Η βασική στρατηγική αδυναμία του Ν. 4469/17 για την «εξωδικαστική ρύθμιση των οφειλών» εστιάζεται στη μηχανιστική μεταφορά μιας διαδικασίας που αφορά «ομαλές» συνθήκες. Από εκεί πηγάζουν μια σειρά από επιμέρους αδυναμίες. Η διαδικασία έχει πλήθος θετικών καινοτόμων στοιχείων και προφανώς αυτοί που τη σχεδίασαν είχαν τις καλύτερες προθέσεις. Δεν αξιολόγησαν όμως σωστά, ότι στην περίπτωσή μας οι συνθήκες δεν είναι ομαλές. Είναι έκτακτες και απαιτούν ειδικές λύσεις.
Με βάση τον νόμο, για να γίνει ρύθμιση πρέπει να εξασφαλίζεται καταρχήν η βιωσιμότητα της επιχείρησης και επιπλέον τα ποσά που θα αποδοθούν στους δανειστές να είναι μεγαλύτερα από εκείνα που θα εισέπρατταν αν έβγαζαν σήμερα την επιχείρηση στο σφυρί. Αν εξασφαλίζονται αυτές οι προϋποθέσεις, οι υπερβάλλουσες οφειλές μπορούν καταρχήν να «κουρευτούν».
Σε ομαλές συνθήκες, μια τέτοια προσέγγιση είναι κατά βάση σωστή. Η επιχείρηση συνεχίζει να λειτουργεί, με όλα τα θετικά που αυτό συνεπάγεται, και οι δανειστές παίρνουν κάτι παραπάνω από αυτά που θα έπαιρναν αν την έκλειναν βίαια. Θα «γράψουν» ζημιές, αλλά θα είναι μικρότερες από εκείνες που θα έγραφαν αν την έκλειναν. Οι ζημιές, επειδή σε ομαλές συνθήκες αυτές οι περιπτώσεις είναι πολύ λίγες, θα απορροφηθούν από τα κέρδη που αποφέρουν οι συναλλαγές με τους ενήμερους οφειλέτες. Στις σημερινές έκτακτες συνθήκες όμως οι περιπτώσεις δεν είναι λίγες. Αφορούν ποσοστό της τάξης του 40% των επιχειρηματικών δανείων.
Η βιωσιμότητα αξιολογείται και τεκμηριώνεται με βάση εκτιμήσεις για τα μελλοντικά μεγέθη της επιχείρησης. Οι εκτιμήσεις μπορεί να ποικίλουν και όλες να έχουν «εύλογη» τεκμηρίωση. Υπάρχει στην πράξη επομένως ένα φάσμα δυνατοτήτων βιώσιμης εξέλιξης. Αν η εκτίμηση είναι «συντηρητική», κάτι που εύλογα θα επιδιώκει ο οφειλέτης, τότε το «κούρεμα» που απαιτείται μπορεί να είναι πολύ μεγάλο.
Οι τράπεζες έχουν υπολογίσει «προβλέψεις», δηλαδή ζημιές, για τα «κόκκινα» δάνεια. Υπολογίζονται με βάση τις εξασφαλίσεις που έχουν λάβει, αλλά και τις μελλοντικές αποδόσεις της επιχείρησης, με την προϋπόθεση ότι αυτή θα συνεχίσει να λειτουργεί. Οι προβλέψεις αυτές ελέγχονται επανειλημμένα με τα stress tests και κατά τεκμήριο είναι σωστές. Αν γίνει σε μαζικό επίπεδο ένα κούρεμα πολύ μεγαλύτερο από αυτές τις προβλέψεις, κάτι που νομοτελειακά θα γίνει αν εφαρμοστεί κατά γράμμα ο Ν. 4469/17, τότε μαθηματικά οι τράπεζες θα πρέπει να «γράψουν» πρόσθετες σημαντικές ζημίες. Οδηγούμαστε επομένως σε Bail In, που κανείς δεν θέλει, γιατί θα ήταν καταστροφικό για όλους.
Η αρχική θεωρητική εκτίμηση για αυτόν τον κίνδυνο και τις συνέπειές του επιβεβαιώνονται στην πράξη. Δεν θα γίνει Bail In, αλλά δεν θα λειτουργήσει στην πράξη ο νόμος και επομένως δεν θα ρυθμιστούν τα «κόκκινα» δάνεια. Το ότι ψηφίζονται νόμοι στη χώρα μας, δεν σημαίνει ότι εφαρμόζονται κατά γράμμα. Στην πράξη η διαδικασία της εξωδικαστικής ρύθμισης καρκινοβατεί και μπορεί να οδηγηθούμε τελικά στο ίδιο καταστροφικό αποτέλεσμα, όχι γιατί εφαρμόσαμε έναν λάθος σχεδιασμένο νόμο, αλλά γιατί δεν τον εφαρμόσαμε.
Η αξιωματική αντιπολίτευση έχει προτείνει μια προσέγγιση που πιστεύω ότι μπορεί να συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος. Αλλωστε ένα τέτοιο ζήτημα αφορά τη χώρα συνολικά. Δεν περιορίζεται σε κόμματα, τράπεζες ή οφειλέτες. Η προσέγγιση προβλέπει ότι για όσους οφειλέτες συμφωνήσουν πως το «κούρεμα» δεν θα υπερβαίνει τις «προβλέψεις» που θα έχουν κάνει οι τράπεζες, θα υπάρξει αντίστοιχο κούρεμα για όλες τις άλλες οφειλές τους. Προφανώς θα πρέπει να διατηρείται η προϋπόθεση της τεκμηρίωσης της βιωσιμότητας της επιχείρησης και η προϋπόθεση ότι η ικανοποίηση των δανειστών υπερβαίνει το καθαρό ποσό ρευστοποίησης της επιχείρησης και των στοιχείων που έχουν δεσμεύσει οι συνοφειλέτες.
Μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να αποτελέσει έναν ολοκληρωμένο νέο νόμο που να περιλαμβάνει φυσικά την ορθή αντιμετώπιση και όλων των άλλων πλευρών του Ν. 4469/17 που εμφανίζουν αδυναμίες, αλλά θα μπορούσε και να ενσωματωθεί στο σημερινό νομικό πλαίσιο. Θα πρέπει να περιλαμβάνει υψηλότατου επιπέδου αυτοματισμούς, που θα περιορίζουν την ολοκλήρωση μιας αναδιάρθρωσης δανεισμού, για τους οφειλέτες που θα συμφωνήσουν, στον έναν μήνα. Είναι εφικτό αν υπάρχει θέληση και σωστός σχεδιασμός.
Η προσέγγιση χωρίζει τους οφειλέτες σε τρεις βασικές κατηγορίες.
—
Σε αυτούς που μόνο με την επιμήκυνση των πληρωμών, ένα πιθανό Balloon, ένα «κούρεμα» των δανείων ίσο με τις προβλέψεις των τραπεζών και ένα κούρεμα των άλλων υποχρεώσεων ίσο με τον μέσο όρο των προβλέψεων των τραπεζών, τεκμηριώνεται ότι είναι βιώσιμοι.
—
Σε αυτούς που για να είναι βιώσιμοι απαιτείται μεγαλύτερο κούρεμα από τις προβλέψεις που έχουν κάνει οι τράπεζες.
—
Σε αυτούς που το κούρεμα θα πρέπει να είναι μικρότερο από τις προβλέψεις των τραπεζών, επειδή οι συνοφειλέτες με προσωπικές εγγυήσεις έχουν μεγάλη περιουσία, που οι τράπεζες κατά τη δημιουργία των προβλέψεων δεν έλαβαν υπόψη. Η πρώτη κατηγορία θα αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία. Οι διαδικασίες θα είναι αυτοματοποιημένες και ταχύτατες. Δεν θα υπάρχει κανένας κίνδυνος, πραγματικός ή φανταστικός, για τα στελέχη των τραπεζών και του Δημοσίου. Θα έχει ουδέτερη επίδραση στους ισολογισμούς των τραπεζών. Η δεύτερη κατηγορία θα απαιτεί περισσότερο χρόνο ολοκλήρωσης, θα παρέχει εναλλακτικές λύσεις, θα επιβαρύνει τους ισολογισμούς των τραπεζών, αλλά το πιθανό είναι ότι η επιβάρυνση θα είναι χειρίσιμη.
Η τρίτη κατηγορία, που δεν πρέπει να υποτιμηθεί σε ό,τι αφορά τα ποσά που θα προκύψουν, θα λειτουργήσει θετικά για τους ισολογισμούς των τραπεζών, ενώ η διαδικασία θα είναι το ίδιο σύντομη με την πρώτη κατηγορία.
Θεωρώ πως αυτή είναι μια πρακτική και προσαρμοσμένη στις συνθήκες λύση. Είναι καλύτερη για τις τράπεζες, τους οφειλέτες, το Δημόσιο, τους λοιπούς πιστωτές και την εθνική οικονομία, από τις λύσεις της πώλησης ή της διαχείρισης των δανείων από τρίτους. Πώληση ή διαχείριση μπορεί να υπάρξει μόνο για κάποια δάνεια της δεύτερης κατηγορίας ή για οφειλέτες που θα αδιαφορήσουν για την ένταξή τους στον μηχανισμό.
Ο δρ Δημήτρης Ντζανάτος είναι ορκωτός ελεγκτής, πρόεδρος της Grant Thornton Greece.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ