Εως σήμερα η συζήτηση για την έξοδο από την κρίση εξαντλήθηκε –με ελάχιστες εξαιρέσεις –σε κοντόφθαλμες δημοσιονομικές προσεγγίσεις και επικλήσεις σε αναποτελεσματικές (one size fits all) πολιτικές. Το ζήτημα της ανάκαμψης απομονώθηκε, σε μεγάλο βαθμό, από τη συζήτηση για το παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας αφήνοντας στο περιθώριο έναν ουσιαστικό διάλογο για την ανάπτυξη και την επόμενη μέρα.
Πού πραγματικά βρισκόμαστε όμως σήμερα; Τι πετύχαμε την τελευταία δύσκολη δεκαετία;
Η δημοσιονομική προσαρμογή των τελευταίων χρόνων κατάφερε, με σημαντικό κοινωνικό κόστος, να ισοσκελίσει τα «δίδυμα ελλείμματα» –δημοσιονομικό και τρεχουσών συναλλαγών. Το γεγονός αυτό είναι σημαντικό, αν αναλογιστεί κανείς τη διόγκωση των ελλειμμάτων τις προηγούμενες δεκαετίες που έκαναν την οικονομία ευάλωτη την κρίσιμη ώρα. Ωστόσο, παρά τη σκληρή προσαρμογή, τα προγράμματα απέτυχαν να διαφοροποιήσουν τη δομή της ελληνικής οικονομίας και να πυροδοτήσουν μια δυναμική ανάπτυξη.
Τα βασικά προβλήματα της οικονομίας παραμένουν. H συνεχής αποβιομηχάνιση έχει καθηλώσει τη συμβολή της βιομηχανίας στο 9% του ΑΕΠ. Οι εξαγωγές παραμένουν εξαιρετικά αδύναμες, όντας μάλιστα χαμηλής αξίας. Για παράδειγμα, οι εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας βρίσκονται σταθερά κάτω από το 5% του συνόλου των εξαγωγών όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ ξεπερνά το 15%.
Παράλληλα, στην πλειονότητά τους, οι ελληνικές επιχειρήσεις παραμένουν εσωστρεφείς. Οι περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις συνεχίζουν να προσβλέπουν στο κράτος τον βασικό τους πελάτη και οι μικρές και μεσαίες είναι προσκολλημένες στην αναιμική εσωτερική αγορά, αδύναμες να επιβιώσουν στον διεθνή ανταγωνισμό. Είναι ενδεικτικό ότι τα τρία τέταρτα της εξαγωγικής δραστηριότητας της χώρας προέρχονται από 500 περίπου επιχειρήσεις.
Εξακολουθούμε να είμαστε αμήχανοι μπροστά στην πάγια αδυναμία διαμόρφωσης οικονομιών κλίμακας, για λόγους όπως η μικρή ιδιοκτησία στον γεωργικό τομέα, το μεγάλο ποσοστό μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η χαμηλή εξειδίκευση και ο προβληματικός καταμερισμός εργασίας εντός των επιχειρήσεων. Αυτό εμποδίζει την αύξηση της παραγωγικότητας και περιορίζει τις δυνατότητες της οικονομίας.
Πώς μπορούμε να αλλάξουμε αυτή την εικόνα; Πώς θα επιταχύνουμε την ανάπτυξη;
Απαιτούνται μεθοδευμένες κινήσεις που θα πυροδοτήσουν την αλλαγή στις δομές της οικονομίας. Συγκεκριμένες παρεμβάσεις, συνδεδεμένες και συμπληρωματικές μεταξύ τους, μπορούν να δώσουν υπόσταση σε ένα νέο μοντέλο παραγωγής που θα απελευθερώσει τη δυναμική της οικονομίας.
Χρειάζονται, πρώτον, στοχευμένες επενδύσεις σε νέες μονάδες παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων. Υπό τις παρούσες συνθήκες, η πολυδιάσπαση των επενδύσεων σε πολλούς διαφορετικούς τομείς δεν οδηγεί σε διαφοροποίηση (diversification), αλλά σε περαιτέρω κατακερματισμό του παραγωγικού συστήματος. Επομένως, απαιτούνται επενδύσεις που θα επιταχύνουν τη μεταφορά παραγωγικών συντελεστών στους εξωστρεφείς κλάδους. Ασφαλώς διαθέτουμε κάποιους εξαγωγικούς τομείς (π.χ. αγροτικά προϊόντα, μεταλλεύματα), ωστόσο χρειάζονται νέες μονάδες παραγωγής που θα επικεντρωθούν σε βιομηχανικά προϊόντα. Η Ελλάδα δεν διαθέτει τις μεγάλες γραμμές παραγωγής άλλων χωρών, ωστόσο οι πρώτες ύλες και η εγχώρια γνώση ενθαρρύνουν την προοπτική για παραγωγή ενδιάμεσων αγαθών μεσαίας τεχνολογίας. Πρέπει η εσωτερική παραγωγή να ενταχθεί στη διεθνή μεταποιητική αλυσίδα αξίας. Αυτό θα επιτρέψει εξαγωγές μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης και αμοιβής.
Δεύτερον, πρέπει να ενθαρρύνουμε την εξωστρέφεια περισσότερων επιχειρήσεων και να συνδέσουμε τους μικρούς παραγωγούς με τη διεθνή αγορά. Χρειαζόμαστε επιστήμονες μέσα στις μονάδες παραγωγής που θα επικεντρωθούν στη μελέτη της ευρωπαϊκής και της διεθνούς αγοράς και θα χαράξουν νέους προορισμούς για τα ελληνικά προϊόντα. Παράλληλα, πρέπει να διασφαλιστούν οι διεθνείς πιστοποιήσεις (π.χ. ISO) και η ισχυρή παρουσία στο ηλεκτρονικό εμπόριο (π.χ. e-shops, digital campaign).
Τρίτον, είναι απαραίτητη η δημιουργία νέας μορφής συνεταιρισμών για να ξεπεραστεί το ζήτημα της μικρής ιδιοκτησίας και της κατακερματισμένης επιχειρηματικότητας και να διαμορφώσουμε οικονομίες κλίμακας. Οι συνεταιρισμοί αυτοί δεν θα έχουν σχέση με την αρνητική εμπειρία των προηγούμενων δεκαετιών. Θα είναι κέντρα που θα ενσωματώνουν νέες μεθόδους και τεχνολογίες στην επεξεργασία, στη συσκευασία και στην προώθηση (marketing) των προϊόντων, ώστε να κάνουν τα ελληνικά προϊόντα ελκυστικά στην ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά.
Μετά από μια δύσκολη οικονομική προσαρμογή την τελευταία δεκαετία, η έξοδος από την κρίση και η επιτάχυνση της ανάπτυξης απαιτούν έναν θεμελιώδη μετασχηματισμό του δυσλειτουργικού παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Ο μετασχηματισμός αυτός δημιουργεί μια ιστορική ευκαιρία για ένα βιώσιμο μέλλον. Δεν πρέπει να τη χάσουμε.

Ο κ. Κωνσταντίνος Μυρωδιάς είναι υποψήφιος διδάκτωρ και διδάσκει Πολιτική Οικονομία και Ανάπτυξη στο London School of Economics.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ