Δεν είναι εύκολη υπόθεση για τη σύγχρονη πολιτική η διαφθορά. Ούτε οι σχέσεις με τα επιχειρηματικά συμφέροντα ούτε το ρυθμιστικό θεσμικό πλαίσιο ή η περιλάλητη πολιτική βούληση είναι σαφή και συμπαγή αντικείμενα.
Στη νεωτερική παράδοση των φιλελεύθερων συστημάτων εξουσίας επιδρούν άλλωστε δυο διαφορετικές φιλοσοφίες για το κακό μέσα στην πολιτεία, για τη διαφθορά. Η πρώτη είχε πάντα κατά νου την ηθικοποίηση των ατόμων και το ξερίζωμα της διαφθοράς. Θα φέρει μέσα της την ιδέα ότι δημόσιο συμφέρον σημαίνει άρνηση των επιμέρους συμφερόντων και αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε «εγωιστής άνθρωπος». Αυτός ο ενάρετος ριζοσπαστισμός γεννήθηκε στην πυρά της Γαλλικής Επανάστασης και αργότερα πέρασε, μεταλλαγμένος, σε αντιφιλελεύθερα κινήματα με δεξιά και αριστερά λεξιλόγια. Φυτρώνει όμως κυρίως στα ρήγματα και στις κρίσεις μοιράζοντας υποσχέσεις για έξοδο από την παρακμή.
Η άλλη φιλοσοφία για τη διαφθορά και τα δεινά της πολιτείας είναι αυτή του εκπολιτισμού και της διόρθωσης. Σε αυτή την περίπτωση δεν προσδοκά κανείς να γίνουν ενάρετοι οι άνθρωποι ή να αρθούν οι ποικίλες ιδιοτέλειες και οι πόλεμοι συμφερόντων που διεξάγονται μέσα και έξω από τα κράτη. Στόχος είναι ο έλεγχός τους, η εξισορρόπηση, η εξημέρωση των πιο βίαιων μορφών ανταγωνισμού. Αυτό δηλαδή που οι ριζοσπάστες αποκαλούν περιφρονητικά «καλλωπισμό», μερεμέτισμα και θεσμική οχύρωση.
Πρόκειται φυσικά για δρόμο με ελαττώματα, ανάμεικτα και αβέβαια αποτελέσματα, για κάτι που δεν κατορθώνει ποτέ τη μεγάλη νίκη, ούτε την έφοδο κατά των κακών πνευμάτων που απειλούν την πολιτεία και την κοινωνία. Μετά όμως τις θλιβερές εκτροπές που είχε πάντα ο εμπόλεμος, ενάρετος «γιακωβινισμός» και οι νεκραναστάσεις του στην Ιστορία, η οπτική της διόρθωσης φάνηκε πιο πειστική. Αν ο ενάρετος ριζοσπαστισμός κολάκευε περισσότερο το περίφημο αίσθημα δικαίου των μαζών, οδηγούνταν σχεδόν πάντα σε χαοτικό παρανάλωμα και άγονες, θεαματικές εκστρατείες.
Θα πει κανείς πως όταν άγρια, πολύπλοκα και παγκοσμιοποιημένα δίκτυα πλέκουν έναν ιστό όπου δεν μπορείς να βρεις την αρχή και το τέλος, πώς και τι να διορθώσεις και να προφυλάξεις; Υποθέσεις τύπου Novartis αποτελούν, πραγματικά, τεράστιες προκλήσεις για τις νομικές και διοικητικές τεχνολογίες των σύγχρονων κρατών. Τμήματα των ελίτ βρίσκονται ήδη αντιμέτωπα με τις ισοπεδωτικές και μηδενιστικές στρατηγικές της νέας πολιτικής και μιντιακής αγοράς. Οι ιδεολογίες της αντεκδίκησης και της υποκατάστασης του παλιού από το νέο χρησιμοποιούν τη διαφθορά ως απλό εργαλείο μάρκετινγκ. Κόμματα και παραδοσιακές πολιτικές οικογένειες της κλασικής Ευρώπης έρχονται σε δύσκολη θέση από την έκρηξη της καχυποψίας. Τα σκάνδαλα προσθέτουν κάποια δραματουργία σε κουρασμένα πολιτικά συστήματα, κυρίως όμως δίνουν την ευκαιρία για χτυπήματα στον αντίπαλο σε ευαίσθητα σημεία.
Ολα αυτά όμως ακυρώνουν τη σοβαρότητα ενός προβλήματος με το πρόσχημα την έκθεση και τη φανέρωσή του. Η «αποκάλυψη του σκανδάλου» λειτουργεί ως το αντίστροφο της αλήθειας, ως αφετηρία μιας λήθης εν μέσω χάους. Οταν μάλιστα πολιτικές δυνάμεις αυτοπαρουσιάζονται ως άσπιλες οντότητες σε έναν κόσμο ενόχων, τότε αυτό που κερδίζει είναι η κουλτούρα της χαιρέκακης ικανοποίησης με τα παθήματα αυτών που «εμπλέκονται» ή απλώς ακούγονται. Η τιμωρητική γενίκευση παίρνει τη θέση τής κατά περίπτωση κρίσης, της εξέτασης των δεδομένων, του λεπτού πολιτικού συλλογισμού.

Τα δείγματα αυτών των ημερών δείχνουν προς μια τέτοια κατεύθυνση. Εχει κανείς την εντύπωση πως τα σχετικά με τη Novartis έγιναν εξαρχής και προτού ακόμα δημοσιευτούν στοιχεία σύμβολα «αντισυστημικής» επίδειξης. Σαν το κριτήριο να είναι η δικαίωση της μεταφυσικής υπόθεσης για το καλό νέο και το κακό παλιό, για την ηθική ποιότητα των κυβερνώντων και την απαξία κάποιων από τους αντιπάλους τους.

Πώς να διαβάσεις όμως την πραγματικότητα και να καταλάβεις τι αληθινά συνέβη όταν απλώς αναζητείς δημοφιλή θέματα για μια δημοσκοπική εξισορρόπηση; Μπορεί να σταθεί σοβαρός χειρισμός μιας πραγματικής υπόθεσης (με διεθνείς διαστάσεις), όταν αυτό που ενδιαφέρει είναι να αναστηθεί το κλονισμένο σχήμα του «εμείς ή αυτοί»;
Από την άλλη, η συγκυρία δείχνει τη διέγερση των εθνικών φόβων και ένα πραγματικό πρόβλημα: την αναθεωρητική, τυχοδιωκτική ερντογανική Τουρκία, ικανή να δημιουργεί μέτωπα και να διεκδικεί θορυβωδώς τον ρόλο ενός μικρομεσαίου ιμπεριαλιστή σε όλη την περιοχή (και είναι μια από τις περιπτώσεις που ο φθαρμένος όρος «ιμπεριαλισμός» ταιριάζει).

Στη συγκεκριμένη περίσταση η χρήση ενός σκανδάλου για κομματική συσπείρωση και χαλύβδωση «φρονήματος» γεννάει κινδύνους. Παλινορθώνει εκείνο το φως και το σκότος της δεκαετίας του ’80, φουσκώνει ξανά το κύμα μιας σκοτεινής (παρα)δημοσιογραφίας, ξαναπαίζει με την αγανάκτηση που ανά πάσα στιγμή μπορεί να περάσει από τη Novartis στο Μακεδονικό και αντιστρόφως.

Αν η κρίση «περάσει» με σκάνδαλα και εθνικισμό, με συμβολικούς θανάτους και διασπορά δημαγωγίας, η θεραπεία δεν θα απέχει πολύ από τη δηλητηρίαση. Αλλη μια φορά το φάρμακο φαρμάκι δηλαδή.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ