Το χωροταξικό πρόβλημα της Αριστεράς έχει εντοπιστεί εδώ και κάμποσο καιρό από κάποιον άλλον, αν δεν κάνω λάθος, Πανούση –αυτόν, τελοσπάντων, που αναρωτήθηκε: αριστερά μπαίνοντας ή βγαίνοντας; Ωστόσο, αν πρέπει να θέσουμε το ζήτημα σε φιλοσοφική βάση, το πραγματικό πρόβλημα μοιάζει να είναι μάλλον οντολογικού τύπου. Εφημέριοι σε ποικίλα τεμένη της Αριστεράς, σταυραετοί του «προοδευτικού» πολιτικού στοχασμού, μονόστηλοι διανοητές, όλοι αισθάνονται περιοδικά την υποχρέωση να μοιραστούν με τον ευρύτερο κόσμο το ντέρτι και τον στεναγμό τους για το «τι είναι σήμερα Αριστερά και αριστερό». Και τις περισσότερες φορές κανείς έχει την εντύπωση ότι το ερώτημα έτσι διατυπωμένο προϋποθέτει μια κνησμώδη αβεβαιότητα περί το συμβατόν ή μη του «σήμερα» με αυτό που δημωδώς είναι αντιληπτό ως Αριστερά.
Κάποιοι μοιάζουν άνετοι και χαλαροί στην αισιοδοξία τους, όπως ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ που βλέπει ήδη σαρκωμένη και ετοιμοπόλεμη «την Αριστερά του 21ου αιώνα, η οποία δεν γίνεται λιγότερη αριστερή όταν προσαρμόζεται στη νέα πραγματικότητα». Καθώς ελλείπουν περαιτέρω διευκρινίσεις, εύλογα θα υπέθετε κανείς ότι η Αριστερά, κατάλληλα διατηρημένη, γίνεται καλύτερη με το πέρασμα του χρόνου, ακριβώς όπως και ένα πρωτοκλασάτο γαλλικό Merlot. Αλλοι όμως, όπως πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, αντιμέτωποι ακριβώς με την πραγματικότητα, επισείουν το φάσμα μιας «Αριστεράς του τίποτε», έχοντας ίσως υπόψη το «τίποτε δεν θα βγει από το τίποτε» του σαιξπηρικού Ληρ. Σε αντίθεση με τον ευρωβουλευτή, ο πρώην υπουργός δεν είναι φειδωλός σε διευκρινίσεις: το αριστερό «τίποτε» είναι το γινόμενο του πολλαπλασιασμού «ανέξοδων ιδεολογημάτων επί ανούσια τσιτάτα». Στον δημόσιο λόγο μας αυτό το αριθμητικό άθλημα αποφέρει πλούσια σοδειά από βολές αέρος αέρος, συχνά με την ευγενή χορηγία μιας αποχυμωμένης ρητορικής που επικαλείται ευκαίρως και ακαίρως τα χερουβείμ και τα σεραφείμ της μεταμοντέρνας λιτανείας.
Ουδέν πρόβλημα όσο τα ιδεολογήματα και τα τσιτάτα ανακυκλώνονται σε ελεγχόμενες συνθήκες ακαδημαϊκής θερμοκρασίας και υγρασίας. Μωλωπισμένη από την πρόσκρουσή της στην πραγματικότητα, η διανοούμενη Αριστερά ήξερε ανέκαθεν να υπεραντισταθμίζει τις πικρίες της με έναν πληθωρισμό θεωρητικών αναγωγών, o φυσικός οικότοπος των οποίων είναι η αραιή ατμόσφαιρα του πανεπιστημιακού σεμιναρίου. Ηταν ο πολύς Τέρι Ηγκλετον στον καιρό της ακμαίας μαρξιστικής φάσης του που διαπίστωνε ότι μετά τον γαλλικό Μάη του ’68 η ακτιβιστική ενέργεια της Αριστεράς παροχετεύθηκε σε δοκιμές θεραπευτικής θεωρητικολογίας που άλλοτε κατέληξαν σε ανεξίθρησκους ηδονισμούς τύπου Ρολάν Μπαρτ και άλλοτε στη συστηματική δολιοφθορά των θεμελιακών προϋποθέσεων του δυτικού φιλοσοφικού και πολιτικού στοχασμού από τον Ζακ Ντεριντά. Και «μέσα στα απώτατα βάθη του μετανεωτερικού Αμνού ο πόλεμος αυτός συνεχίζεται».
Αλλά ριγμένη μέσα στα βαρομετρικά χαμηλά της εξουσίας η κυβερνώσα Αριστερά έχει δυσμάχητα θέματα. Και όταν δεν είναι αρκετά εγγράμματη για να μπορεί να ξεχαστεί με τις κλειστογαμικές απολαύσεις του σεμιναρίου και της Θεωρίας, μας κρατάει ομήρους της ταυτοτικής και λειτουργικής απροσδιοριστίας της, μας κρατάει δεσμώτες θεατές και ακροατές καθώς μονολογώντας επιστρέφει ξανά και ξανά στη θέση της προεπιλογής (default) με την «ηθική της ανωτερότητα» και με εκείνο το σεπτό σκήνωμα «των αξιών της» που παραμένει ανέγγιχτο από τον Χρόνο και την Ιστορία.
«Αν δεν μπουν κανόνες και όρια τότε πολύ γρήγορα θα εκφυλιστούν και οι αξίες της Αριστεράς» έγραψε πρόσφατα ο παρεπίδημος υπουργός της κυβερνώσας Αριστεράς, όταν διαπίστωσε ότι για τους «καθαρόαιμους» συντρόφους του «τα δικαιώματα των κρατουμένων» δεν έχουν όρια –όταν, με άλλα λόγια, διαπίστωσε ότι για κάποιους οι ανθρωπιστικές αξίες γίνονται ακόμη πιο ανθρωπιστικές όταν χλευάζουν την κοινή λογική και το κοινό αίσθημα δικαίου. Ασφαλώς, θα είχαμε το δικαίωμα να αναρωτηθούμε γιατί δεν κατόρθωσε να το διαπιστώσει πιο έγκαιρα, αρκεί να έχουμε υπόψη μας ότι οι ούτως ή άλλως έχοντες την καλήν μαρτυρίαν του αριστερού ήθους δικαιούνται παρατεταμένες χειρονομίες αυτοδραματοποίησης και πολύ περισσότερα από δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας.
O κ. Θόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ