Τι μπορεί να προσδοκά ένας δημοκρατικός και φιλελεύθερος πολίτης από την απρόσμενη εκλογή ενός φιλελεύθερου πολιτικού στην ηγεσία ενός συντηρητικού κόμματος, σε μια χώρα που βρίσκεται σε βαθιά οικονομική, πολιτική και ταυτοτική κρίση; Οπου η δημαγωγία, ο κρατισμός, η συνωμοσιολογία και η εθνική μελαγχολία συνιστούν τον ορίζοντα της πολιτικής της κουλτούρας και στην οποία το ιδανικό τής «ανοιχτής κοινωνίας» στην καλύτερη περίπτωση αποτελεί, για σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, αντικείμενο εργαλειακής χρήσης προκειμένου να προσπορίζεται αγαθά από τους εταίρους της;
Τα ερωτήματα αυτά μένει να απαντηθούν. Είναι το στοίχημα του νέου προέδρου της Νέας Δημοκρατίας που αναδείχθηκε σε αυτή τη θέση με συμμετοχικές διαδικασίες, έστω και αν οι παρασκηνιακές κινήσεις της νεοδημοκρατικής ελίτ έπαιξαν και αυτές τον ρόλο τους. Οι διαδικασίες αυτές δίνουν μια αυξημένη νομιμοποίηση στον νέο ηγέτη της συντηρητικής παράταξης προκειμένου αυτός να προσπαθήσει να εναρμονίσει τον φιλελευθερισμό του με την έξη του λαϊκού συντηρητισμού που αποτελεί το δεσπόζον χαρακτηριστικό της κομματικής κληρονομιάς. Από τον τρόπο της σύνθεσης των δύο αυτών πολιτικών ρευμάτων, με τις αντίστοιχες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές πρακτικές τους, θα κριθεί η επιτυχία του νέου ηγέτη, η οποία εξ αντικειμένου περνά και μέσα από τον επαναπατρισμό των ψηφοφόρων του κόμματος που, ως έναν βαθμό, είναι συνώνυμος μιας αναγκαίας λαϊκής διεύρυνσης του ακροατηρίου του.
Θα ήταν μάταιο να αναμένει κάποιος από τον νέο πρόεδρο της ΝΔ να πολιτευθεί με όρους ιδεολογικής καθαρότητας που επιβάλλει το αποδιδόμενο σε αυτόν δόγμα του «νεοφιλελευθερισμού». Οπως θα ήταν και πολιτικά αναποτελεσματικό για τον ίδιο και το κόμμα του, οι ανανεωτικές πρωτοβουλίες του να εξαντληθούν σε αλλαγές πρόσοψης, σε επιφανειακή ανακαίνιση ενός ηττημένου πολιτικού σχηματισμού, ο οποίος συνέβαλε και αυτός στη σημερινή κρίση. Αν η εκλογή του Κ. Μητσοτάκη είναι μια πρώτη «απάντηση» στη διάψευση των προσδοκιών που καλλιέργησε η κυβερνητική θητεία της ριζοσπαστικής Αριστεράς, οι πρωτοβουλίες του θα κριθούν από την αξιοπιστία με την οποία θα επαναθέσει το ζήτημα της «κρίσης», το «ελληνικό πρόβλημα» και τους τρόπους υπέρβασής του. Εδώ ο ορισμός μιας άλλης προγραμματικής ατζέντας στον δημόσιο χώρο, διαφορετικής από αυτήν που έχει επιβάλει ως τώρα η σημερινή κυβέρνηση, αποτελεί κρίσιμης σημασίας παράγοντα για μια διαφορετική πολιτικοποίηση τόσο του φιλελευθερισμού του νέου προέδρου όσο και για τη μεταποίηση του χρόνιου ελληνο-συντηρητισμού του νεοδημοκρατικού μαστόδοντα. Σε συνθήκες λαϊκιστικής απομάγευσης και κατάρρευσης του μεταπολιτευτικού μοντέλου μιας ιδιοτελούς «εξασφαλισμένης» κοινωνίας και του «κοινοβιακού» της κράτους, μια ανασυγκροτημένη Δεξιά δεν μπορεί παρά να θέσει από τη δική της πλευρά το σύνθετο πολιτικο-πολιτισμικό πρόβλημα της χώρας.
Ο Κ. Μητσοτάκης δεν είναι μόνον ένας νέος αρχηγός κόμματος, αλλά ενός κόμματος που ποτέ δεν το εγκατέλειψε, είναι ένας «νεοδημοκράτης» και ως τέτοιος κέρδισε την εσωκομματική αναμέτρηση. Οφείλει, συνεπώς, μια «στοίχισή» του σε έναν ορισμένο κομματικό πατριωτισμό μέσω της υπόδειξης των προσώπων στα οποία ο ίδιος επιλέγει να αναθέσει την έκφραση της κομματικής πολιτικής, ταυτόχρονα ωστόσο οι εν λόγω επιλογές δεν μπορούν να εξαντλούνται σε έναν λογιστικό κανόνα, σε έναν κανόνα αντιπροσώπευσης των κομματικών τάσεων στην ηγεσία. Οι αναγκαίες αλλαγές προσώπων (κάποιες από αυτές που ήδη έγιναν, συνάντησαν μια ευρύτερη αποδοχή), που απαντούν σε ένα αίτημα ανανέωσης του νεοδημοκρατικού προσωπικού, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κοινωνικού αιτήματος πολιτικής ανανέωσης, θα μπορούσαν να είναι και το επιστέγασμα ανανεωτικών πρωτοβουλιών στην πορεία προς την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Η αποτυχία της κυβερνητικής εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ (που δεν ισοδυναμεί ακόμη και με εκλογικο-πολιτική αποτυχία) ήταν η αποτυχία της νεο-λαϊκιστικής σύνθεσης τού «και αριστερά και δεξιά» του αριστερού εθνικολαϊκισμού. Μια νέα προσδοκία, αυτή τη φορά από τον χώρο της Κεντροδεξιάς, θα ήταν μοιραίο να υποθηκευθεί στον πειρασμό ενός α λα ελληνικά ήπιου «εθνικο-φιλελευθερισμού». Αντιθέτως, ένα πειστικό άνοιγμα σε ένα «νέο Κέντρο», στην κεντροδεξιά εκδοχή μιας «πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς» συσπείρωση, που ήταν πριν από μερικά χρόνια βασική πολιτική και ιδεολογική κατεύθυνση του σοσιαλ-φιλελεύθερου «τρίτου δρόμου», όπως αυτός θα μπορούσε να εκφρασθεί στις σημερινές ιδιάζουσες συνθήκες, παραμένει το δύσκολο ζητούμενο. Με άλλα λόγια, το ζήτημα του «εκσυγχρονισμού» επανακάμπτει και αυτή τη φορά βρίσκεται στα χέρια της ΝΔ να το διαχειρισθεί. Δυστυχώς μέσα σε συνθήκες εσωτερικής κρίσης, αλλά και παλινδρόμησης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπη με νέα προβλήματα. Ευτυχώς, ωστόσο, γιατί η διάλυση των λαϊκιστικών ψευδαισθήσεων δίνει την ευκαιρία μιας αποϊδεολογικοποιημένης συλλογικής αυτογνωσίας.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ