Παρακολουθώ πώς κουνά τα χέρια της καθώς περιγράφει το φαγητό που θυμάται να φτιάχνει ο πατέρας της στην Αμερική. Απαλές κινήσεις, σαν να το μαγειρεύει. Το ίδιο και όταν μου μιλά για τα ικαριώτικα ξεροτήγανα ή τις γαρίδες σαγανάκι. Με την Νταϊάν Κόχυλα, τη δημοφιλή ελληνοαμερικανίδα σεφ που έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την ελληνική διατροφή, συναντηθήκαμε σε ένα καφέ μια μέρα που έβρεχε ακατάπαυστα. Αφορμή για τη συζήτηση ήταν η νέα εκπομπή της «My Greek table», που από τον Οκτώβριο προβάλλεται στην αμερικανική κρατική τηλεόραση. Η κουβέντα μας πήγε σε πολλά μονοπάτια – τα ταξίδια της σε όλη την Ελλάδα για τις ανάγκες των γυρισμάτων, αλλά και τον πατέρα της που έφυγε μετανάστης για την Αμερική το ’38, έγινε μάγειρος σε ρυμουλκά και πολέμησε στη Μάχη της Νορμανδίας, την Καλαβρέζα – από πατέρα Ικαριώτη – μητέρα της, τη ζωή τους στη Νέα Υόρκη, εκείνη τη γενιά που θυσιάστηκε για να ζήσουν καλά τα παιδιά της, τη γνωριμία της ίδιας με τα πάτρια εδάφη, την Ικαρία, για πρώτη φορά το 1972. «Τότε δεν την ήξερε κανείς. Εχει κάτι μαγικό, μια βαθιά ομορφιά και ανθρωπιά, ένα αίσθημα ασφάλειας… Αισθάνθηκα τόση ψυχική ελευθερία, που δεν είχα νιώσει στην Αμερική. Το έχουν βιώσει και τα παιδιά μου. Να φεύγουν σε ηλικία 8 ετών και να λείπουν όλη τη μέρα χωρίς να αγχώνεσαι, χωρίς να ανησυχείς».

Οπως καταλαβαίνετε, και είναι απολύτως φυσικό, ένα επεισόδιο από τα 13 του πρώτου κύκλου του «My Greek table» έχει γυριστεί στην Ικαρία και έχει ως θέμα τον τρόπο ζωής των Ικαριωτών. Τα δύο επεισόδια από την Πελοπόννησο ασχολούνται με τις ελιές Καλαμών και το ελαιόλαδο, αυτό που γυρίστηκε στη Λέσβο έχει θέμα τη φιλοξενία και το ούζο («ήταν πολύ συγκινητική η συνέντευξη με ένα από τα τρία άτομα που προτάθηκαν για Νομπέλ Ειρήνης, το επεισόδιο ήταν ουσιαστικά αφιερωμένο στο φιλότιμο»). Με την ομάδα της βρέθηκαν στην Κρήτη για τα αρχαία δημητριακά στη σύγχρονη κουζίνα, στη Νάουσα για το ξινόμαυρο, στα Ζαγοροχώρια για τα ορεινά τυριά, στο Πήλιο για τα γλυκά του κουταλιού, στον Βόλο για τους μεζέδες, στη Σαντορίνη («βρήκαμε το τελευταίο αγρόκτημα στο νησί» παρατηρεί γελώντας) και στην Αθήνα. «Εδώ αντιπροσωπεύεται γαστρονομικά όλη η Ελλάδα. Υπάρχει μια αντίφαση που διαπιστώνει κανείς περπατώντας στους δρόμους. Βλέπεις, ας πούμε, το υπερσύγχρονο Electra Mitropolis και δίπλα το παλαιότατο εκκλησάκι. Αυτή η συνύπαρξη είναι κάτι το εξωτικό για έναν ξένο. Εμείς τη διαχειριστήκαμε πηγαίνοντας στο αγαπημένο μου σουβλατζίδικο, του Κώστα στην Πεντέλης, και στο Funky Gourmet, δύο τελείως διαφορετικά πράγματα που αντιπροσωπεύουν μια γκάμα».

Η δομή σε κάθε επεισόδιο είναι η ίδια. Γνωριμία με ανθρώπους, προϊόντα και τον τόπο, ενώ στο τέλος η κυρία Κόχυλα μαγειρεύει φαγητά με τις πρώτες ύλες της περιοχής.
«Ξεκινάμε με μια ανακάλυψη – και για μένα κάθε επεισόδιο περιέχει μια ανακάλυψη –, ένα ταξίδι. Είμαι περήφανη. Ηθελα εδώ και πολλά χρόνια να κάνω αυτό το πρότζεκτ, ποτέ όμως δεν ήταν το σωστό timing. Πριν από 2 -3 χρόνια αποφάσισα ότι τίποτα δεν θα με σταματούσε. Είχα ένα μότο στο μυαλό μου: never take no for an answer (το όχι δεν είναι ποτέ απάντηση). Χρειάστηκαν περίπου 2 χρόνια για να βρεθούν τα χρήματα».

Πώς επιλέγονται τα θέματα; «Για την πρώτη σεζόν διαλέξαμε πράγματα οικεία στον μέσο Αμερικανό. Δεν μπορείς να ξεκινήσεις με τη μαστίχα ή την ποντιακή κουζίνα όταν απευθύνεσαι σε ένα κοινό που δεν ξέρει καλά-καλά πού είναι η Ελλάδα. Πρέπει να το κερδίσεις, να νιώθει οικειότητα και σιγά-σιγά να του γνωρίσεις κάτι που δεν ξέρει».

Συμφωνούμε για το πόσο είναι σημαντική αυτή η προσπάθεια για την εικόνα της Ελλάδας, αλλά και τον τουρισμό. «Είναι μια πολύ θετική βιτρίνα. Εχει μια σφαιρική προσέγγιση – συνδυάζεις ένν τόπο με τα φαγητά, τις παραδόσεις, την κουλτούρα του. Είμαστε στον αέρα 4 εβδομάδες και ήδη παίρνω μηνύματα από αμερικανούς τηλεθεατές – είδα το επεισόδιο για τον Βόλο, λένε, και θέλω να πάω εκεί, ΟΚ απαντώ, αυτό θέλω κι εγώ…».

Σε μια παλιά της συνέντευξη είχε χαρακτηρίσει το φαγητό «κοινωνικό όχημα». Της το θυμίζω. «Μα είναι» απαντά. «Στην Ελλάδα αυτό έχει τις ρίζες του στα συμπόσια. Γύρω από το τραπέζι κυλά η ζωή μας. Το τραπέζι είναι εκεί που τσακώνεσαι, που λύνεις προβλήματα, που ζητάς το χέρι της κοπέλας σου, είναι η ζωή σου. Στο σπίτι τρώγαμε μαζί κάθε μέρα και είναι κάτι που έχω εφαρμόσει και εδώ. Με τα παιδιά μου (την 24χρονη κόρη της και τον 16χρονο γιο της) σχεδόν κάθε βράδυ ή τουλάχιστον μία φορά την ημέρα τρώμε μαζί».

Συζητάμε για τη σχέση του Ελληνα με το φαγητό. «Παρά την κρίση, δεν σταμάτησε ποτέ να βγαίνει έξω. Δεν θέλει πολύ, ένα σουβλάκι… Και είναι πολύ γενναιόδωρος με το φαγητό. Αυτό είναι κάτι που δεν το συναντάς σε άλλες κουλτούρες. Στην Αμερική, για παράδειγμα, σε καλούν σε γεύμα για 6 άτομα και βγάζουν 6 ψωμάκια, 6 πατατούλες, 6 φύλλα μαρουλιού. Μπορεί η Ελληνίδα να μην σου δώσει ποτέ τη συνταγή της, αλλά με μεγάλη χαρά θα σε ταΐσει το καλύτερο φαγητό της σε ποσότητες. Τη συνταγή της, όμως, δεν θα σου την αποκαλύψει ποτέ» λέει γελώντας. Της ζητώ διευκρινίσεις. «Εχω γυρίσει όλη την Ελλάδα. Ολες, μα όλες οι πίτες, είτε είναι μια μερίδα είτε ένα τεράστιο ταψί, χρειάζονται… ένα κιλό αλεύρι ή σου δίνουν μια συνταγή από την οποία λείπουν βασικά υλικά. Γιατί η συνταγή ήταν πηγή εξουσίας για μια άλλη γενιά γυναικών».

Τη ρωτώ μια πρώτη γεύση που θυμάται από το πατρικό της. «Μιλάμε για τη δεκαετία του ’60. Από τη μια υπήρχε μια τάση να αμερικανοποιηθούμε εμείς τα παιδιά, αλλά ταυτόχρονα προσπαθούσαμε να κρατήσουμε την ελληνικότητά μας με όσα μπορούσε να μας δώσει ο πατέρας μου. Τρώγαμε φακές, χόρτα που μάζευε ο ίδιος από τον δρόμο. Παράλληλα έπρεπε κάθε μέρα – και αυτό είναι σύνδρομο του πολέμου –να φάμε κρέας. Ενα από τα εδέσματα που ετοίμαζε συχνά ο πατέρας μου ήταν μια τούρτα με κονσερβοποιημένο ανανά. Εβαζε τον ανανά από κάτω με βούτυρο και ζάχαρη, τον χυλό της τούρτας από πάνω και όταν ψηνόταν τη γύριζε ανάποδα. Υπήρχε η τάση να δοκιμάσουμε πράγματα που, αν τα σκεφτείς τώρα, ήταν φρικτά, όλα αυτά τα φαγητά που ήταν πλαστικά και ήταν της μόδας εκείνη την εποχή».
Αν ήταν φαγητό η Αμερική, τι θα ήταν; Απαντά αμέσως και χωρίς δισταγμό: «Α really good hamburger. Ήένα πάρα πολύ καλό στέικ».

Η Ικαρία; Εδώ δυσκολεύεται. «Μόνο ένα; Πιταράκια με σπιτικό φύλλο. Είναι εκπληκτικά, τα φτιάχνεις όλες τις εποχές, ανάλογα με το τι έχεις στον κήπο ή τι άγρια χόρτα υπάρχουν. Θα μπορούσε, όμως, να ήταν και φρεσκότατοι κεφαλάδες στο τηγάνι».
Και η Ελλάδα; «Μια ζεστή από τον ήλιο ντομάτα, ζουμερή και crunchy, θαλασσινό αλάτι, ελαιόλαδο και ψωμί με προζύμι. Αυτό είναι για μένα όλη η ουσία».