Η καθοριστική σχέση διανοητικότητας και υλικότητας οφείλει να μη μας διαφεύγει όταν εγκύπτουμε στα της Παιδείας. Γιατί είναι ακριβώς η Παιδεία που διαμεσολαβεί στην προαναφερθείσα σχέση, ενώ η ίδια η διαχείριση της διακύμανσης του δείκτη των αξιών αναλαμβάνει την υποστασιοποίησή της. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η γενική εκπαίδευση είναι καθοριστική για τη δευτερογενή αξιακή στερέωση. Αναντίλεκτα, το μέλλον και η πρόοδος μιας χώρας είναι συναρτημένα με την Παιδεία της. Η οποιαδήποτε λοιπόν συζήτηση για το μέλλον της Παιδείας δεν μπορεί να αποσυσχετιστεί από το παραγωγικό μοντέλο μιας χώρας, τις μείζονες κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις, αλλά και το διεθνές συγκείμενο.

Εκπαίδευση και αγορά εργασίας

Η δεκαετής κρίση και ύφεση έχουν αφήσει το ισχυρό τους αποτύπωμα και στην Παιδεία, όπως φυσικά και σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και της οικονομίας. Μια ματιά στο Education & Training Monitor 2018 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μάς επιτρέπει να διαπιστώσουμε κάποια από τα μεγαλύτερα προβλήματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος σήμερα: η Ελλάδα έχει πολύ χαμηλό ποσοστό απασχόλησης των πρόσφατων αποφοίτων (employment rate of recent graduates). Ναι μεν το ποσοστό αυτό έχει βελτιωθεί από το 2014 και φαίνεται να ακολουθεί τη μείωση της νεανικής ανεργίας έκτοτε, ωστόσο είναι μόλις 52% έναντι 80,2% του ευρωπαϊκού ΜΟ. Η συμμετοχή στη Διά Βίου Μάθηση (ΔΒΜ), αν και έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται μόλις στο 4,5%, ενώ ο ευρωπαϊκός ΜΟ είναι 10,9%. Ακόμα πιο ανησυχητικές είναι οι επιδόσεις των μαθητών στις βασικές ικανότητες με βάση το πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ, όπου οι low achievers στα μαθηματικά ανέρχονται στο 35,8% του μαθητικού πληθυσμού των 15χρονων (ευρωπαϊκός ΜΟ 22,2%), στην αναγνωστική ικανότητα στο 27,3% (ευρωπαϊκός ΜΟ 19,7%) και στις θετικές επιστήμες στο 32,7% (ευρωπαϊκός ΜΟ 20,6%). Τα ιδιαίτερα ανησυχητικά αυτά ευρήματα για τρία βασικά πεδία της εκπαίδευσης και κατάρτισης αποτυπώνουν, μεταξύ άλλων, την προϊούσα αποσυνάρτηση του εκπαιδευτικού συστήματος από την αγορά εργασίας, την επίμονη υπο-εκπροσώπηση της ΔΒΜ στη μαθησιακή διαδικασία (πρόβλημα που υπήρχε και προ κρίσης), όσο και την υστέρηση της Ελλάδας στο πεδίο της μάθησης που εδράζεται στις ικανότητες (competence based learning).

Από τα προαναφερθέντα συμπεραίνουμε ότι, παρά τις όποιες προσπάθειες έχουν γίνει κατά καιρούς για τη μεταρρύθμιση και την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα και κατ’ επέκταση για τη σύνδεσή του με την απασχόληση, τα ελλείμματα σε λειτουργικό και θεσμικό επίπεδο παραμένουν. Και φυσικά ο διαρκής μετεωρισμός του μεταρρυθμιστικού εκκρεμούς στην εκπαίδευση (ίδιον της ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής, ιστορικά) δεν συμβάλλει στην αντιμετώπισή τους.

Σχεδιασμός για το αύριο

Η συζήτηση για την Παιδεία – και ο σχεδιασμός γι’ αυτήν – οφείλει να είναι ολιστική και συνεκτική, εκκινώντας από την προσχολική αγωγή και φθάνοντας μέχρι την ανώτατη εκπαίδευση. Εκτιμούμε, δε, ότι συστατικά στοιχεία ενός τέτοιου σχεδιασμού οφείλουν να είναι (μεταξύ άλλων) τα κάτωθι:

l Η ανάπτυξη της Διά Βίου Μάθησης και κυρίως της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (VET) με συστηματική διάγνωση αναγκών σε δεξιότητες και ενδυνάμωση του στοχευμένου reskilling και συνακόλουθα η αντιμετώπιση της διαχρονικής απουσίας ενός αξιόπιστου και ισχυρού δικτύου τεχνικο-επαγγελματικής εκπαίδευσης.

l Η ολοκλήρωση της μετάβασης στη μάθηση που βασίζεται στις ικανότητες και η αποσυσχέτιση από την επικυριαρχία τού αμιγώς γνωσιοκεντρικού μοντέλου (στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση), που αναμένεται να συμβάλει στην αντιμετώπιση των σημαντικών και πάγιων προβλημάτων αναντιστοιχίας δεξιοτήτων (skills – mismatch).

l Η ανάπτυξη ενός εθνικού συστήματος πιστοποίησης εκροών μη-τυπικής και άτυπης μάθησης (συμπεριλαμβανομένης της πρότερης επαγγελματικής εμπειρίας) πλήρως αντιστοιχισμένου με το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων (EQF).

l Η ενίσχυση της ανάπτυξης οριζόντιων – εγκάρσιων και ειδικών δεξιοτήτων (capacity building) που σχετίζονται με την καινοτομία, τη δημιουργικότητα και την επιχειρηματικότητα σε όλο το φάσμα της μάθησης (συμπεριλαμβανομένης της γενικής εκπαίδευσης), κατά τα διεθνή πρότυπα.

ΑΕΙ και κοινωνική συνοχή

Ως προς την ανώτατη εκπαίδευση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν μπορεί και δεν πρέπει να επικαθορίζεται από τις (μεταβαλλόμενες ταχύτατα, λόγω και των τεκτονικών μετασχηματισμών στην περίοδο της κρίσης) ανάγκες της αγοράς εργασίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει και να τις αγνοεί. Επίσης, να μην ξεχνάμε ότι δεν μας λείπουν ούτε τα καλά ΑΕΙ, ούτε οι καλοί επιστήμονες, όπως προκύπτει από τις διεθνείς κατατάξεις. Από την άλλη, οι προκλήσεις δεν είναι λίγες.

Πέρα από το αυτονόητο ζήτημα της υποχρηματοδότησης, αυτό που επείγει είναι να πάψει επιτέλους ο διαχρονικά ασφυκτικός εναγκαλισμός του κράτους και να εδραιωθεί ένα εμπράγματο αυτοδιοίκητο, που θα επιτρέψει στα ίδια τα ΑΕΙ να προχωρούν σε ουσιώδη στρατηγικό σχεδιασμό. Συγχρόνως η ενίσχυση του λειτουργικού πλέγματος των ΑΕΙ, με την απομείωση της γραφειοκρατίας ειδικά στην έρευνα (καθώς η κλιμακούμενη σώρευση διοικητικών βαρών στις ερευνητικές διαδικασίες καθίσταται πλέον εμφανές αντικίνητρο), η ενδυνάμωση του ρόλου τους στη Διά Βίου Μάθηση (ΔΒΜ) και συνακόλουθα της ανάπτυξης συνεργείων με τους κοινωνικούς εταίρους και τις τοπικές κοινωνίες, η θεσμική κατοχύρωση της ύπαρξης αγγλόφωνων προγραμμάτων σπουδών, όσο και η ενδυνάμωση της παροχής εξ αποστάσεως εκπαίδευσης (πάντα φυσικά με αυστηρές διαδικασίες ακαδημαϊκής πιστοποίησης), αποτελούν κάποια μόνο από τα βήματα που χρειάζεται να γίνουν άμεσα.

Μια συνολική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που θα προσπαθήσει να αποκριθεί (και) σε αυτές τις προκλήσεις μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση της σχέσης εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας, αλλά και στην άμβλυνση των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων και συνακόλουθα στην ίδια την κοινωνική συνοχή.

Ο κ. Οδυσσέας Ζώρας είναι καθηγητής Ιατρικής Σχολής, πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Ο κ. Νίκος Παπαδάκης είναι καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης, αναπληρωτής  διευθυντής του Κέντρου Ερευνών και Μελετών του Πανεπιστημίου Κρήτης (ΚΕΜΕ-ΠΚ).