Θεωρείται το φοβερό παιδί του ρωσικού θεάτρου και ανεβάζει παραστάσεις που χαρακτηρίζονται σταθερά προκλητικές και αμφιλεγόμενες. Oχι δίχως λόγο, αν κρίνουμε από τους «Καραμάζοφ» του, που ανέβηκαν στο Θέατρο Τέχνης της Ρωσίας και βγαίνουν για πρώτη φορά εκτός χώρας, έπειτα από πρόσκληση της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Μια πεντάωρη παράσταση «ακατάλληλη για ανηλίκους», με ανατρεπτικές προσθαφαιρέσεις στην πλοκή του κύκνειου άσματος του ανυπέρβλητου Φιοντόρ Ντοστογέφσκι.
Η απουσία της λέξης «Αδελφοί» ευθύς εξαρχής από τον τίτλο σε μια ιστορία πατροκτονίας μαρτυρά περισσότερα από όσα αποσιωπά. «Ξέρετε, στη Ρωσία όταν αποκαλείς μια οικογένεια «Καραμάζοφ» σημαίνει ότι έχει πολλά χρήματα» θα πει ο Μπογκομόλοφ και θα εξηγήσει ότι πρόθεσή του είναι να δώσει πολύ μεγάλη έμφαση «στον επιχειρηματικό δεσμό», όπως τον χαρακτηρίζει, πέραν εκείνου του αίματος, που συνδέει τα μέλη αυτής της οικογένειας. «Η παράμετρος αυτή συχνά παραβλέπεται στις θεατρικές προσαρμογές του έργου. Οι Καραμάζοφ έχουν χρήματα και, όπως συμβαίνει πολύ συχνά στη ρωσική κοινωνία, αυτά είναι βαμμένα με αίμα, βουτηγμένα στο έγκλημα και στην αμαρτία».
Αναπόφευκτα, λοιπόν, μεταφέρει την ιστορία των τριών (ή μάλλον τεσσάρων) αδελφών στη σημερινή Ρωσία της μπουρζουαζίας των ολιγαρχών και της ξέφρενης κατανάλωσης, αν κρίνει κανείς και από το σκηνικό των φαντασμαγορικών ντιζάιν αποχρώσεων. Ο ίδιος επιμένει ότι πρόκειται για μια πραγματικότητα που έχει δεσμούς με τη σύγχρονη Ρωσία αλλά δεν την αναπαριστά πιστά. «Η παράσταση προσπαθεί να μιλήσει για τη Ρωσία, τον τόσο ιδιαίτερο τόπο που δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά από τον 19ο αιώνα. Ενας τόπος νεκρός, ένας χώρος φολκλόρ, μια χώρα μυθική. Η Ρωσία ως ένας τόπος που δεν κατοικείται από τον Θεό, ο οποίος, αν ποτέ υπήρξε παρών σε αυτήν, την έχει προ πολλού εγκαταλείψει, όμως οι άνθρωποι εξακολουθούν να τον αναζητούν. Παράλληλα, όμως, η ιστορία των Καραμάζοφ θα μπορούσε να είναι η ιστορία οποιασδήποτε πλούσιας οικογένειας, όπως των Φον Εσενμπεκ στην ταινία «Οι καταραμένοι» του Λουκίνο Βισκόντι».
Σε αυτό το σκηνικό, «έξω από τον συγκεκριμένο τόπο και τον χρόνο», ο ευσεβής γιος, Αλιόσα, ερμηνεύεται από μία μεσήλικη, η Κάτια και η Γκρούσενκα, η αρραβωνιαστικιά και η ερωμένη του έκλυτου υιού Ντμίτρι, καταλήγουν στο κρεβάτι, ενώ ο δολοφονημένος πατέρας κείτεται σε ένα μηχάνημα σολάριουμ. Πέρα όμως από τον αισθητικό, υπερβατικό εκσυγχρονισμό της πλοκής, ο Μπογκομόλοφ αποπειράται μια μεγάλη αλλαγή: εκτός από τον νόθο γιο Σμερντιακόφ, ο οποίος ούτως ή άλλως αυτοκτονεί στο βιβλίο, όλα τα αδέλφια πεθαίνουν, σε ένα φινάλε που προμηνύεται ζοφερό. Ολοι, πλην ενός. Ο αμφισβητίας Ιβάν, ο στεγνός συναισθηματικά και μηδενιστής γιος, θα επιζήσει. Ο ευγενής Κονσταντίν Μπογκομόλοφ μάλλον δεν έχει πίστη για το μέλλον της ανθρωπότητας. «Ο πιο αισιόδοξος άνθρωπος είναι εκείνος που δεν φοβάται να μιλήσει για άσχημα πράγματα, που δεν διστάζει να είναι απαισιόδοξος για τη φύση των ανθρώπων» θα ισχυριστεί. Καθόλου τυχαία, ο συγκεκριμένος χαρακτήρας την ώρα του φόνου του πατέρα του βρίσκεται «σε ένα κλαμπ στην Ευρώπη, όπως τα παιδιά των πλούσιων Ρώσων που περνάνε την ώρα τους σε μητροπόλεις της Ευρώπης ξοδεύοντας τα χρήματα των γονιών τους». Ο κυνικός Ιβάν, γιος ενός πάμπλουτου πατέρα τον οποίο «μισεί, αλλά αδυνατεί να γυρίσει την πλάτη στη σαγήνη του χρήματος και της εύκολης, λαμπερής ζωής που μπορεί να του προσφέρει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα αδέλφια του», είναι σύμφωνα με τον Μπογκομόλοφ ο πραγματικός δολοφόνος του πατέρα. Και ως γνωστόν, «οι δολοφόνοι επιβιώνουν. Οι άπιστοι επιβιώνουν. Εκείνοι που είναι φοβισμένοι επιβιώνουν. Ο Ιβάν θέλει να δει νεκρό τον πατέρα, αλλά δεν θέλει να τον σκοτώσει ο ίδιος».
Ο Ντοστογέφσκι διερωτάται αν αυτή η επιθυμία για τον φόνο μπορεί να θεωρείται εξίσου εγκληματική με τον ίδιο τον φόνο. Ο Μπογκομόλοφ αφήνει αναπάντητο αυτό το ερώτημα. Εξάλλου, στόχος του ίδιου του συγγραφέα «ήταν να θέσει τα ερωτήματα, όχι να δώσει τις απαντήσεις» και απ’ όταν ολοκληρώθηκε το βιβλίο, το 1880, οι προθέσεις του και οι καταβολές τους ερμηνεύτηκαν με πολλούς τρόπους. Προεξάρχων θα μπορούσε να θεωρηθεί εκείνος του Φρόιντ, δεδομένου ότι ο πατέρας της ψυχανάλυσης δημοσίευσε το «Ο Ντοστογέφσκι και η πατροκτονία», μια ανάλυση για τη συγγραφική εμμονή του μεγάλου ρώσου συγγραφέα με το οιδιπόδειο, απότοκο της σχέσης του με τον τυραννικό πατέρα του. Ο Μπογκομόλοφ, ο οποίος έχει ανεβάσει και το «Πατέρες και γιοι» του Τουργκένιεφ δεν έλκεται τόσο από τη σχέση πατέρα – γιου όσο «από την ιδεολογική πάλη ανάμεσα σε διαφορετικές γενιές». Αν, λοιπόν, οι σύγχρονοι αδελφοί Καραμάζοφ δεν μπορούν να αντισταθούν στις σειρήνες της χλιδής και να αυτονομηθούν, το προφίλ του πάτερ φαμίλια και σημερινού ολιγάρχη είναι εκείνο ενός ανθρώπου ο οποίος «είναι αξιοσέβαστος και δίνει χρήματα στην Εκκλησία, όμως στην ουσία έχει πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο για να παρέχει στα παιδιά του αυτόν τον πλούτο. Προσπαθεί να δημιουργήσει ένα μέλλον για τα παιδιά του, όχι για τον εαυτό του, γιατί ελπίζει ότι εκείνα θα μπορέσουν να ζήσουν μια υπέροχη ζωή. Ορισμένα παιδιά πηγαίνουν στο μοναστήρι, όπως ο Αλιόσα, κάποια πηγαίνουν στη Δύση για να κάνουν σπουδές και προσπαθούν να διαφοροποιηθούν από τους γονείς τους, αλλά είναι αδύνατον να το καταφέρουν».
Πειραγμένος, λοιπόν, ο Ντοστογέφσκι του σκηνοθέτη, ο οποίος, όπως μαρτυρά το βιογραφικό του, ανατρέχει σε κλασικά έργα για να διερευνά προβληματικές τού παρόντος με καινοφανείς σκηνικές προσεγγίσεις. Ο ίδιος το αποδίδει στο γεγονός ότι σπούδασε φιλολογία προτού ολοκληρώσει τις σπουδές του στη σκηνοθεσία, υπό την καθοδήγηση του Αντρέι Γκοντσάροφ. «Συνήθως επιλέγω κλασικά έργα, επειδή η τόλμη και η δύναμη της διαχρονικότητάς τους αφήνει χώρο στον σκηνοθέτη να εκφραστεί. Οι σύγχρονοι δεν είναι τόσο ταλαντούχοι όσο οι κλασικοί και μολονότι δεν μπορώ να πω ότι απεχθάνομαι τα σύγχρονα κείμενα, τουναντίον τα αναζητώ και τα διαβάζω, τόσο στη ρωσική όσο και στη διεθνή θεατρική και μη θεατρική λογοτεχνία, η αλήθεια είναι πως όταν αναζητώ το καλύτερο δυνατό υλικό για τις παραστάσεις μου, το ανακαλύπτω στους κλασικούς. Επειτα, η διακαής επιθυμία για το σύγχρονο κείμενο συχνά έχει αποτέλεσμα να αναδεικνύεται λογοτεχνία κακής ποιότητας, μόνο και μόνο επειδή έχει γραφτεί στην εποχή μας. Δεν λέω, μου αρέσει ο Βλαντίμιρ Σορόκιν, είναι για εμένα ο μεγάλος σύγχρονος συγγραφέας της Ρωσίας, αντίστοιχου βεληνεκούς με έναν Ντοστογέφσκι ή έναν Τολστόι, αλλά δυστυχώς θεωρείται πολύ αμφιλεγόμενος, πολύ δύσκολος και δεν προτιμάται από τα θέατρα». Και πώς να προτιμηθεί, άλλωστε; Ο Σορόκιν έχει πληρώσει ακριβά την κριτική σάτιρα που έχει ασκήσει στο καθεστώς του Πούτιν μέσα από τα βιβλία του, καθώς μέχρι και κάγκελα φυλακής είχε προσπαθήσει να τοποθετήσει στα παράθυρα του σπιτιού του η φιλικά διακείμενη προς τον ηγέτη νεολαία.
Ο κινηματογραφικός σκηνοθέτης Αντρέι Σβιάνγκιντσεφ, από την άλλη, είχε προκαλέσει την μήνιν του υπουργείου Πολιτισμού της χώρας με την ταινία «Λεβιάθαν», επειδή σκιαγραφούσε τη διαφθορά και τον σφιχτό εναγκαλισμό Πολιτείας και Εκκλησίας στη Ρωσία. Οι διάλογοι της ταινίας του έπρεπε να ντουμπλαριστούν για να είναι συμβατοί με τον νόμο περί των πέντε απαγορευμένων λέξεων προκειμένου να προβληθεί στη χώρα. Βλέπετε, στις ταινίες και τις παραστάσεις που ανεβαίνουν στα θέατρα της Ρωσίας απαγορεύεται να εκφέρονται λέξεις που αφορούν τη γενετήσια πράξη και τα «όργανα» που λαμβάνουν μέρος σε αυτήν… Ταυτόχρονα, όμως, η ταινία ήταν η πρόταση της Ρωσίας για τα Οσκαρ του 2015. Τελικά, είναι μάλλον δύσκολο, αν όχι σχιζοφρενικό, να θεωρείσαι αμφιλεγόμενος στη χώρα του Πούτιν. «Πιστεύω ότι αν δεν φοβάσαι και κάνεις αυτό που θέλεις, είσαι ελεύθερος άνθρωπος. Δεν θα έμπαινα ποτέ στη διαδικασία να ανεβάσω μια παράσταση έχοντας στο μυαλό μου ότι πρέπει να χαϊδεύει τα αφτιά του κράτους. Αν αυτό είχε επιπτώσεις, αν δηλαδή δεν μπορούσα να βρω κρατική χρηματοδότηση ή αν δεν με προσκαλούσαν να ανεβάζω έργα σε κρατικά θέατρα, τότε θα έφευγα. Είμαι όμως ικανοποιημένος, γιατί στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, με το οποίο συνεργάζομαι για τέταρτη φορά, ο διευθυντής του ποτέ δεν προσπάθησε να ανακατευτεί στη δουλειά μου. Δεν ξέρω αν ο ίδιος έχει αντιμετωπίσει προβλήματα με τις Αρχές. Ισως αν αποκτήσω ποτέ μια παρόμοια θέση και πρέπει να βρίσκομαι σε επαφή με τον υπουργό Πολιτισμού ή άλλους κρατικούς φορείς, να το μάθω. Για την ώρα, όμως, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο».
Δεν είναι εύκολο να κατανοήσουμε τη Ρωσία, αλλά μάλλον την ίδια δυσκολία αντιμετωπίζει και η ίδια η χώρα όσον αφορά τον προσδιορισμό της εύθραυστης και πολυδιάστατης ταυτότητάς της. «Εξακολουθούμε να ζούμε σε μια μετασοβιετική περίοδο και το ίδιο ισχύει και για εκείνους που γεννήθηκαν μετά το ’90. Ορισμένοι δεν έχουν δει ποτέ τον κόσμο, δεν ξέρουν τι είναι αυτή η Ευρώπη. Μη νομίζετε, μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό των Ρώσων έχει ταξιδέψει στο εξωτερικό έστω μία φορά. Είναι πολύς ο κόσμος που δεν έχει υπολογιστή και σύνδεση με το Internet. Για να δημιουργήσεις μια ταυτότητα, πρώτα πρέπει να δημιουργήσεις ένα έθνος και, δυστυχώς ή ευτυχώς –δεν έχω καταλήξει ακόμη -, δεν υπάρχει μόνο ένα έθνος στη Ρωσία σήμερα, αλλά πολλά διαφορετικά. Ο πολιτισμός της Ρωσίας ανήκει στην Ευρώπη, δανείστηκε πολλά στοιχεία από αυτήν. Αλλά ταυτόχρονα είναι τόσο παλιομοδίτικος σε ορισμένες εκφάνσεις του. Για εμάς ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι μια ξένη γλώσσα. Προσπαθούμε να τη μιλήσουμε, αλλά τελικά δεν έχουμε το απαραίτητο λεξιλόγιο».
Θεατρικά, τουλάχιστον, η τριβή με το σύγχρονο θέατρο της Ευρώπης, το οποίο καταβροχθίζεται με «βουλιμία», όπως λέει ο Μπογκομόλοφ, τα τελευταία δέκα χρόνια χάρη στην παρουσίαση παραστάσεων από ξένους θιάσους, έχει ωθήσει τους ανθρώπους του θεάτρου να ανακαλύψουν εαυτόν από την αρχή, «επειδή καταλάβαμε ότι είχαμε καθυστερημένη ανάπτυξη». Το σημαντικό για τη χώρα είναι, όμως, «να δημιουργήσει τον δικό της πολιτισμό, ο οποίος δεν θα βασίζεται επάνω στην επιθυμία τού να είμαστε αρεστοί σε κάποιον, αλλά επάνω σε ό,τι αξιολογούμε ως καλό και κακό, και στις ανάγκες των ανθρώπων της χώρας. Είναι σημαντικό να καταλάβεις ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι δική σου ανάγκη και όχι απλώς η επινόηση ενός άλλου πολιτισμού με τον οποίο μπορεί να μην ταυτίζεσαι απόλυτα. Μπορείς να κρατήσεις για τον εαυτό σου τα καλά αυτού του πολιτισμού και να αγνοήσεις κάτι άλλο που μπορεί να μη σε εκφράζει. Είναι σημαντικό, όμως, να νιώσεις την ανάγκη να εξελιχθείς».
«Οι Καραμάζοφ»: Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, 03-06 Ιανουαρίου 2016, στις 19.00.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ