ΤΟ ΒΗΜΑ – THE PROJECT SYNDICATE
Οι τρομακτικές σκηνές των απελπισμένων προσφύγων που προσπαθούν να ξεπεράσουν πλήθος εμποδίων –αγκαθωτά συρματοπλέγματα, κακότροπους συνοριοφύλακες, και εξαγριωμένους κατοίκους –θυμίζουν τις πιο σκοτεινές δεκαετίες της Ευρώπης. Αποτελούν μια θλιβερή υπενθύμιση ότι η Ευρώπη δεν μπορεί ποτέ να είναι «ενιαία, ελεύθερη και σε ειρηνική», αν δεν είναι και η γειτονιά της στη Μέση Ανατολή. Εντούτοις, η ευρεία καταδίκη των ευρωπαϊκών χωρών που έχουν αρνηθεί να δεχθούν πρόσφυγες δεν είναι απόλυτα δίκαιη.
Οι πρόσφυγες αποτελούν μια φυσική συνέπεια του πολέμου. Πράγματι, σπάνια υπήρξε ένας πόλεμος δίχως αμάχους να προσπαθούν να δραπετεύσουν από το μακελειό. Αλλά τί προκαλεί τους πολέμους; Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι απαιτήσεις για αλλαγή καθεστώτος. Στο κάτω-κάτω τα καθεστώτα που ανατρέπονται συνήθως είναι βίαια και είναι απίθανο να υποχωρήσουν αμαχητί.
Αυτή η αδυσώπητη αλληλουχία δεν υπήρξε πουθενά περισσότερο εμφανής από ότι στη Συρία. Ο Πρόεδρος Μπασάρ αλ-Άσαντ προΐσταται επί χρόνια μιας στυγνής δικτατορίας η οποία δεν έχει παράσχει το παραμικρό σε εκείνους που απαιτούν δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.
Στην πραγματικότητα το καθεστώς Άσαντ είναι η συνέχεια του καθεστώτος που εγκαθιδρύθηκε το 1971 από τον πατέρα και προκάτοχό του Χαφέζ αλ Άσαντ. Η στάση του πρεσβύτερου Άσαντ ήταν, αν μη τι άλλο, πιο βίαιη από τη στάση του γιου του, όπως μαρτυρούν οι επιζώντες της πολιορκίας της πόλης Χάμα που πραγματοποιήθηκε το 1982 με στόχο την καταστολή μιας εξέγερσης των Αδελφών Μουσουλμάνων της Συρίας.
Η προσπάθεια του Χαφέζ αλ-Ασαντ να πατάξει την ισλαμιστική αντίσταση με σιδηρά πυγμή διήρκεσε δεκαετίες. Μέσω της κοσμικής μπααθικής ιδεολογίας του προσπάθησε να αμβλύνει τις διακρίσεις ανάμεσα στις διάφορες κοινότητες της Συρίας, ιδιαίτερα μεταξύ των Σουνιτών και των δικών του Αλεβιτών, οι οποίοι ακολουθούν μια συγκεκριμένη εκδοχή του Σιιτισμού.
Το 2003, ωστόσο, όταν ένας υπό την ηγεσία των ΗΠΑ συνασπισμός ανέτρεψε έναν άλλο μπααθιστή δικτάτορα, τον Σαντάμ Χουσέιν του Ιράκ, το διάρκειας 1300 ετών χάσμα ανάμεσα στους Σουνίτες και στους Σιίτες – το οποίο είχε παραμείνει κρυφό για πολλούς αιώνες –αναδείχθηκε εκ νέου με θανατηφόρες συνέπειες.
Στη Μέση Ανατολή οι κατηγορίες είναι πάντα πολλές και όλοι όσοι κατηγορούν τις ΗΠΑ για την αναβίωση του σεχταρισμού στην περιοχή αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν την κυκλική φύση του καθώς και όλα όσα προηγήθηκαν. Παρ’ όλα αυτά, ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι ΗΠΑ στο δράμα της Συρίας ήταν σημαντικός. Τον Ιούλιο του 2011, οι ΗΠΑ και η Γαλλία έστειλαν τους πρεσβευτές τους στη Χάμα, έναν τόπο σφαγών όπου η εχθρότητα για την κυβέρνηση της Συρίας είναι μεγάλη, για να πείσουν την «αντιπολίτευση» εκεί – μία φιλειρηνική, τότε, Μουσουλμανική Αδελφότητα – να ενωθεί ενάντια στο καθεστώς.
Μετά από αυτή την επίσκεψη – η οποία αποτέλεσε την κορύφωση της προσπάθειας με στόχο την αλλαγή του καθεστώτος στη Συρία – οποιαδήποτε προοπτική υπήρχε για διάλογο ή διαπραγμάτευση με τον Ασάντ (του οποίου η οικογένεια, καλώς ή κακώς, ήλεγχε επί δεκαετίες της Συρία) καταστράφηκε.
Οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Γαλλίας εκτίμησαν λανθασμένα ότι τα σύννεφα του πολέμου πάνω από τη Συρία μετά την Αραβική Άνοιξη ήταν πρώιμα σημάδια της ετοιμότητας της χώρας για τη μετάβαση προς τη δημοκρατία. Θεωρήθηκε πως η συσπείρωση της αντιπολίτευσης και η ανατροπή της κυβέρνησης θα αρκούσαν για τη μετάλλαξη ολόκληρου του συστήματος διακυβέρνησης της χώρας.
Το καθεστώς Άσαντ φέρει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την σημερινή κατάσταση της Συρίας. Φαίνεται, ωστόσο, πως οι εξωτερικές απαιτήσεις για αλλαγή του καθεστώτος το 2011 –η επιλογή ήταν ανάμεσα στον Άσαντ και σουνιτικές εξτρεμιστικές οργανώσεις –δεν είχαν εξεταστεί ιδιαίτερα. Εάν πρόσεχαν περισσότερο όσοι σκεφτόντουσαν την αλλαγή του καθεστώτος θα είχαν αντιληφθεί ότι ο Άσαντ και οι φίλοι του δεν είχαν δείξει ποτέ ότι διατίθενται να λάβουν σοβαρά υπόψη τις απαιτήσεις τους και να αποχωρήσουν.
Καθώς οι Σύροι πρόσφυγες ρισκάρουν κατά εκατοντάδες χιλιάδες τα πάντα για μια ευκαιρία στην ασφάλεια, εκείνοι που υποστήριζαν την αλλαγή καθεστώτος, πριν από τέσσερα χρόνια, θα πρέπει να σκεφτούν σοβαρά την επιλογή τους. Αντί να ενωθούν με όλους όσοι επικρίνουν χώρες όπως η Ουγγαρία και η Σερβία –οι οποίες αντιμετωπίζουν εσωτερικά προβλήματα και δεν διαδραμάτισαν κανένα ρόλο στο ξέσπασμα του πολέμου – θα πρέπει να αναλάβουν περισσότερες ευθύνες όσον αφορά την παροχή βοήθειας προς τους πρόσφυγες. Και θα πρέπει να αρχίσουν να ενθαρρύνουν τη δημιουργία περιεκτικότερων πολιτικών δομών που μπορούν να συμβάλλουν στον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου στη Συρία.



