Ησημερινή διπλή εκλογική αναμέτρηση στην Τουρκία είναι κρίσιμη για την πορεία της γείτονος. Είναι ελάχιστες οι φορές που φράσεις-κλισέ περιγράφουν με τέτοια ακρίβεια την πραγματικότητα. Χωρίς υπερβολή, όσοι και όσες είναι εξοικειωμένοι με την ιστορία της Τουρκικής Δημοκρατίας, που σε λίγα χρόνια θα συμπληρώσει 100 χρόνια ζωής, δύσκολα να θυμηθούν κάποια εκλογική διαδικασία περισσότερο κρίσιμη. Ποτέ άλλοτε το διακύβευμα δεν ήταν τόσο οξύ, ποτέ άλλοτε το μέλλον της Κεμαλικής Δημοκρατίας δεν βρέθηκε περισσότερο in limbo.
Από τη μία πλευρά ένας χαρισματικός αυταρχικός ηγέτης που κυβερνά τη χώρα χωρίς αντίπαλο ικανό να σταθεί απέναντί του, που θεωρεί τις θεσμικές ισορροπίες ενοχλητικές και που πλέον έχει ταυτίσει το μέλλον της χώρας του με τη δική του παραμονή στην εξουσία. Υπό την καθοδήγησή του, η Τουρκία εξελίσσεται σταθερά σε ένα πολιτικό σύστημα όπου το συμφέρον του έθνους δεν (επιτρέπεται να) υπόκειται σε ανταγωνιστικά αφηγήματα. Το «ich bin das volk», που κατά το «Spiegel» χαρακτηρίζει την ηγεσία του, αποδίδει σε εντυπωσιακό βαθμό το πνεύμα του εξαιρετισμού του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και την απόλυτη πεποίθηση ότι δεν μπορεί να υπάρξει άλλος ηγέτης που να εκπροσωπεί το καλό της Τουρκίας όπως αυτός.
Παρ’ όλα αυτά, η Τουρκία διατηρεί ακόμη αρκετά στοιχεία δημοκρατίας και ενός ελεγχόμενου πλουραλισμού. Εχει χαρακτηριστικά χώρας σε μετάβαση. Είναι ένα πολιτικό και κοινωνικό σύστημα που βιώνει μια ατέρμονη σισύφεια διαδικασία εκδημοκρατισμού. Μια διαδικασία που διαρκεί σχεδόν 70 χρόνια και που ένας εγγενής ανταγωνιστικός αυταρχισμός φαίνεται να επικρατεί πάντοτε του φιλελεύθερου κατηγορικού προστάγματος.
Αυτή τη φορά όμως, η διεύρυνση του δημοκρατικού ελλείμματος έχει τη διάσταση της οριστικής(;) επικράτησης των ισλαμικών αξιών. Η Τουρκία, βεβαίως, δεν είναι καθόλου εύκολο να εξελιχθεί σε μια Ισλαμική Δημοκρατία. Η κεμαλική κληρονομιά είναι ακόμη ισχυρή και οι κοσμικές φιλελεύθερες και μη μειοψηφίες είναι ικανές να υπερασπιστούν τη δημόσια σφαίρα από την κοινωνική μηχανική που προσπαθεί να εφαρμόσει ο πρόεδρος. Η εκλογική του επικράτηση όμως θα νομιμοποιήσει για μία ακόμα φορά την υπεροχή της Τουρκίας που αυτός εκπροσωπεί. Της Τουρκίας των μη προνομιούχων που συγκροτούν τις κοινότητες της Ανατολίας αλλά και των ισλαμοσυντηρητικών γειτονιών των μεγάλων αστικών κέντρων. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης είναι ο μόνος πολιτικός φορέας με πιστούς σε όλη την τουρκική επικράτεια. Το μοναδικό κόμμα παντουρκικής επιρροής. Οι Ρεπουμπλικανοί θεματοφύλακες της κεμαλικής κληρονομιάς πρακτικά δεν υπάρχουν πέρα από την Μπούρσα και πέρα από τα ανατολικά προάστια της Σμύρνης και της Αττάλειας. Οι Κούρδοι που ψηφίζουν με κριτήριο την εθνοτική τους καταγωγή είναι συγκεντρωμένοι στις νοτιοανατολικές επαρχίες. Ακόμα και αν το AKP χάσει τον έλεγχο της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης, θα παραμείνει μακράν το πιο ισχυρό κόμμα, με την εκλογική του επιρροή να παραμένει σε επίπεδα απρόσιτα για τους ανταγωνιστές του.
Αν και η οικονομία και η σταθεροποίησή της είναι το κεντρικό θέμα των εκλογών, η εξωτερική πολιτική είναι επίσης εξόχως σημαντική. Οι πιέσεις των περιφερειακών ανταγωνισμών που η Τουρκία δεν είναι σε θέση να ελέγξει είναι πλέον αφόρητες. Και ενώ στο Αιγαίο και στην Κύπρο δύσκολα θα αλλάξουν οι τουρκικές προτιμήσεις όποιο και να είναι το αποτέλεσμα, στο γεωπολιτικό ανάγλυφο της Μέσης Ανατολής το αποτέλεσμα των εκλογών μπορεί να παραγάγει διαφορετικές στρατηγικές.
Με τον Ερντογάν να παραμένει στο τιμόνι της χώρας, η τουρκική εξωτερική πολιτική δύσκολα θα αλλάξει. Αν και όπου χρειάστηκε έδειξε αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα και πραγματισμό, πλέον οι κινήσεις που του έχουν απομείνει είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Θα συνεχίσει μια σχεδόν απελπισμένη άσκηση ισορροπίας μεταξύ του αντιιρανικού άξονα που συγκροτούν η Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και οι ΗΠΑ υπό τον Ντόναλντ Τραμπ και της ανάγκης συνεργασίας με την Τεχεράνη, τη Βαγδάτη και τη Μόσχα.
Αυτή η στρατηγική δυσανεξία, που γίνεται υποφερτή όσο επιτρέπει στην Τουρκία να εκκαθαρίζει τα σύνορά της από τις κουρδικές παραστρατιωτικές ομάδες, έχει όριο. Και αυτό είναι οι σχέσεις ή μάλλον η περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ – Ιράν. Αν η Ουάσιγκτον ολοκληρώσει τη διάρρηξη των σχέσεών της με την Τεχεράνη, τότε τα διλήμματα για την Τουρκία θα γίνουν ανυπόφορα. Με τόσο λίγους και ευκαιριακούς «φίλους» και με πολύ περισσότερους καχύποπτους «εταίρους» τα στρατηγικά αδιέξοδα είναι αδυσώπητα. Ο πρόεδρος Ερντογάν θα προσπαθήσει να κερδίσει χρόνο για να διαχειριστεί τις προκλήσεις. Δεν θα είναι καθόλου εύκολο.
Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ