Για τη γενιά των ιστορικών που στις αρχές της δεκαετίας του 1990 κάναμε τα πρώτα μας βήματα στην ενασχόληση με την τέχνη της ιστορικότροπης σκέψης τα πρόσφατα συλλαλητήρια «για τη Μακεδονία» και η δημόσια συζήτηση που τα ακολούθησε αποτελούν ένα άβολο αλλά ενδιαφέρον deja-vu. Ο παραλληλισμός με τις αρχές της δεκαετίας του 1990 είναι ενδιαφέρων γιατί μας ωθεί να σκεφθούμε και να αποτιμήσουμε την επίδραση των πολιτικών και πολιτισμικών δρωμένων της εποχής στη διαμόρφωση τόσο της θεματολογίας που απασχόλησε τις ιστορικές έρευνες στα χρόνια που ακολούθησαν όσο και των μεθοδολογικών εργαλείων που αναπτύχθηκαν για να υπηρετηθούν τα ερευνητικά προτάγματα.
Συγκεκριμένα, η διερεύνηση του εθνικισμού, των διαδικασιών συγκρότησης των εθνικών ταυτοτήτων, η ανάδυση των ποικίλων και συχνά αντιφατικών ή συγκρουσιακών αφηγημάτων περί του έθνους και του περιεχομένου της έννοιας της εθνικότητας αποτέλεσαν πεδία αιχμής για την ιστορική έρευνα, και όχι μόνο. Γιατί παράλληλα και μέσα από τη διερεύνηση αυτών των ζητημάτων –και μάλιστα σε πλαίσιο που αφορούσε όχι μόνο την Ελλάδα αλλά ήταν συγκριτικό και κοσμοπολιτικό –εντάθηκε η διεπαφή μεταξύ ιστορικότροπης σκέψης και δημόσιου διαλόγου. Και η διεπαφή αυτή αφορούσε όχι μόνο τη συμμετοχή των ιστορικών στις πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις της περιόδου, αλλά και τη δυναμική επιστροφή του «παρελθόντος» στα ποικίλα πεδία της κουλτούρας, της πολιτισμικής παραγωγής και δημιουργίας.
Η περίοδος από το 1990 έως σήμερα χαρακτηρίστηκε από τεκτονικές μετατοπίσεις των μέσων και των χώρων πολιτισμικής παραγωγής που συναποτελούν το πεδίο των δημιουργικών βιομηχανιών και της δημιουργικής οικονομίας σήμερα. Η «Ιστορία», το «παρελθόν», η «κληρονομιά» αποτέλεσαν όχι απλά σημαντικά υλικά στη διαμόρφωση αυτού του νέου τοπίου παραγωγής και κατανάλωσης της κουλτούρας, αλλά κεντρικές οργανωτικές αρχές, κωδικοποιητικές οντότητες, της δημιουργικής οικονομίας των αρχών του 21ου αιώνα.
Γιατί όμως μας ενδιαφέρουν όλα αυτά όταν καλούμαστε σήμερα να απαντήσουμε με το ερώτημα «μετά τα συλλαλητήρια τι»; Γιατί σήμερα απαντούμε στο ερώτημα έχοντας στη διάθεσή μας αυτόν τον πλούτο των αναλυτικών εργαλείων που αναπτύχθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μετά. Σήμερα γνωρίζουμε ότι το σύνθημα η «Μακεδονία είναι ελληνική» μιλάει στις ψυχές εκατοντάδων χιλιάδων συμπολιτών μας και τους κινητοποιεί να συμμετάσχουν σε δημόσια δρώμενα όχι γιατί αναγκαστικά γνωρίζουν τα ιστορικά δεδομένα ή τις αναφορές της ρήσης (πέρα από το αυτονόητο). Οχι γιατί αναγκαστικά μοιράζονται ένα κοινό ή ένα επεξεργασμένο στις αποχρώσεις ή στις εσωτερικές διακρίσεις του ιδεολογικό πλαίσιο. Οχι γιατί αναγκαστικά έχουν κοινούς στόχους ή γιατί μοιράζονται μεταξύ τους ένα κοινό όραμα για το μέλλον αυτού του τόπου. Οχι γιατί τους κατέλαβε ταυτόχρονα ένας κοινός παροξυσμικός ακροδεξιός οίστρος, μια φασίζουσα εθνικιστική ίωση που θα κάνει τον κύκλο της και θα περάσει.
Σήμερα γνωρίζουμε –γιατί το έχουμε μάθει μέσα από τον ιστορικότροπο αναστοχασμό των προηγούμενων δεκαετιών –ότι όλα αυτά μπορεί να ισχύουν αλλά δεν είναι ούτε καθολικές ούτε αποκλειστικές ερμηνείες της σύγχρονης πραγματικότητας. Σήμερα γνωρίζουμε ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι μπορεί να κραυγάζουν το ίδιο σύνθημα αλλά να αισθάνονται και να εννοούν πολύ διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα. Τα σημασιολογικά φορτία της «Μακεδονίας» είναι διαφορετικά και δυναμικά εξελισσόμενα. Κάτι που εξάλλου εκφράστηκε και μέσα από τις ποικίλες επιλογές αυτών που ενδύονται και ενσώματα περιφέρουν στις πλατείες το έθνος: από πανοπλίες και έφιππους μακεδονομάχους έως τον Ροζ Πάνθηρα). Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι που ατενίζουν συγκινημένοι ένα εθνικό σύμβολο κλαίνε ή γελάνε ταυτόχρονα αλλά με πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους τρόπους, για πολύ διαφορετικούς λόγους και με πολύ διαφορετικές αναφορές.
Τις τελευταίες εβδομάδες έχουν δημοσιευθεί πολλές και εξαιρετικές αναλύσεις του ιδεολογικού πλαισίου των πρόσφατων κινητοποιήσεων. Η ηγεμόνευση των συλλαλητηρίων από ακροδεξιά και νεοφασιστικά ιδεολογικά σχήματα, αφηγήματα και εκφορές έχει καταδειχθεί σαφώς και είναι νομίζω αδιαμφισβήτητη. Οι πολιτισμικές διεργασίες που είτε έχουν προηγηθεί είτε ζυμώνονται σε παρόντα χρόνο και που καταλήγουν στην κινητοποίηση μεγάλου αριθμού συμπολιτών μας μέσα από αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο απομένει να διερευνηθούν. Πώς οι διαδικασίες παραγωγής ιστορικής κουλτούρας σήμερα συνεχίζουν να ενισχύουν την ανθεκτικότητα αυτών των μορφών έκφρασης της συλλογικότητας; Ποια είναι η σχέση της υποκειμενικότητας του συμμετέχοντος στα συλλαλητήρια συμπολίτη μας με τους μηχανισμούς, το περιεχόμενο και τις διαδικασίες πολιτισμικής δημιουργίας, παραγωγής και κατανάλωσης κατά την ύστερη μεταπολιτευτική περίοδο; Ποιοι και πώς παράγουν ιστορική κουλτούρα σήμερα; Πώς διατάσσονται οι δυνάμεις που φιλοδοξούν να ηγεμονεύσουν αυτόν τον χώρο σήμερα; Πώς τοποθετείται ο προοδευτικός πολιτικός χώρος στα ποικίλα πεδία παραγωγής και στις δημιουργικές βιομηχανίες που διαμορφώνουν δυναμικά την ιστορική κουλτούρα σήμερα;
«Μετά τα συλλαλητήρια τι;». Η πολιτική εκμετάλλευση και η επένδυση των πολιτικών κομμάτων και δυνάμεων στην κινητοποίηση μεγάλων αριθμών συμπολιτών μας γύρω από το «Μακεδονικό» είναι ήδη φανερή και εν πολλοίς αναπόφευκτη. Το συναίσθημα των ανθρώπων που κινητοποιούνται μπορεί ποικιλοτρόπως να διοχετευθεί, να απορροφηθεί και να μεταλλαχθεί σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο και να επηρεάσει τους πολιτικούς συσχετισμούς. Το πλεονέκτημα εδώ θα έχουν σίγουρα οι ακροδεξιοί, δεξιοί και λοιποί συντηρητικοί πολιτικοί σχηματισμοί και οι εκφραστές τους. Υπάρχει εδώ πρόκληση για τον προοδευτικό κόσμο; Υπάρχει, και είναι μεγάλη. Ο χώρος της παραγωγής ιστορικής κουλτούρας και της πολιτισμικής δημιουργίας είναι ιστορικά ένα προνομιακό πεδίο έκφρασης του προοδευτικού οραματισμού. Ο προοδευτικοί άνθρωποι και οι οραματιστές έχουν παιδευθεί στις δεξιότητες που απαιτούνται για τη διαρκή ανασημασιοδότηση εννοιών και όρων. Το πεδίο είναι προνομιακό, αρκεί να μην περιοριστούμε στην κριτική αλλά να τολμήσουμε τη συμμετοχή στον σχεδιασμό, στην παραγωγή και στη δημιουργία της ιστορικής κουλτούρας που θα διασφαλίζει την ανθεκτικότητα των ιδεών και των πολιτικών που θα επιδιώκουν ένα καλύτερο μέλλον για τους πολλούς στα χρόνια που θα ακολουθήσουν.
Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας, αντιπρύτανης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ