«Εζησα με αξιοπρέπεια. Με αξιοπρέπεια επέλεξα να πεθάνω» έγραψε στο τελευταίο του σημείωμα ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Αλέξανδρος Βέλλιος, ο οποίος έδωσε την ύστατη μάχη στο να νομιμοποιηθεί η ευθανασία, το «δικαίωμα στον θάνατο», σε ασθενείς ανίατων νοσημάτων που είναι στο τελικό στάδιο. Αφησε πάνω του να πέσουν τα φώτα για να προβάλει το δίλημμα: αξιοπρέπεια ή καρτέρηση με μια χαραμάδα ελπίδας. Θα αποσυρθεί από τη δημόσια αντιπαράθεση σε λίγες ημέρες αλλά θα συντροφεύει όσους παλεύουν μέρα-νύχτα με τους δαίμονες της λύτρωσης από ένα οδυνηρό επικείμενο τέλος.
Το ζουν καθημερινά οι ασθενείς και το υγειονομικό προσωπικό των ογκολογικών νοσοκομείων. «Μου έχουν κάνει εμμέσως κουβέντα στο στυλ «δεν μπορώ να βασανίζομαι άλλο, πρέπει να βρω μια λύση». Εκείνο που με έχει συγκλονίσει είναι η αυτοκτονία ασθενούς μου ο οποίος είχε κάνει αρκετές επεμβάσεις λόγω σαρκώματος στον τράχηλο και θα είχε ένα επώδυνο τέλος. Είχε αφήσει ένα σημείωμα στο οποίο έγραφε: «Δεν θέλω να ταλαιπωρούμαι άλλο». Η πράξη του δεν με άφησε ασυγκίνητο και ένιωσα μεγάλο σεβασμό» λέει στο «Βήμα» ο ογκολόγος κ. Ευάγγελος Φιλόπουλος, πρόεδρος της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας.
Οπως επισημαίνει, «στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά σπάνιο να ζητήσει ασθενής να τερματιστεί νωρίτερα η ζωή του. Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο». Η Αντικαρκινική Εταιρεία αντιτίθεται στην εφαρμογή της ευθανασίας διότι, όπως εξηγεί ο κ. Φιλόπουλος, «δεν μπορούν να τεθούν εύκολα τα όρια για τον περιορισμό της σε αυστηρά επιλεγμένες περιπτώσεις. Θα εθιστεί στην αντίληψη του πρόωρου οικειοθελούς τέλους ο κόσμος και εύκολα μπορούν να διευρυνθούν αυτές οι ενδείξεις».
Αλλωστε, η αποστολή των γιατρών είναι να θεραπεύουν και να απαλύνουν τον πόνο, όχι να αφαιρούν ζωή. Επισημαίνεται παράλληλα ότι η επιθυμία οποιουδήποτε να τερματίσει τη ζωή του είναι σεβαστή, οπότε γιατί να συμμετάσχουν γιατροί ή συγγενείς. Επίσης η πρακτική της ευθανασίας αποτελεί εμπόδιο στην καθολική ανάπτυξη των υπηρεσιών παρηγορικής φροντίδας. «Από την άλλη», όπως τονίζει, «εκφράζουμε τον προβληματισμό μας στην ανώφελη ταλαιπωρία των ασθενών με νέα θεραπευτικά σχήματα που συνήθως ταλαιπωρούν την πλειοψηφία και προσφέρουν μικρές παρατάσεις ζωής σε λίγους ασθενείς».
Είναι παράλληλα και επικίνδυνο εργαλείο για ασυνείδητους και πάσης φύσεως εγκληματικά κυκλώματα: φτάνει ένας «γιατρός» να αποσυνδέσει τα καλώδια ή να κάνει τη θανατηφόρο ένεση εκμεταλλευόμενος την «αυθεντία» της θέσεώς του. Ελλοχεύει επίσης ο κίνδυνος να διολισθήσει η ευθανασία στο επίπεδο της ευγονικής. Εχουν καταγραφεί στο εξωτερικό περιπτώσεις «απαλλαγής» από άτομα «περιθωριοποιημένα» λόγω αδυναμιών σωματικών ή νοητικών.
Το ζήτημα της ευθανασίας είναι πολυδιάστατο και πολύπλοκο. Παραμένουν έντονες οι διαμάχες μεταξύ γιατρών, νομικών, ψυχολόγων αλλά και θεολόγων. Ποια άραγε η διαφορά από την αυτοκτονία, υποβοηθούμενη ή μη;
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 απασχόλησε την κοινή γνώμη η υπόθεση του Ματθαίου Μονσελά, ο οποίος καταδικάστηκε επειδή σκότωσε την οδοντίατρο Γιόλα Βαγενά, η οποία, όπως κατέθεσε, τον πίεζε να το κάνει. Ο Ποινικός Κώδικας, στο άρθρο 300 (ανθρωποκτονία με συναίνεση), καταδικάζει την ευθανασία αλλά προβλέπει επιείκεια.
Η δημόσια συζήτηση έχει μόλις αρχίσει· χρειάζεται άραγε περισσότερη σκέψη;

«Η ζωή είναι δώρο του Θεού»

Τη θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος για το θέμα της ευθανασίας ανέπτυξε στο «Βήμα» ο Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος: «Για την Εκκλησία η ζωή στον άνθρωπο είναι δώρο του Θεού. Κανείς μας δεν έχει κάνει κάτι για να έχει το δώρο αυτό. Αρα η Εκκλησία παραμένει και υπερασπίζεται τη ζωή από την άκρα σύλληψή της μέχρι την τελευταία στιγμή και αναπνοή. Ετσι για την Εκκλησία δεν υφίσταται θέμα ευθανασίας –ούτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει διαχρονικά –διότι σε κανέναν δεν επιτρέπεται να αφαιρέσει ζωή άλλου συνειδητά, ούτε τη δική του».

Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, όπως ανέφερε ο κ. Ιγνάτιος, «τις οποίες γνωρίζουμε από πατέρες και μοναχούς αλλά και από πιστούς, ότι απλώς μπορεί κάποιος να αρνηθεί μια θεραπευτική αγωγή που δεν τον καλύπτει. Επιλέγει αν θα πάει σε νοσηλευτικό ίδρυμα ή αν θα βγει από το Αγιον Ορος. Βεβαίως υπερασπιζόμαστε τη θεραπεία του πόνου. Η Εκκλησία δεν θέλει οι άνθρωποι να πονούν και η σύγχρονη Ιατρική απαλύνει πάρα πολύ τον σωματικό πόνο, γεγονός που ανακουφίζει και την ψυχή του ανθρώπου».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ