Πριν από λίγες μέρες η Ελλάδα κινδύνευσε να οδηγηθεί σε ρήξη με τους διεθνείς εταίρους και δανειστές με αφορμή την παροχή εκτάκτου βοηθήματος σε έναν μεγάλο αριθμό συνταξιούχων με χαμηλές και μεσαίου ύψους συντάξεις. Οι συνταξιούχοι πράγματι έχουν πληγεί σοβαρά από τη διαδικασία της δημοσιονομικής προσαρμογής. Το ίδιο έχει συμβεί και με πολλές, αν όχι όλες, τις άλλες ομάδες του πληθυσμού. Ακόμη περισσότερο έχει πληγεί η νεότερη γενιά, οι άνθρωποι που ήταν ηλικιακά και επαγγελματικά έτοιμοι να μπουν στην αγορά εργασίας από το 2009 και ύστερα, όταν η πρόσβασή τους στην απασχόληση συρρικνώθηκε δραματικά. Ετσι, την ώρα που η Ελλάδα δέχεται ισχυρή πίεση από κύματα προσφύγων και οικονομικών μεταναστών, η ίδια υφίσταται αφαίμαξη από τους ικανότερους, τους πιο δημιουργικούς, τους πιο προσοντούχους νέους της. Ο πολιτογραφημένος αγγλικός όρος είναι brain drain, πνευματική αποστράγγιση. Για την Ελλάδα σήμερα ισοδυναμεί με εθνική αποστράγγιση, με απώλεια της ικμάδας ενός μικρού αριθμητικά λαού και με σοβαρό κίνδυνο για τη συλλογική προοπτική μας.
Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση της ΤτΕ, η Ελλάδα ζει από το 2010 και μετά το τρίτο μεγάλο μεταναστευτικό κύμα ύστερα από τη μαζική μετανάστευση στις αρχές του αιώνα, από το 1903 έως το 1917, και τη μεταπολεμική μεταναστευτική ροή στη δεκαετία του ’60. Συνολικά, 427.000 άτομα από τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό έχουν εγκαταλείψει τη χώρα την τελευταία επταετία, σύμφωνα με την έκθεση (Σ. Λαζαρέτου, Οικονομικό Δελτίο ΤτΕ, τ. 43).
Η μεγάλη διαφορά είναι ότι ενώ στις παλαιότερες φάσεις έφευγαν προπάντων ανειδίκευτοι εργάτες, σήμερα αναζητεί καλύτερη τύχη η αφρόκρεμα των νέων γενεών από πλευράς εκπαίδευσης. Η ελληνική οικογένεια τις τελευταίες δεκαετίες επένδυσε στην εκπαίδευση των παιδιών της. Το ίδιο και η ελληνική πολιτεία. Η φυγή τους στο εξωτερικό έχει βαριά οικονομική επίπτωση, γιατί, αφενός, μηδενίζει την τεράστια σχετική επένδυση και, αφετέρου, χαμηλώνει το δυνητικό επίπεδο παραγωγής της οικονομίας. Για μια χώρα η οποία, ταυτόχρονα, βιώνει δημογραφική κρίση δεν υπάρχει ηπιότερος όρος από την «εθνική απειλή».
Το επίπεδο γεννητικότητας που απαιτείται απλώς για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός είναι (στις ανεπτυγμένες χώρες) 2,1 παιδιά ανά γυναίκα. Στην Ελλάδα, ο αντίστοιχος ρυθμός από το 2009 και μετά, σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, κυμαίνεται από 1,1 έως 1,3. Με αυτό το δεδομένο, η μαζική απώλεια νέων για να εργαστούν στο εξωτερικό –και πιθανότατα να μείνουν εκεί για να δημιουργήσουν τις οικογένειές τους –αποκτά μια νέα διάσταση.
Η διατήρηση αυτής της δυναμικής οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αστοχία κάθε πρόβλεψης για το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος. Ηδη σήμερα η Ελλάδα διαθέτει για συντάξεις το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ στην Ευρώπη. Χωρίς αλλαγή των παραπάνω δεδομένων, η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος θα συνεπάγεται δραματικές ανατροπές. Οι νέοι θα είναι πολύ λίγοι για να αιμοδοτήσουν με τους φόρους τους το ασφαλιστικό σύστημα, όσο περιοριστικό κι αν γίνει.
Πρέπει λοιπόν να γίνει κάτι, και να γίνει τώρα, γιατί κάθε μέρα μεγαλώνει έναν ήδη βαρύ αντίκτυπο. Επείγει η ανάσχεση του μεταναστευτικού ρεύματος των νέων και, σε δεύτερο χρόνο, η αντιστροφή του με την επάνοδο ενός σημαντικού αριθμού από εκείνους που έχουν φύγει, και μάλιστα το συντομότερο δυνατόν, γιατί η επαγγελματική σταθεροποίησή τους δυσχεραίνει την παλιννόστηση. Οι νέοι όμως δεν θα μείνουν στην Ελλάδα μόνο από αγάπη για την πατρίδα και τις οικογένειές τους. Χρειάζονται προοπτική.
Αναζητούν, και εύλογα, τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν τα προσόντα τους.
Οι αναζητήσεις των νέων υπάρχει και τρόπος και ανάγκη να καταστούν χωρίς κωλυσιεργία βασικά προτάγματα της οικονομικής πολιτικής. Αυτό συνεπάγεται ριζικό και σταθερό αναπροσανατολισμό του μείγματος της οικονομικής πολιτικής σε αναπτυξιακή κατεύθυνση. Οι θυσίες για την ανάπτυξη είναι θυσίες που δεν πηγαίνουν χαμένες. Εχουν πολλαπλασιαστικά ευεργετικό αντίκτυπο.
Υπ’ αριθμόν 1 προτεραιότητα μιας τέτοιας οικονομικής πολιτικής αποτελεί η δημιουργία θέσεων εργασίας, ιδιαίτερα για τους νέους. Στην πράξη, η αναγνώριση της προτεραιότητας της απασχόλησης των νέων σημαίνει μια σειρά από κινήσεις, ρυθμίσεις και πρωτοβουλίες που ενθαρρύνουν τις επενδύσεις και μπορούν να περιλάβουν: ουσιαστικές φορολογικές ελαφρύνσεις για επιχειρήσεις που δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, ισχυρότερα κίνητρα για ποιοτικές θέσεις εργασίας που απευθύνονται σε υψηλής επιστημονικής κατάρτισης προσωπικό, επένδυση στην επέκταση ή τη δημιουργία δημόσιων αλλά και ιδιωτικών ερευνητικών μονάδων και κέντρων που θα ανοίξουν την προοπτική επιστροφής ελλήνων επιστημόνων, μείωση των γραφειοκρατικών εμποδίων για την υλοποίηση μεσαίων ή μεγάλων επενδύσεων κατεξοχήν εφόσον δημιουργούν θέσεις απασχόλησης ειδικά για νέους, αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων (και είναι αρκετοί) για τη στήριξη των επιχειρήσεων που επενδύουν σε νεανικό ανθρώπινο δυναμικό.
Με αναγνώριση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας και χωρίς αναστολές πρέπει, επίσης, να ξαναδούμε πώς η συνταγματική επιταγή για αποκλειστικά δημόσια πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν θα παρεμποδίζει την υλοποίηση σημαντικών πρωτοβουλιών που αναπτύσσονται είτε αυτοδύναμα στα ΑΕΙ είτε σε συνεργασία με μεγάλα πανεπιστήμια των ΗΠΑ και της Ευρώπης για ίδρυση παραρτημάτων ή ερευνητικών κέντρων στη χώρα μας.
Η στοχευμένη πολιτική πλεονεκτεί σε αποτελεσματικότητα έναντι των καθολικών δράσεων. Η αναπτυξιακή της δυναμική μπορεί να εκπλήξει πιο σύντομα από ό,τι γενικά πιστεύεται. Μόνο μέσα από την ισχυρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, μπορεί να στηριχθεί μια βιώσιμη κοινωνική πολιτική. Και, σε τελική ανάλυση, οι προηγούμενες γενιές έχουμε ήδη τοποθετήσει στους ώμους των νέων το βάρος της αποπληρωμής ενός σημαντικού μέρους του χρέους που συσσωρεύθηκε στα δικά μας χρόνια. Η παροχή ευκαιριών σε όλους και προπάντων σε εκείνους με τα περισσότερα προσόντα για να δημιουργήσουν επαγγελματικά στη χώρα τους είναι η μεγαλύτερη προσφορά σε όσους θα είναι απόμαχοι της εργασίας τις επόμενες δεκαετίες και ο μόνος τρόπος για μπορέσουν οι σημερινοί νέοι να σηκώσουν τις ήδη ανειλημμένες υποχρεώσεις. Πιο πολύ ακόμη είναι μια ηθική υποχρέωση που έχουμε απέναντι στα παιδιά μας.
Ο κ. Φωκίων Καραβίας είναι διευθύνων σύμβουλος της Eurobank.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ