Το θεωρούμενο ως «ευαγγέλιο» του Καζαντζάκη πρωτοδημοσιεύεται το καλοκαίρι του 1927 στο σοσιαλιστικών κατευθύνσεων περιοδικό Αναγέννηση με τον τίτλο Salvatores Dei συνοδευόμενο από τη λέξη «Ασκητική» ως υπότιτλο. Στη δεύτερη, εκ νέου επεξεργασμένη, έκδοσή του (1945) οι όροι θα αντιστραφούν, με τον υπότιτλο να παίρνει τη θέση του σημερινού του τίτλου. Περιγραφόμενο στην εισαγωγική σημείωση του συγγραφέα του ως «η πρώτη κραυγή του μετακομμουνιστικού «ΠΙΣΤΕΥΩ», το έργο, στη μορφή του του 1927, συνάπτεται όψιμα ως κορύφωση και ολοκλήρωσή τους με μια σειρά προγενέστερων κειμένων του Καζαντζάκη στην Αναγέννηση, τα οποία εντάσσονταν στη μεγάλη ιδεολογική συζήτηση που διεξήχθη στις σελίδες της (φθινόπωρο 1926 – χειμώνας 1927) για τη σχέση των κοινωνικών με τους φυσικούς νόμους.
Εχοντας συγχρόνως κυκλοφορήσει και αυτοτελώς (ανατυπωμένο από το περιοδικό) σε περίπου 300 αντίτυπα, το έργο φαίνεται να αποσπάται από το αρχικό πλαίσιο αναφοράς του, με αποτέλεσμα την ανάδειξη της λογοτεχνικότητάς του. Σύμφωνα με την κριτική της εποχής, ο Καζαντζάκης, «παρασυρμένος από υπερβολικά λυρική διάθεση» (Φώτος Πολίτης), συνθέτει ένα «μακρόπνοο φιλοσοφικό ποίημα» (Κλέων Παράσχος), «καθαρά λυρικό» (Βασίλης Ρώτας), «ένα τραγούδι θαυμαστά αρχιτεχτονημένο» (Παντελής Πρεβελάκης), όπου ο Θεός επιλέγεται ως καθοδηγητής του προνομιακού ήρωα «για να ταιριάζει καλύτερα με το λογοτεχνικό ύφος» (Θ.Ν. Τσαβέας). Η Ασκητική φαινόταν έτσι να κερδίζει μια «ξεχωριστή θέση στη σύγχρονη λογοτεχνία» (Παράσχος), είτε ως «μικρό λογοτεχνικό αριστούργημα» (Νεοελληνικά Γράμματα Ηρακλείου) είτε ως «ένα έργο ψεύτικο κι αντιδραστικό» (Κώστας Βάρναλης).
Είναι, ωστόσο, ένα ποίημα εκείνο που αποτελεί την οξύτερη στιγμή της κριτικής υποδοχής της Ασκητικής. Αναφέρομαι στην «Αισιοδοξία» (γρ. Απρίλιος-Μάιος 1928) του Καρυωτάκη, που αναδεικνύει τον ποιητή ως τον πλέον ευαίσθητο και προσεκτικό αναγνώστη αυτού του έργου. Γιατί η «Αισιοδοξία» δεν θα είχε γραφτεί στη μορφή που γνωρίζουμε αν ο Καρυωτάκης δεν είχε διαβάσει το Salvatores Dei –η δημοσίευση του οποίου αποτέλεσε λογοτεχνικό γεγονός –και αν οι κριτικές για το εν λόγω έργο του Καζαντζάκη, κυρίως σε ό,τι αφορά το ζήτημα της ειλικρίνειας του δημιουργού του, δεν διασταυρώνονταν (και δεν μπορούσαν να διαβαστούν ως αντιπαρατιθέμενες) με εκείνες (κυρίως των Ρώτα και Παράσχου) για την καρυωτακική συλλογή Ελεγεία και σάτιρες, που είχε στο μεταξύ (Δεκέμβριος 1927) κυκλοφορήσει.
Διαβάζοντας την Ασκητική είναι φανερό ότι ο Καρυωτάκης είδε σε αυτήν ολόκληρο το, αποκρυσταλλωμένο πλέον, «καρυωτακικό» βιωματικό υλικό, εντεταγμένο ωστόσο σε ένα μυστικιστικό κήρυγμα ανάτασης. Η άβυσσος, η σιγή, το χάος, το κενό είναι εκεί, όχι όμως ως δηλωτικά καθήλωσης και απιστίας. Γιατί το μεγαλύτερο τμήμα του έργου («Η Πορεία», «Το Οραμα», «Η Πράξη») οργανώνεται γύρω από την ανάπτυξη της εικόνας (στις ποικίλες, κατά βαθμούς ανάβασης, παραλλαγές της) ενός ήρωα που, κινούμενος από μια εσωτερική Κραυγή, αγωνίζεται, στο άνυσμα μιας ανοδικής μυητικής πορείας, να μετουσιώσει την ύλη σε πνεύμα για να λυτρώσει εαυτόν και, κυρίως, να σώσει τον Θεό. Η «Αισιοδοξία» κινούμενη, χάρη στην οργάνωσή της σε υποθετικούς λόγους του μη πραγματικού («Ας υποθέσουμε πως…»), σε δύο επίπεδα, το φαντασιακό-ευφορικό και το πραγματικό-τραυματικό, αντιπαραθέτει μιαν (ιδεολογικά) αντεστραμμένη εκδοχή της ανυψωτικής πορείας του καζαντζακικού ήρωα.
Η κυρίως ανάπτυξη της καρυωτακικής εκδοχής αυτού του ήρωα πραγματοποιείται στην τρίτη στροφή της «Αισιοδοξίας», οργανωμένη γύρω από τη φράση της «σωτήρες του Σωτήρος». Η επιλογή της φράσης αυτής, καθώς αποτελεί το κομβικό μήνυμα της Ασκητικής, εμβληματικά κωδικοποιημένο στον τίτλο του 1927 (Salvatores Dei =Σωτήρες του Θεού), δείχνει πόσο πλέον έχει αντιστραφεί το αρχικό της περιεχόμενο (Καζαντζάκης: «Οχι ο Θεός θα μας σώση˙ εμείς θα σώσομε το Θεό»). Γιατί αν οι έφιπποι πολεμιστές του Καρυωτάκη «κινούν» για να αναδειχθούν «ήρωες σταυροφόροι», όπως ακριβώς συμβαίνει στην Ασκητική («Κινήσαμε σταυροφόροι να λευτερώσομε […] το θαμμένο Θεό»), δεν ανέρχονται στην «ανώτατη κορφή» της μύησης όπως ο ήρωας του Καζαντζάκη.
Αυτή η «ανώτατη κορφή» ονομάζεται στον Καζαντζάκη «Σιγή» –που εδώ δεν σημαίνει «την ακρότατη απελπισία, την εκμηδένιση» –και συνδέεται αναπόδραστα με την Αβυσσο, με την οποία έχει πια συμφιλιωθεί ο καζαντζακικός ήρωας. Η άβυσσος είχε απασχολήσει τον Καζαντζάκη ήδη από την εισαγωγή της Ασκητικής («Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο»). Το ίδιο ισχύει και για την «Αισιοδοξία»: η επανάληψη του πρώτου στίχου της («Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει») στον πρώτο στίχο της τελευταίας στροφής της υποβάλλει την ανάπτυξη μιας αιτιώδους σχέσης ανάμεσα «στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου» (στ. 2) και στην κατάληξη του ποιήματος (στα «όρια της σιγής»). Η «Αισιοδοξία», επομένως, επαναλαμβάνει εν σμικρύνσει το δομικό σχήμα της Ασκητικής, αντιστρέφοντας το περιεχόμενό του. Γιατί η σιγή του Καρυωτάκη, ύστατη συνέπεια της στάσης του απέναντι στην ποίηση, δεν είναι λυτρωτική· είναι απελπισμένη.
Η «Αισιοδοξία» αποτελεί ένα ποίημα αντιπαράθεσης με την κοσμοθεωρία και την ποίηση της Ασκητικής. Συνθέτοντάς τη με υλικά αντλημένα από το συγκεκριμένο κείμενο του Καζαντζάκη με σκοπό να το σχολιάσει ειρωνικά, ο Καρυωτάκης επιχειρεί να δείξει την ανεδαφικότητα του καζαντζακικού οράματος, προβάλλοντας ως μόνη ρεαλιστική τη δική του αντίληψη της ζωής και της τέχνης.
Η κυρία Μάρα Ψάλτη είναι φιλόλογος, υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ