Queer: παράξενος, αλλόκοτος, ανορθόδοξος. Αρχικά υβριστική και εμπαικτική, η λέξη απόκτησε άλλο νόημα, μετά την αναπλαισίωσή της από το τρίτο φεμινιστικό κύμα ή τον μετά το δεύτερο κύμα φεμινισμό, στη δεκαετία του 1990.

Σε αντίθεση με το φεμινισμό της δεκαετίας του 1960, το τρίτο κύμα απαξίωσε εν γένει τις στερεοτυπικές σεξουαλικές ταυτότητες, ακόμη και τις αποκλίνουσες, εφόσον και αυτές συγκροτούνται με βάση την κανονικότητα (αυτή είναι η έννοια του queer) προωθώντας ταυτόχρονα μια εκτεταμένη αποδόμηση του (φιλοσοφικού, πολιτικού, κοινωνικού, έμφυλου) υποκειμένου, τουλάχιστον όπως αυτό συγκροτήθηκε στη δυτική μεταφυσική ως (καρτεσιανό) cogito: ως υποκείμενο ταυτοτικό (Εγώ σκέφτομαι άρα εγώ υπάρχω), διαφανές προς εαυτό, δηλ. ως συνείδηση, κυρίως δε ως υποκείμενο «θεϊκό», στο οποίο αναφέρεται και από το οποίο διαμορφώνεται ο κόσμος (η φύση και την ιστορία, τα πράγματα και οι – άλλοι – άνθρωποι).

Τοποθετήθηκε έτσι (ο νεότερος φεμινισμός) σε μια μακρά παράδοση αποκαθήλωσης του (ουσιοκρατικού) υποκειμένου, άρα και ολόκληρου του συστήματος του (αστικού) ανθρωπισμού, που θεμελιώθηκε πάνω του. Μια παράδοση που ξεκινά, θα έλεγε κανείς, από το Είναι και Χρόνος (1927) του Χάιντεγκερ (είναι-μέσα-στον-κόσμο), την ψυχανάλυση (αδιαφανές για τον εαυτό ασυνείδητο) και τον μαρξισμό (το είναι υπο-κείμενο ιδεολογίας) και φτάνει στον δομισμό (το νόημα ως το συμβατικό αποτέλεσμα σχέσεων μεταξύ των σημείων ενός – γλωσσικού ή μη – συστήματος) και τον μεταδομισμό, από τον οποίο και εμπνέεται το φεμινιστικό τρίτο κύμα, καθώς προάγει στη θέση του υποκειμένου την έννοια της υποκειμενοποίησης.

Αντλώντας από το έργο μεταδομιστών όπως ο Φουκώ, ο Ντεριντά και ο Λακάν, οι συγγραφείς του φεμινισμού επιδίδονται αφενός στην «αποφυσικοποίηση» της έμφυλης ταυτότητας, αφετέρου στην ανάδειξη όλη των ιστορικών, πολιτικών και πολιτισμικών διεργασιών υποκειμενοποίησης μέσω των οποίων αυτή παράγεται.

Σύμφωνα με τον Φουκώ, τα υποκείμενα, οριζόμενα ως υπο-κείμενα εξουσίας, όχι απλώς ελέγχονται από αυτήν αλλά προκύπτουν ως αποτέλεσμα των «λόγων αληθείας» (συνθηκών δυνατότητας των αποφάνσεων), τους οποίους εκφέρουν οι διάφορες πειθαρχικές (μη δικαιϊκές – παραδοσιακές – ταυτισμένες με το κεντρικό κράτος) μορφές της: δεν θα υπήρχε ο τρελός αν δεν υπήρχαν οι δομές εγκλεισμού του 17ου αι. (αν και υπήρχαν ανέκαθεν οι συμπεριφορές που έκτοτε ομαδοποιήθηκαν και διαμόρφωσαν τον συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου), δεν θα υπήρχε ο ομοφυλόφιλος (όπως δεν υπήρχε, σύμφωνα με την Ιστορία της Σεξουαλικότητας, στην Αρχαία Ελλάδα…) αν δεν τον κατονόμαζε η ιατρική του 19ου αιώνα κοκ.

Αυτή η διά του λόγου (της εξουσίας) μορφή υποκειμενοποίησης, μαζί με τη (νιτσεϊκού τύπου) γενεαλογική μέθοδο των παλαιότερων (προ του 1970) έργων του Φουκώ, ενέπνευσε την Judith Butler να περιολογήσει τη σχέση μεταξύ βιολογικού – κοινωνικού φύλου – σεξουαλικότητας, στη γραμμή του φαινομενολογικού κονστρουκτιβισμού της Σιμόν ντε Μποβουάρ (το φύλο ως κοινωνική κατασκευή υπό τον τύπο Εγώ/άνθρωπος/άντρας – Άλλος/αντικείμενο/γυναίκα), όπως επίσης, ενσωματώνοντας και τις γλωσσικές θεωρίες, να εισηγηθεί την περίφημη επιτελεστικότητα (performativity): η γλώσσα δεν περιγράφει μόνον την πραγματικότητα αλλά και την ονοματίζει, και ονοματίζοντάς την, χρίζοντάς την, την παράγει («Σας ονομάζω συζύγους, βαπτίζεται ο δούλος του Θεού τάδε» κλπ.). Το φύλο, σύμφωνα με τη Butler, συγκροτείται ως αποτέλεσμα μιας σειράς λεκτικών επιτελέσεων και (επαναλαμβανόμενων) πράξεων και συμπεριφορών, παραστασιακών επιτελέσεων: performativity όπως performance. Το φύλο δεν είναι κάτι που είμαστε, λέει η ίδια, αλλά κάτι που κάνουμε (που επιτελούμε).

Παράλληλα, από τη θεωρία του Ντεριντά για την περίφημη «διαφωρά» (με ωμέγα), την υπερχείλιση δηλ. του νοήματος από γλωσσικό σημαίνον σε γλωσσικό σημαίνον (όπως σε ένα Λεξικό), χωρίς δυνατότητα ιζηματοποίησης, και την εσαεί αναβαλλόμενη αλλά μη επερχόμενη οριστική σημασία των λέξεων, το κίνημα θα αντλήσει την έννοια της ρευστότητας των (έμφυλων) ταυτοτήτων, όπως επίσης και την (τυπικά ντεριντιανή) αντίθεση στην (τυπικά σωσσυριανή) γλωσσολογική οντολογία των αντιθετικών διπόλων πλατωνικής μορφής, των οποίων το ένα σκέλος αξιοδοτείται θετικά και προηγείται του άλλου, που αξιοδοτείται αρνητικά και έπεται του πρώτου: π.χ. ψυχή – σώμα, πνεύμα – ύλη, αλήθεια – φαινόμενο, αρσενικό – θηλυκό, πολιτισμός – φύση, άντρας – γυναίκα, λευκός – έγχρωμος κλπ.

Τέλος, από την ψυχανάλυση επιβεβαιώνεται ξανά ότι το φύλο όχι μόνο δεν ορίζεται ουσιοκρατικά – ταυτοτικά, αλλά αποτελεί πάντα διακύβευμα, μία από τις δυνάμει πολλές κατευθύνσεις που μπορεί να πάρει σε κάποιον το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, εύθραυστο αποτέλεσμα μιας διαδικασίας υποκειμενοποίησης, η οποία εξάλλου, σύμφωνα με τον Λακάν, λαμβάνει χώρα στη σφαίρα του συμβολικού.

Εάν όμως το φύλο δεν είναι φυσικό τότε είναι πολιτικό. Αλλά πώς μπορεί να γίνει πολιτική χωρίς πολιτικά (εγωιστικά ή κοινωνιστικά) υποκείμενα και χωρίς κανονισμένες (έμφυλες) ταυτότητες; Πώς μπορεί το υποκείμενο να δράσει κοινωνικά όταν το ίδιο δεν είναι η προϋπόθεση αλλά το αποτέλεσμα κοινωνικών δράσεων; Προφανώς εδώ ανοίγει ο δρόμος για σύγχρονες μορφές πολιτικής, που ίσως μας οδηγούν μακριά απ’ ό, τι μέχρι τώρα γνωρίζαμε, καθώς το μη κανονιστικό μπορεί να διαβαστεί και ανάποδα: ως διαρκής δυνατότητα αντίστασης σε κάθε διαδικασία νορμοποίησης και ως μια αλυσίδα επιτελέσεων μέσα στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, πέρα από κάθε αιτιοκρατικό ή τελεολογικό προσχεδιασμό. Πόσο μάλλον όταν αυτό θα το συνόδευε και η μετατόπιση, για όλα τα ζητήματα, από την ανδρική στη γυναικεία σκοπιά!

Μένει να κατανοήσουμε το αν το πρόσφατο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τις ταυτότητες όσων αλλάζουν φύλο υπακούει σε παρόμοιες φιλοσοφικές προκείμενες, προκείμενες μιας «νέας πολιτικής», ή αποτελεί μια απλώς παράξενη, αλλόκοτη, ανορθόδοξη (queer) επιλογή. Πάντως, σε ανύποπτο χρόνο – και σε συγκεκριμένο χώρο, σε συγκέντρωση της νεολαίας του κόμματος – ο πρωθυπουργός, κατά την τρέχουσα σεζόν, υποσχόταν «διάχυση της οπτικής του φύλου σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής».