν μέρος της ΑΟΖ της και ειδικότερα γεωτρήσεις εντός των 12 ναυτικών μιλίων από την ακτή της Αμμοχώστου που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν περιγράψει, ανοιχτά, ως παράνομες, ως συνέπεια των προβλέψεων του Δικαίου της Θάλασσας και του εθιμικού Διεθνούς Δικαίου που αντακλάται στη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS)» τόνισε ο κ. Πάλμερ. Και πρόσθεσε: «Έχουμε επίσης εκφράσει ανησυχία στην Τουρκία για το ενδεχόμενο διεύρυνσης των δραστηριοτήτων αυτών, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας επέκτασής τους σε περιοχές που η Ελλάδα θεωρεί μέρος της υφαλοκρηπίδας της ή της ΑΟΖ της, όπως στο Αιγαίο. Αυτό θα το θεωρούσαμε ζημιογόνο και προκλητική ενέργεια».

Ο αμερικανός αξιωματούχος χαρακτήρισε τη Συμφωνία των Πρεσπών «το πιο αξιοσημείωτο διπλωματικό επίτευγμα στα Βαλκάνια από την εποχή των Συμφωνιών του Ντέιτον». Επεσήμανε επίσης ότι η Ουάσιγκτον θα εργαστεί «για να μείνει ανοιχτή» της ευρωπαϊκής προοπτικής των χωρών της περιοχής. «Βρισκόμαστε σε συνεχή επικοινωνία, σε πολλαπλά επίπεδα, τόσο με ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όσο και με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς» εξήγησε. Αυτό που κάνουν οι ΗΠΑ είναι να παρουσιάζουν το «στρατηγικό κόστος» του μη ανοίγματος των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Για τον κ. Πάλμερ, η ΕΕ πρέπει να κινηθεί γρήγορα με ορίζοντα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου του 2020 (πριν από τις εκλογές στη Βόρεια Μακεδονία) για να λάβει μία θετική απόφαση, διότι η Σύνοδος ΕΕ – Δυτικών Βαλκανίων στο Ζάγκρεμπ τον Μάιο του 2020 είναι άτυπη και δεν μπορεί να λάβει σχετικές αποφάσεις. Από τις δε πρόσφατες επισκέψεις του στην περιοχήυπογράμμισε ότι «αυτό που κυρίως με ανησυχεί είναι ότι τα Δυτικά Βαλκάνια μπορεί να απωλέσουν το ενδιαφέρον για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση».

Μήνυμα προς Αθήνα για τις σχέσεις με το Πεκίνο

Ερωτηθείς για το πως βλέπουν οι Ηνωμένες Πολιτείες τις σχέσεις Αθηνών – Πεκίνου μετά από την επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Κίνα και την αναμενόμενη άφιξη του κινέζου Προέδρου Σι Τζινμπίνγκ στις 10 Νοεμβρίου στην Ελλάδα, ο κ. Πάλμερ υπήρξε προσεκτικός αλλά και σαφής. Σημείωσε ότι η Αθήνα «πρέπει να έχει καθαρή ματιά σε σχέση με τις κινεζικές επενδύσεις» και να είναι «επιφυλακτική και προσεκτική» ώστε να αποφύγει να προσφέρει στο Πεκίνο ένα μοχλό πίεσης που θα μπορούσε να αποβεί «επιβλαβής» για τα ελληνικά συμφέροντα. Ειδικότερα, ο κ. Πάλμερ επανέλαβε την αμερικανική ανησυχία για τη διείσδυση της Κίνας σε σχέση με το δίκτυο τηλεπικοινωνιών 5Gπου έχει αναδειχθεί σε πεδίο μείζονος γεωπολιτικής αντιπαράθεσης.