Για να καταλάβουμε καλύτερα τον βασικό στόχο του νόμου 4469/17 για τον «εξωδικαστικό συμβιβασμό», θα πρέπει να στραφούμε σε αυτό που μας ταλανίζει επτά χρόνια τώρα.
Ως χώρα υπερδανειστήκαμε, ξοδέψαμε πάνω από ό,τι έπρεπε και φτάσαμε το 2010 σε αδιέξοδο. Μια επιλογή θα ήταν να πτωχεύσουμε. Η δυστυχία τότε για τους πολίτες, και ειδικά τους πιο αδύναμους, θα ήταν τρομακτική. Η άλλη να προσπαθήσουμε να «νοικοκυρευτούμε», υπό την «αιγίδα» των δανειστών μας. Είναι οδυνηρό, αλλά είναι το μη χειρότερο, και αυτό επιλέξαμε. Αυτά από τη δική μας σκοπιά. Από τη σκοπιά των πιστωτών, αν πτωχεύαμε θα έχαναν πολλά, γιατί μας δάνεισαν πολλά. Με τα μνημόνια πάλι θα χάσουν, αλλά θα χάσουν λιγότερα.
Η πτώχευση, όπως έχει αποδειχθεί από δεκάδες τραυματικές εμπειρίες στην επιχειρηματική ζωή δεν είναι λύση. Αυτό όλοι το γνωρίζουν.
Αν μια επιχείρηση πτώχευε και κάλυπτε μόνο το 10% των χρεών της και τώρα με τον νόμο ρυθμιστούν τα χρέη της και πληρώσει τελικά το 50%, κερδίζουν οι πιστωτές, κερδίζει και ο επιχειρηματίας. Βέβαια, μέχρι να εξοφλήσει, είναι «δούλος» και δουλεύει για τους πιστωτές, αλλά φαίνεται καλύτερη επιλογή από τον «ξαφνικό θάνατο». Είναι όπως συμβαίνει και με τη χώρα. Φαίνεται να κερδίζουν και οι δύο, χάνοντας και οι δύο. Επρεπε να είχε γίνει νωρίτερα, γιατί χωρίς να λυθεί αυτό το πρόβλημα δεν μπορούμε να ανακάμψουμε. Δεν έγινε από δικές μας ανεπάρκειες και ίσως από μια επιδίωξη η «φυσική επιλογή» να οδηγήσει στον θάνατο τους πιο αδύναμους και να ισχυροποιήσει τους ανθεκτικούς. Αν όμως αποτύχει το εγχείρημα τώρα, οι συνέπειες μπορεί να είναι καταστροφικές.
Ο νόμος έχει εξαιρετικά καινοτόμα στοιχεία, προσπάθεια αντιγραφής από άλλες πιο προηγμένες χώρες. Είναι «εξωδικαστική» διαδικασία, αφορά το σύνολο των υποχρεώσεων, περιλαμβανομένων εκείνων προς το Δημόσιο και τα Ταμεία, διενεργείται μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, είναι εξαιρετικά «διαφανής», ορίζονται τακτές προθεσμίες για κάθε βήμα, η πρόταση αναδιάρθρωσης διατυπώνεται από τον οφειλέτη, το ελάχιστο ποσό που μπορεί να προταθεί για καταβολή είναι εκείνο που θα έπαιρναν οι πιστωτές αν γινόταν «αναγκαστική εκτέλεση» και οι προτάσεις που θα τεθούν σε ψηφοφορία πρέπει να είναι αποδεκτές από τον οφειλέτη. Ολα αυτά είναι καινοτόμα και σημαντικά.
Παράλληλα ο νόμος έχει κενά, λάθη και τεχνικές αδυναμίες. Ολα αυτά είναι αντιμετωπίσιμα αν υπάρχει μια ομάδα με ισχυρή εξουσία λήψης αποφάσεων, που θέλει να εφαρμοστεί ο νόμος. Αν δεν υπάρξει, τίθεται σε κίνδυνο η εφαρμογή του. Από τη δική μου έρευνα εντόπισα περίπου 50 τέτοια ζητήματα. Αν μελετηθεί από ειδικούς νομικούς, θα εντοπιστούν και άλλα, ενώ με την εφαρμογή θα ανακύπτουν νέα προβλήματα. Η άποψή μου παραμένει πως όλες οι εντοπισμένες αδυναμίες είναι κατ’ αρχήν αντιμετωπίσιμες, αν υπάρχει ισχυρό κέντρο στήριξης του νόμου.
Σε μια χώρα που λέγονται παχιά λόγια και σπάνια υποστηρίζεται ο αδύναμος, αυτός ο νόμος στηρίζει τον αδύναμο, αν θεωρήσουμε πως αδύναμος είναι ο «οφειλέτης». Τον στηρίζει μάλιστα σε υπερβολικό βαθμό, αφήνοντας περιθώρια για καταστρατηγήσεις και επιβράβευση των μη συνεπών και των «πονηρών» σε βάρος των συνεπών. Βέβαια μένει να δούμε να λειτουργεί ο νόμος. Οπως είναι διατυπωμένος όμως, με βάση τον πυλώνα πως η σύγκριση γίνεται με το «ελάχιστο ανακτήσιμο ποσό» που θα προέκυπτε από αναγκαστική εκτέλεση, με την υποβολή της πρότασης από τον ίδιο και την υπαγωγή σε ψηφοφορία προτάσεων που θα πρέπει να έχει αποδεχθεί αυτός, φαίνεται ότι οι τράπεζες και το Δημόσιο είναι «παγιδευμένοι». Δεν θα μπορούν να καταψηφίσουν προτάσεις αν δίνουν σημαντικά περισσότερα από το «ελάχιστο ποσό», γιατί θα ζημιώσουν τον φορέα που εκπροσωπούν αποδειγμένα και θα έχουν ατομικές ευθύνες.
Οι πιθανότητες το σύστημα να «κρασάρει» είναι πολύ μεγάλες. Ο βασικός κίνδυνος πηγάζει από το πλήθος των υποθέσεων, που, σε συνδυασμό με την ανυπαρξία δοκιμασμένων υποδομών και εμπειρίας, το πιθανό είναι πως θα κάνουν αδύνατη τη διαχείριση αυτού του όγκου από τους συντονιστές, το Δημόσιο και τις τράπεζες, στους προβλεπόμενους χρόνους. Ο δεύτερος κίνδυνος, για τον οποίο υπάρχουν εμφανή σημάδια, είναι ο συνήθης, που σχετίζεται με τη γραφειοκρατία που μπλοκάρει κάθε προσπάθεια προόδου. Το κράτος ως πιστωτής και δυνάστης είναι πιθανό να υπερισχύσει τους κράτους ως ισορροπιστή συμφερόντων και σχεδιαστή των μακροπρόθεσμων προοπτικών της χώρας. Ο τρίτος κίνδυνος πηγάζει από το πλήθος των επί μέρους αδυναμιών. Δεν θα ήταν σημαντικός αν υπήρχε ένα ενιαίο κέντρο με ισχυρή εξουσία, που θα εντόπιζε τα κενά και θα έκανε τις διορθώσεις. Κάτι τέτοιο είναι ζητούμενο, και ιστορικά σε αυτή τη χώρα ξέρουμε πως φιλότιμες προσπάθειες απέτυχαν επειδή ακριβώς μετά την ψήφιση ενός νόμου δεν υπάρχει ένα κέντρο ισχύος να τον υλοποιήσει.
Η βασική αρχιτεκτονική του νόμου φαίνεται πως είναι σωστή και καινοτόμα, υπηρετώντας τον στόχο εξυγίανσης των επιχειρήσεων και του πιστωτικού συστήματος. Αν μελετηθεί όμως σε βάθος, γεννά ερωτήματα. Εχουν διατυπωθεί πάνω από 20 τέτοια ερωτήματα, που αφορούν δυνατότητες βελτίωσης της αρχιτεκτονικής του νόμου. Φυσικά στην πράξη, αν υλοποιηθεί όπως έχει ψηφιστεί, τα ερωτήματα θα μείνουν ερωτήματα. Αν όμως από τα πράγματα επιβληθεί η επανεξέτασή του, θα μπορούσαν να αποδειχθούν χρήσιμα.
Αυτά για τα οποία πρωτίστως οφείλουμε όλοι να πάρουμε θέση και να επιλύσουμε είναι το πρόβλημα του «ηθικού κινδύνου» που τίθεται από τις τράπεζες, δηλαδή στον περιορισμό της δυνατότητας καταστρατήγησης του νόμου από ασυνεπείς ή παρανομούντες οφειλέτες, και το «καυτό» ζήτημα της εμπλοκής της Δικαιοσύνης. Δεν μπορεί να βγει τελείως από το παιχνίδι, εφόσον υπάρχει «κράτος δικαίου» με όλες τις αδυναμίες του.
Η γνώμη μου είναι πως δεν έχουμε περιθώριο να αποτύχουμε στο ζήτημα της μαζικής εξυγίανσης των επιχειρήσεων. Ξέρω ότι υπάρχουν πολλοί σοβαροί άνθρωποι που δουλεύουν για την επιτυχία αυτού του έργου. Εύχομαι από καρδιάς να πετύχουν, για το καλό της χώρας.





Ο δρ Δημήτρης Ντζανάτος είναι ορκωτός ελεγκτής, πρόεδρος της Grant Thornton Ελλάδος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ