Με αφορμή την προσφάτως δημοσιευθείσα Πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας των ηλεκτρονικών επικοινωνιών προς ενίσχυση των επενδύσεων και της ανταγωνιστικότητας, αλλά και τις Προτάσεις της ΕΕΤΤ με αφορμή την ανάπτυξη τεχνολογίας VDSL Vectoring από τον κυρίαρχο πάροχο στο δίκτυο χαλκού, έχει ενδιαφέρον να σταθούμε σε κάποιες παραμέτρους του διαλόγου που εκτυλίσσεται παράλληλα στη χώρα μας αναφορικά με τις προοπτικές της εγκατάστασης τηλεπικοινωνιακών υποδομών και δικτύων νέας γενιάς.
Το υψηλό κόστος κεφαλαίου που απαιτείται για την εγκατάσταση «future proof» δικτύων οπτικών ινών και η μακρά διάρκεια ζωής της οπτικής ίνας σηματοδοτούν ότι οι σημερινές τεχνολογικές επιλογές θα καθορίσουν τις ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών, για τους παρόχους περιεχομένου, για τους τελικούς χρήστες και γενικά για όλη την ευρωπαϊκή αγορά των ηλεκτρονικών επικοινωνιών για πάρα πολλά έτη στο μέλλον. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τονίζει ότι αν η αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατευθυνθεί σήμερα, πριν από το έτος 2020, προς επενδύσεις σε τελικές τεχνολογίες οπτικών ινών, αναμένεται ανάπτυξη 1,45% και αύξηση των θέσεων εργασίας 0,18% το 2025. Με την Πρότασή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δείχνει να κινείται με ταχύτητα, μεθοδικότητα, διαφάνεια και αποφασιστικότητα προς την υλοποίηση των δεσμεύσεών της σε σχέση με την ψηφιακή οικονομία.
Μέσα σε αυτό το διαμορφούμενο νέο πλαίσιο η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει μια πολύ ιδιαίτερη κατάσταση, καθώς στη χώρα μας διαπιστώνεται παντελής απουσία ανταγωνισμού στις υποδομές, ενώ κατατασσόμαστε μόλις στην προτελευταία θέση στον βαθμό διείσδυσης της γρήγορης ευρυζωνικής πρόσβασης (άνω των 30 Mbps) μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ.
Η ανάπτυξη σύγχρονων δικτύων υπερ-υψηλής χωρητικότητας (Very High Capacity networks) που επιτρέπουν ταχύτητες άνω των 100 Mbps αναγνωρίζεται στην Πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως εξαιρετικά επείγουσα υπόθεση καθ’ ότι αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας. Αυτή είναι μια εξέλιξη προς τη σωστή κατεύθυνση για τη μελλοντική ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας και με ιδιαίτερη σπουδαιότητα για την Ελλάδα, δεδομένου ότι στη χώρα μας η συζήτηση για τα δίκτυα νέας γενιάς δυστυχώς αναλώνεται πλέον στη δημιουργία κινήτρων για την αναβάθμιση του υφιστάμενου δικτύου χαλκού. Παλαιότερα σχέδια της ελληνικής Πολιτείας για την ανάπτυξη ενός νέου «future proof» παθητικού δικτύου ανοικτής πρόσβασης, με αρχιτεκτονική Fiber To The Home (Οπτική Ινα στο Σπίτι), ατόνησαν εν μέσω ραγδαίων εξελίξεων που άλλαξαν άρδην το οικονομικό τοπίο στη χώρα μας. Οταν πια τον Μάιο του 2015 ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής ΕπιτροπήςΖαν-Κλοντ Γιούνκερέθετε ως προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τη δημιουργία μιας ενιαίας ψηφιακής αγοράς βασιζόμενης σε τηλεπικοινωνιακά δίκτυα ικανά να θωρακίσουν την ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στη χειμαζόμενη από την οικονομική κρίση Ελλάδα, ο κυρίαρχος πάροχος ήδη προωθούσε την ιδέα της αναβάθμισης του υφιστάμενου δικτύου χαλκού μέσω τεχνολογίας ασύμβατης με τη φυσική χονδρική πρόσβαση, το VDSL Vectoring. Η τεχνολογία αυτή χαρακτηρίζεται «μονοπωλιακή» καθώς υποχρεώνει τους παρόχους που λειτουργούν μέσω χονδρικής πρόσβασης να υιοθετήσουν εμπορικά μοντέλα μεταπώλησης των χονδρικών υπηρεσιών του κυρίαρχου παρόχου στερώντας τους τη δυνατότητα διαφοροποίησης των λιανικών υπηρεσιών τους, δυνατότητα που απολαμβάνουν σήμερα με το σύστημα της αδεσμοποίησης του τοπικού βρόχου.
Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της ελληνικής αγοράς δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, η ανάπτυξη ενός σύγχρονου «future proof» εναλλακτικού δικτύου ανοικτής πρόσβασης παραμένει μονόδρομος, εφόσον επιθυμούμε ως χώρα να διασφαλίσουμε προοπτικές ανάπτυξης ανταγωνιστικών ψηφιακών υπηρεσιών στα αμέσως επόμενα χρόνια. Η λειτουργία καθετοποιημένου μονοπωλίου στο δίκτυο πρόσβασης χαλκού, η απουσία εναλλακτικού δικτύου σταθερής πρόσβασης και η υστέρηση σε δίκτυα πρόσβασης νέας γενιάς δεν είναι ασύνδετα με τις χρόνιες στρεβλώσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική αγορά των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Αναποτελεσματικότητες στην εφαρμογή των κανόνων του ρυθμιστικού πλαισίου υπέσκαψαν επί σειρά ετών τα περιθώρια κερδοφορίας των παρόχων που ελάμβαναν υπηρεσίες χονδρικής πρόσβασης από τον κυρίαρχο πάροχο και βασικό ανταγωνιστή τους. Αδιαφανείς πρακτικές στη χρέωση υπηρεσιών χονδρικής πρόσβασης αλλά και πρακτικές διακριτικής μεταχείρισης του λιανικού άκρου του κυρίαρχου παρόχου δεν αντιμετωπίστηκαν έγκαιρα και αποτελεσματικά, με αρνητικές συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα των εναλλακτικών παρόχων σταθερής τηλεφωνίας και πρόσβασης στο διαδίκτυο. Παράλληλα, η ολιγωρία στη χάραξη και συνεπή στήριξη μιας εθνικής πολιτικής ενίσχυσης του ανταγωνισμού στις υποδομές (οι παλινωδίες στη ρυθμιστική πολιτική, η απουσία εθνικού οδικού χάρτη για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες κ.τ.λ.) συνέβαλαν στην επενδυτική αβεβαιότητα ανακόπτοντας την ανοδική πορεία της αγοράς των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, η οποία στα χρόνια που ακολούθησαν την απελευθέρωση του τοπικού βρόχου είχε προσελκύσει τεράστια επενδυτικά κεφάλαια κάνοντας άλματα στην κάλυψη του ψηφιακού χάσματος.
Σήμερα το αναμορφούμενο ρυθμιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης προσφέρει στην Ελλάδα μια –τελευταία ίσως –ευκαιρία να επιτύχει ταυτόχρονα τόσο τον πολυπόθητο στόχο της εξασφάλισης προβλέψιμου, υγιούς ανταγωνιστικού περιβάλλοντος όσο και την προσέλκυση επενδύσεων για τη δημιουργία ενός δεύτερου δικτύου πρόσβασης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει ως προτεραιότητα την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών στους τελικούς χρήστες (upload speed, reliability, uninterrupted access), ενώ αξιολογεί την έλλειψη ανταγωνισμού σε τηλεπικοινωνιακές υποδομές πρόσβασης ως την υπ’ αριθμόν 1 αιτία για τη μη ανάπτυξη «future proof» δικτύων νέας γενιάς σε μια χώρα. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να γίνει αντιληπτή η κρισιμότητα των τωρινών περιστάσεων και επιλογών για το δημόσιο συμφέρον. Η βεβιασμένη προώθηση τεχνολογιών που βασίζονται στο υφιστάμενο δίκτυο χαλκού και έχουν περιορισμένο χρονικό ορίζοντα (vectoring/G.fast κ.τ.λ.) προτού καθοριστούν τα συνολικά πλάνα ανάπτυξης δικτύων νέας γενιάς, χωρίς επαρκείς εγγυήσεις για τον ανταγωνισμό, θα μειώσει τις επιλογές των ελλήνων καταναλωτών. Οπως υπογράμμισε πρόσφατα και το Σώμα των Ευρωπαίων Ρυθμιστών, η ρυθμιστική πολιτική ασκεί σημαντική επίδραση στο επενδυτικό περιβάλλον και στις προοπτικές ανάπτυξης δικτύων νέας γενιάς σε μια χώρα. Αστοχίες στη ρύθμιση ή στην εφαρμογή της μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τις προοπτικές επενδύσεων σε δίκτυα νέας γενιάς και κατά συνέπεια τις προσφερόμενες υπηρεσίες στους καταναλωτές.
Το επικροτούμενο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «wholesale only model» λειτουργίας του παρόχου που κατασκευάζει, συντηρεί και διαχειρίζεται το δίκτυο πρόσβασης είναι πρόσφορος τρόπος για την προσέλκυση «υπομονετικού» κεφαλαίου («patient» capital) αλλά και για να διασφαλιστεί η ανοιχτή πρόσβαση και ο ισότιμος ανταγωνισμός των παρόχων υπηρεσιών λιανικής. Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάπτυξη τέτοιων μοντέλων χονδρικής πρόσβασης έχει ιδιαίτερους λόγους να εφαρμοστεί στην Ελλάδα όπου ο ανταγωνισμός στις υποδομές είναι ανύπαρκτος. Οι αποτυχίες στον επαρκή έλεγχο και στην έγκαιρη αποκατάσταση στρεβλώσεων στον ανταγωνισμό κατά το παρελθόν δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας σε ένα ακόμη πιο σύνθετο περιβάλλον, με περισσότερους του ενός καθετοποιημένους χονδρικούς παρόχους.
Η προσέλκυση νέων επενδύσεων είναι στόχος εθνικής σημασίας. Χρειάζεται κεντρικός προγραμματισμός μιας κρίσιμης για την Ελληνική Πολιτεία επένδυσης, ενώ σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να προκαταλάβουμε την αγορά με βεβιασμένες ρυθμιστικές επιλογές που θα δημιουργήσουν τεχνητά εμπόδια και φραγμούς στον ζητούμενο επενδυτικό ανταγωνισμό (investment race). Υπάρχει η ανάγκη αλλά και η ευκαιρία να προωθήσουμε λύσεις που θα ενθαρρύνουν την ανάπτυξη καινοτόμων ψηφιακών υπηρεσιών έχοντας διασφαλίσει με δομικά μέτρα την ισότιμη και διαφανή χονδρική πρόσβαση όλων των παρόχων υπηρεσιών σε κάθε στοιχείο του δικτύου χονδρικής πρόσβασης.
Οπως εύστοχα υπογράμμισε ο αρμόδιος επίτροπος για την Ψηφιακή Οικονομία και Κοινωνία Γκίντερ Ετινγκερ, συμπληρώνοντας τις ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Μάιο του 2015, «οι οικονομίες και οι κοινωνίες μας περνούν στην ψηφιακή εποχή, ενώ η μελλοντική ευημερία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το πόσο καλά διαχειριζόμαστε αυτή τη μετάβαση».
Ο κ. Τάσος Σφυρόερας είναι νομικός σύμβουλος, διευθυντής Εταιρικών, Νομικών και Ρυθμιστικών Θεμάτων της Forthnet.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ