Το αποτέλεσμα των σημερινών γερμανικών εκλογών θα επηρεάσει αποφασιστικά τις αποφάσεις που θα ληφθούν από τα μέλη της ΕΕ για την αντιμετώπιση των οξύτατων προβλημάτων που έχουν συσσωρευθεί τα τελευταία χρόνια.
Στον τομέα της οικονομίας, πολλά απ’ αυτά συνδέονται με την ατελή αρχιτεκτονική του ευρώ. Η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος τις πιο ανεπτυγμένες χώρες τις ωφέλησε σημαντικά. Κάποιες από τις ασθενέστερες όμως τις οδήγησε σε πρωτοφανή ύφεση και οξύτατη κοινωνική κρίση, λόγω των πολιτικών λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης που υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν. Για την επιβίωση του κοινού νομίσματος χρειάζεται περισσότερη ενοποίηση. Ητοι:
1. Ολοκληρωση της τραπεζικής ένωσης.
2. Ιδρυση ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου
3. Δημιουργία ενός ευρωπαϊκού «Υπουργείου των Οικονομικών».
Ετσι μόνο θα καταστούν εφικτές αφενός η σταδιακή μερική αμοιβαιοποίηση του χρέους και η λελογισμένη έκδοση ευρωομολόγων για να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη, με παράλληλη τήρηση της αναγκαίας δημοσιονομικής πειθαρχίας που απαιτούν οι αγορές, αφετέρου οι ουσιαστικές μεταβιβάσεις πόρων στις οικονομικά ασθενέστερες περιοχές και κοινωνικές ομάδες ώστε να καταστούν πολιτικά εφικτές οι όποιες διαρθρωτικές παρεμβάσεις είναι αναγκαίες για να ανακτήσει και να διατηρήσει η Ευρώπη τη διεθνή της ανταγωνιστικότητα.
Οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν μόνο κερδισμένους. Υπάρχουν και οι χαμένοι που πρέπει να υποστηριχθούν. Πρέπει λοιπόν η νομισματική ένωση να εξελιχθεί σε πλήρη οικονομική ένωση. Για να υπάρχει όμως η αναγκαία δημοκρατική νομιμοποίηση, όλο αυτό το εγχείρημα πρέπει να συμβαδίσει με κάποια μορφή πολιτικής ένωσης, με θεσμούς υπερεθνικούς και όργανα λογοδοσίας δημοκρατικά εκλεγμένα.
Μόνο έτσι θα καλυφθεί το έλλειμμα εμπιστοσύνης για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς που έχει οδηγήσει πολλούς ευρωπαίους πολίτες στην ψευδαίσθηση ότι η «επανεθνικοποίηση» κάποιων πολιτικών θα είναι αποτελεσματικότερη. Κάτι τέτοιο όμως είναι τελείως αναληθές.
Λόγω της παγκοσμιοποίησης, όλα τα μείζονα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών (οικονομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά, ενεργειακά, δημόσιας υγείας, μετανάστευσης, οργανωμένου εγκλήματος, τρομοκρατίας κ.λπ.) απαιτούν συλλογικές λύσεις. Καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν είναι σε θέση να τα αντιμετωπίσει μόνη της. Η λύση λοιπόν δεν είναι λιγότερη Ευρώπη. Αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε είναι περισσότερη και αποτελεσματικότερη Ευρώπη.
Μια ουσιαστική Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, κατά πάσα πιθανότητα δύο ταχυτήτων, με σκληρό πυρήνα τα μέλη της ευρωζώνης.
Αυτό δεν είναι μια ουτοπική επιδίωξη. Είναι αδήριτη αναγκαιότητα. Είναι η μόνη προοδευτική και βιώσιμη λύση. Μόνο έτσι μπορεί να λειτουργήσει ξανά μια κοινωνική οικονομία της αγοράς, που θα παντρεύει την ανάπτυξη με την κοινωνική δικαιοσύνη και συνοχή.
Αλλιώς οι δυνάμεις του λαϊκισμού, της εσωστρέφειας, της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας θα μας καταπιούν σταδιακά όλους. Η δε ΕΕ αργά η γρήγορα θα διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη, με ανυπολόγιστο κόστος για τα μέλη της. Αυτό για την Ελλάδα ισχύει κατά μείζονα λόγο, μια που είναι εκτεθειμένη και σε άλλου είδους κινδύνους γεωστρατηγικού χαρακτήρα, που οφείλονται σε ιδιαιτερότητες όπως η γεωγραφική της θέση, η μεγάλη αστάθεια που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή και τα συγκεκριμένα προβλήματα εθνικής ασφάλειας που αντιμετωπίζει. Αρα η προοπτική μιας μελλοντικής πολιτικής ένωσης που συνεπάγεται τη σταδιακή υιοθέτηση μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής εθνικής άμυνας και άσφάλειας, όπως επίσης μια κοινή πολιτική φύλαξης των συνόρων και η ισότιμη συμμετοχή μας σε αυτήν πρέπει να αποτελεί ύψιστη εθνική προτεραιότητα.
Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι δεδομένο. Λόγω των προβλημάτων που βιώνει η ελληνική οικονομία και κοινωνία την τελευταία οκταετία και της μεγάλης αρνητικής δημοσιότητας που έλαβαν και εξακολουθούν να λαμβάνουν ακόμα και σήμερα στα διεθνή ΜΜΕ, αρκετοί ευρωπαίοι πολίτες θεωρούν την Ελλάδα προβληματική χώρα, που πιθανά θα λειτουργήσει ως βαρίδι στην παραπέρα κοινή πορεία των χωρών τους αν συμμετέχουμε και εμείς.
Αρα το θέμα της παραμονής της πατρίδας μας στον σκληρό πυρήνα της ευρωζώνης δεν αφορά απλά την επιλογή ενός νομίσματος. Εχει ουσιαστικά υπαρξιακό χαρακτήρα. Μετά τον σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης η συζήτηση για τη νέα αρχιτεκτονική της ΕΕ θα αποκτήσει μεγάλη δυναμική. Ο γάλλος πρόεδρος εξέθεσε πρόσφατα από την Πνύκα το δικό του όραμα.
Πριν από λίγες ημέρες το ίδιο έκανε και ο πρόεδρος της Επιτροπής μιλώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η Ελλάδα είναι δυστυχώς απούσα από τέτοιες συζητήσεις. Ακόμα και από αυτές που αφορούν την άμεση γειτονιά μας.
Πρέπει λοιπόν με τη λήξη των μνημονίων να εφαρμόσουμε ένα Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης με στόχο την ανάκτηση της κανονικότητας και της αξιοπιστίας μας. Αυτή η επιδίωξη που προϋποθέτει μιαν ανταγωνιστική, εξωστρεφή και δυναμική οικονομία και σύγχρονους θεσμούς πρέπει να αποτελέσει τη νέα Μεγάλη Ιδέα για τον 21ο αιώνα. Για να συμβούν τα παραπάνω απαιτούνται μαζική συστράτευση όλων των πραγματικά φιλοευρωπαϊκών προοδευτικών και μεταρρυθμιστικών πολιτικών δυνάμεων και η όσο το δυνατόν ευρύτερη επιρροή τους στη διαμόρφωση των κυβερνητικών επιλογών της μεταμνημονιακής περιόδου.
Ο κ. Γιάννης Παπανικολάου είναι οικονομολόγος, τ. οικονομικός σύμβουλος και διευθυντής του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, αντιπρόεδρος της επιτροπής διαλόγου του Ποταμιού.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ