Κατά τη «θεωρία της οικονομικής μεγέθυνσης», προϋπόθεση της σταθερής ανόδου των οικονομιών είναι ως γνωστόν η «μακρο-οικονομική δυναμική ισορροπία». Ο κανόνας, η προϋπόθεση αυτή ισχύει αδιαλείπτως μέχρι σήμερα, όμως με την ad hoc θεωρητική μας ενασχόληση με το θέμα αυτό έχει με τον πιο σαφή τρόπο αποδειχθεί ότι η προϋπόθεση αυτή της δυναμικής ισορροπίας στην οικονομία τελικά την καταστρέφει, αντί να ευνοήσει την πρόοδο.

Πράγματι, χρησιμοποιώντας τη «συνολική τομεακή και κυκλοφοριακή ανάλυση του εισοδήματος», διαπιστώσαμε ότι όταν στην οικονομία κυριαρχεί «μακρο-οικονομική δυναμική ισορροπία», ο τομέας παραγωγής κεφαλαιουχικών και επενδυτικών αγαθών και υπηρεσιών δεν μπορεί να πραγματοποιήσει «χρηματικό πλεόνασμα» (κέρδη).

Αρα, με βάση την ισχύουσα μέχρι σήμερα «μακρο-οικονομική δυναμική ισορροπία», κανένα σύστημα παραγωγής δεν μπορεί να λειτουργήσει, αφού ο τομέας των κεφαλαιουχικών και επενδυτικών αγαθών δεν μπορεί να πραγματοποιήσει κέρδη και συνεπώς να λειτουργήσει.

Είναι ωστόσο περίεργο ότι όλες σχεδόν οι οικονομικές μελέτες που έγιναν τους τελευταίους δύο περίπου αιώνες, και κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στηρίχθηκαν σχεδόν αποκλειστικά στη δυναμική μακρο-οικονομική ισορροπία.

Πότε όμως υπάρχει ισορροπία της μορφής αυτής;
Δυναμική ισορροπία σε μία οικονομία υπάρχει, όταν:
α) οι επενδύσεις και οι αποταμιεύσεις αυτής αυξάνονται με τον αυτόν ρυθμό μεγέθυνσης,
β) όταν οι δαπάνες του δημόσιου τομέα και τα φορολογικά και λοιπά έσοδα αυτού κινούνται ισόρροπα, και γ) όταν οι εξαγωγές και εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μιας οικονομίας μεγεθύνονται με τους αυτούς ρυθμούς.

Στην περίπτωση που εκπληρώνονται οι τρεις αυτές προϋποθέσεις, οι οικονομίες βρίσκονται σε κατάσταση δυναμικής ισορροπίας, της λεγόμενης «νεοκλασικής σύνθεσης», η οποία όμως τελικά δεν ισχύει.

Κατά την έρευνά μας αυτή στην αρχή έγινε η προσπάθεια διερεύνησης του προβλήματος, μέσω της «οριακής μαθηματικής ανάλυσης».
Ομως η μέθοδος αυτή δεν ήταν η κατάλληλη. Αμέσως μετά χρησιμοποιήσαμε τη «συνολική τομεακή και κυκλοφοριακή ανάλυση του εισοδήματος». Η μέθοδος αυτή ήταν, όπως αποδείχθηκε, απόλυτα συμβατή με το διερευνώμενο πρόβλημα και μας επέτρεψε να παρακολουθήσουμε τον τρόπο παραγωγής του προϊόντος και του εισοδήματος ανά τομέα δραστηριότητας της οικονομίας και τις συναλλαγές μεταξύ των βασικών τομέων και υποτομέων αυτής. Ετσι ήταν δυνατό να παρακολουθήσουμε με απόλυτη σαφήνεια και τις πηγές προέλευσης των «χρηματικών πλεονασμάτων» και κερδών, με τη χρησιμοποίηση αριθμητικών παραδειγμάτων και συναρτήσεων παραγωγής.

Οι κεντρικοί ή βασικοί τομείς δραστηριότητας της οικονομίας είναι ως γνωστόν δύο: Ο τομέας παραγωγής καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών, και ο τομέας παραγωγής κεφαλαιουχικών και επενδυτικών αγαθών. Εάν στην οικονομία υπήρχε μόνο ο τομέας των καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών, ο τομέας αυτός εισπράττοντας ακόμη και το σύνολο των αμοιβών (μισθοί – ημερομίσθια) που θα κατέβαλλε στους εργαζομένους θα δυσκολευόταν να εισπράξει ακόμη και τις συνολικές δαπάνες παραγωγής του. Με την ταυτόχρονη όμως λειτουργία και του βασικού τομέα παραγωγής κεφαλαιουχικών και επενδυτικών αγαθών – κάτι που συμβαίνει και στην πραγματική οικονομία – ο καταναλωτικός τομέας θα μπορούσε συνεχώς να πραγματοποιεί κέρδη, που πιθανόν να έφθαναν μέχρι το ύψος των πραγματοποιουμένων εργατικών δαπανών στον κεφαλαιουχικό τομέα της οικονομίας. Αρα χρηματοδότης των κερδών του καταναλωτικού τομέα αναδεικνύεται ο κεφαλαιουχικός τομέας της οικονομίας.

Εάν τα κέρδη αυτά του καταναλωτικού τομέα, τα οποία χρηματοδοτούνται με τις εργατικές δαπάνες του κεφαλαιουχικού τομέα της οικονομίας – και εδώ ουσιαστικά αποτελούν τις αποταμιεύσεις της – στραφούν στον κεφαλαιουχικό τομέα για αγορά κεφαλαιουχικών και επενδυτικών αγαθών, ο τελευταίος μόλις που θα εισέπραττε το κόστος των πωλουμένων παραγωγικών και επενδυτικών αγαθών.

Ο κεφαλαιουχικός τομέας όμως δεν πραγματοποιεί τελικά κέρδη, γιατί πάνω από αυτόν δεν υπάρχει άλλος τομέας που να πραγματοποιεί δαπάνες παραγωγής, οι οποίες θα χρηματοδοτούσαν τα κέρδη του κεφαλαιουχικού τομέα.

Επομένως, για να πραγματοποιεί κέρδη και ο κεφαλαιουχικός τομέας, θα πρέπει οι δαπάνες για την αγορά κεφαλαιουχικών και επενδυτικών αγαθών να είναι συνεχώς υψηλότερες από τις αποταμιεύσεις της οικονομίας, οι οποίες ουσιαστικά αντιπροσωπεύουν το κόστος παραγωγής του αγοραζομένου και επενδυομένου φυσικού ή υλικού παραγωγικού κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, θα πρέπει στις οικονομίες των χωρών να κυριαρχεί «μακρο-οικονομική δυναμική ανισορροπία» και όχι ισορροπία, όπως λανθασμένα πίστευαν και πιστεύουν θεωρητικοί της σταθερής και ισόρροπης οικονομικής μεγέθυνσης.

Η ανοδική αυτή τάση στα οικονομικά μεγέθη είναι φυσικά επακόλουθο τριών κυρίως παραγόντων: i) της αύξησης του πληθυσμού των χωρών, ii) της συνεχούς τεχνολογικής βελτίωσης της διαδικασίας της παραγωγής, και iii) της εκπαίδευσης και της συνεχούς επανεκπαίδευσης των εργαζομένων.
Οι τρεις αυτοί παράγοντες αποτελούν το κατ’ εξοχήν δυναμικό στοιχείο στην εκδηλούμενη ανοδική τάση των οικονομιών.

Ομως, στην αρχή της οικονομικής ανάπτυξης, η πιθανή ταχεία αύξηση του πληθυσμού αποτελεί συνήθως στοιχείο επιβραδυντικό της ανάπτυξης, γιατί δυσκολεύει την αναγκαία συσσώρευση κεφαλαίου. Οταν όμως η οικονομία φθάσει στο στάδιο της λεγόμενης «απογείωσης», τότε η αύξηση του πληθυσμού αποτελεί θετικότατο πλέον παράγοντα της αύξησης του συνολικού εθνικού προϊόντος.

Το καθοριστικής σημασίας συμπέρασμα που προέκυψε από αυτή τη θεωρητική έρευνα, που κράτησε δύο και πλέον δεκαετίες, ήταν αυτό που μας οδήγησε τελικά στην ανατροπή της θεωρίας της «μακρο-οικονομικής δυναμικής ισορροπίας», της ως δήθεν προϋπόθεσης της σταθερής μεγέθυνσης των οικονομιών. Μια προϋπόθεση που ισχύει μέχρι σήμερα δυστυχώς στην οικονομική θεωρία και σε κάποιον βαθμό και στην οικονομική πρακτική.

Είναι πλέον απόλυτα σαφές ότι εκείνο που χρειάζεται για την πρόοδο των οικονομιών, είναι η κυριαρχία σε αυτές μιας «ορθολογικής μακρο-οικονομικής δυναμικής ανισορροπίας».

Χωρίς αυτήν και τα απόλυτα λογικά ανοίγματα υπέρ της ζήτησης δεν μπορεί να υπάρξει και να λειτουργήσει το σύστημα της οικονομίας. Μια ανισότητα στη σχέση αυτή, η οποία προσδιορίζει τους ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας και που θα πρέπει πάντα να εκτιμάται με απόλυτη σοβαρότητα και ακρίβεια από τους ασκούντες την οικονομική πολιτική.

* Ο κ. Γ. Ι. Ευδωρίδης είναι πρώην καθηγητής του ΑΠΘ.