Στην περίοδο της κρίσης δεν σημειώθηκαν απλώς σημαντικές εισοδηματικές ανατροπές σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα. Οι ανατροπές αυτές σήμαιναν ταυτόχρονα πολύ σημαντικές κοινωνικές ανακατατάξεις, η προέκταση των οποίων αποτυπώθηκε και στην ανατροπή της πολιτικής αρχιτεκτονικής. Τα συμπεράσματα πρόσφατης μελέτης μας (Τ. Γιαννίτσης, Στ. Ζωγραφάκης, «Μορφές προσαρμογής και ανισότητες στην Ελλάδα κατά την κρίση») δείχνουν ότι το μέσο προ φόρων εισόδημα όλων των νοικοκυριών μειώθηκε μεταξύ 2008 και 2012 κατά 23%, ότι η πρόσθετη φορολογία (άμεσοι και έμμεσοι φόροι και φόροι περιουσίας) που επιβλήθηκε οδήγησε σε μια πρόσθετη μέση μείωση εισοδήματος κατά 7% και ότι ο πληθωρισμός στην ίδια περίοδο μείωσε περαιτέρω το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα κατά 5%. Η συνολική μέση μείωση ήταν δηλαδή 35%. Αυτοί οι μέσοι όροι σημαίνουν ότι για κάποιους οι απώλειες ήταν δραματικά μεγαλύτερες, για κάποιους άλλους ηπιότερες και ότι, τέλος, άλλα νοικοκυριά αντί για απώλειες πετυχαίνουν να αυξήσουν τα εισοδήματά τους.

Πέρα από πολλά κρίσιμα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα που εξετάστηκαν στην παραπάνω μελέτη, ένα κεντρικό ερώτημα ήταν «ποιοι έχασαν, ποιοι κέρδισαν και τι ανακατατάξεις σημειώθηκαν στα χαμηλά, τα μεσαία και τα υψηλά εισοδήματα» και ποια η γενικότερη σημασία τους. Για να προσεγγίσουμε το θέμα, κάναμε τρεις διακρίσεις: τα πρώτα έξι δεκατημόρια (60% του πληθυσμού) αντιπροσωπεύουν τα σχετικά χαμηλά εισοδήματα, τα επόμενα τρία δεκατημόρια (30%) τα μεσαία εισοδήματα και το υψηλότερο (το 10ο) δεκατημόριο τα υψηλά εισοδήματα.

Στο γράφημα (επάνω) φαίνεται πού βρισκόταν το προ φόρων εισόδημα στις τρεις ομάδες πριν από την έναρξη της κρίσης (2008) και στην κορύφωση της κρίσης (2012). Διαπιστώνεται ότι στη χαμηλή εισοδηματική ομάδα το μέσο εισόδημα έχει αυξηθεί κατά 1% το 2012 σε σχέση με το 2008, στη μεσαία ομάδα έχει μειωθεί κατά 18,9%, ενώ στην υψηλή ομάδα έχει μειωθεί κατά 36,5%. Η πρώτη ανάγνωση δείχνει συνεπώς ότι οι εισοδηματικές μειώσεις συμβαδίζουν με μια «λογική κοινωνικής δικαιοσύνης», αφού τα υψηλότερα εισοδήματα επιβαρύνθηκαν περισσότερο. Η εικόνα αυτή δημιουργεί την εντύπωση ότι η «χαμηλή ομάδα» είναι κερδισμένη. Ομως το μέσο εισόδημα της ομάδας αυτής τόσο το 2008 όσο και, κυρίως, το 2012 ήταν κοντά ή και κάτω από το όριο φτώχειας (8.767 ευρώ το 2008 και 7.756 ευρώ το 2012). Επιπλέον, από τον πίνακα προκύπτει ότι το 52% των νοικοκυριών της χαμηλής ομάδας, που σημαίνει το 31% όλων των νοικοκυριών της χώρας, είδε το μέσο ετήσιο εισόδημά του να μειώνεται από τα 10.578 ευρώ στα 6.576 ευρώ, δηλαδή κάτω από το όριο της φτώχειας. Από άλλη ανάλυση της μελέτης προκύπτει επίσης ότι η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης έπληξε σε δυσανάλογα μεγάλη έκταση τα χαμηλότερα εισοδήματα.

Οι μεταβολές που αναφέρθηκαν δείχνουν δύο διαφορετικές πραγματικότητες: α) ποιες ομάδες υπέστησαν μικρότερη ή μεγαλύτερη μείωση του βιοτικού τους επιπέδου και β) το σημαντικό τμήμα της κοινωνίας που βιώνει εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, στο οποίο εντοπίζονται τα πιεστικότερα προβλήματα φτώχειας και οι πιεστικότερες προτεραιότητες πολιτικής παρέμβασης. Οτι τα μεσαία/υψηλά εισοδήματα υπέστησαν πιο μεγάλες μειώσεις είναι μια κρίσιμη διαπίστωση, αλλά δεν αλλάζει το πού εντοπίζονται τα σημαντικότερα προβλήματα και οι προτεραιότητες της πολιτικής, πολύ περισσότερο που πολλά παλιά μεσαία ή και πλουσιότερα νοικοκυριά έχουν περάσει σήμερα σε συνθήκες φτωχοποίησης.

Αξιοποιώντας τα διαθέσιμα στοιχεία, μπορεί να γίνει και μια δεύτερη, λιγότερο εμφανής, ανάγνωση. Και στις τρεις ομάδες διακρίνονται νοικοκυριά που είχαν αυξημένα εισοδήματα κατά τη διάρκεια της κρίσης (οι κερδισμένοι) και νοικοκυριά που τα εισοδήματά τους μειώθηκαν (οι χαμένοι). Με εξαίρεση τη χαμηλή ομάδα, όπου τα «κέρδη» ξεπερνούν τις «απώλειες», και το μέσο εισόδημα του 2012 ξεπερνά το αντίστοιχο του 2008, στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα σημειώνεται το αντίθετο. Στον Πίνακα 1 μπορεί να δει κανείς τον αριθμό και το ποσοστό των χαμένων και κερδισμένων νοικοκυριών και το ύψος του εισοδήματος που απωλέσθη ή αυξήθηκε.
Η εξέλιξη στα «πλούσια» εισοδήματα


Η εισοδηματικά πλουσιότερη ομάδα (10ο δεκατημόριο) παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί είναι εξαιρετικά ανομοιογενής. Αυτό διαπιστώνεται αν διακρίνει κανείς τα νοικοκυριά του υψηλότερου δεκατημορίου σε τέσσερις υποομάδες (βλ. γράφημα-κάτω). Στο χαμηλότερο 5%, στο επόμενο 4%, στο επόμενο 0,9% και, τέλος, στο πλουσιότερο χιλιοστημόριο 0,1%. Διαπιστώνεται ότι όσο ανεβαίνει το εισόδημα τόσο πιο σημαντικές μειώσεις σημειώθηκαν και τόσο μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών ανήκει στην ομάδα των χαμένων.

Η προγενέστερη και η «νέα» εισοδηματική ισορροπία
Αν εξετάσει κανείς τη «νέα» κατάσταση που χαρακτηρίζει τις τρεις ομάδες νοικοκυριών με κριτήριο τα εισοδήματά τους το 2012 και από ποια αφετηρία ξεκίνησαν τα εισοδήματα αυτά πηγαίνοντας πίσω, προς το 2008 (Πίνακας 6.9 της μελέτης), διαπιστώνει ότι οι «παλαιές» εισοδηματικές ομάδες σε μεγάλο βαθμό έχουν δώσει τη θέση τους σε «νέες». Τα εισοδήματα των νοικοκυριών που το 2012 βρίσκονται στη χαμηλή ομάδα είναι μειωμένα κατά 34,2% σε σχέση με τα εισοδήματα που τα ίδια αυτά νοικοκυριά είχαν το 2008. Ομως η χαμηλή ομάδα του 2012 δεν είναι η χαμηλή ομάδα του 2008, που είδαμε ότι το μέσο εισόδημά της αυξήθηκε οριακά (1%) μεταξύ 2008 και 2012. Περιλαμβάνει βεβαίως ένα τμήμα των νοικοκυριών της χαμηλής ομάδας του 2008, αλλά και πολλά νοικοκυριά από τη μεσαία ή την υψηλή εισοδηματική ομάδα του 2008 που είδαν το εισόδημά τους να μειώνεται τόσο έντονα μέχρι το 2012, ώστε να μεταπίπτουν στη χαμηλή ομάδα. Τα εισοδήματα του 2012 όσων νοικοκυριών βρίσκονταν στη «νέα» μεσαία, αλλά και στην υψηλή ομάδα έχουν υποστεί τη μισή περίπου μείωση σε σχέση με την παραπάνω μείωση που υπέστη η χαμηλή ομάδα (-15,2% και -14,1%, αντίστοιχα).
Στη μεσαία ομάδα του 2012 ένα μικρό μέρος των κερδισμένων προέρχεται από τους κερδισμένους της χαμηλής ομάδας του 2008, των οποίων τα εισοδήματα κατά μέσο όρο αυξήθηκαν κατά 39,8%. Αυτά τα νοικοκυριά πέρασαν το κατώφλι και εντάχθηκαν στη μεσαία ομάδα. Ενα μέρος των χαμένων της μεσαίας ομάδας προέρχεται από νοικοκυριά της υψηλής ομάδας που υποβαθμίστηκαν. Αντίστροφα, στην υψηλή τάξη μετατοπίστηκαν και νοικοκυριά από τη μεσαία ομάδα. Πάντως τα περισσότερα νοικοκυριά όλων των σημερινών ομάδων (2012) έχασαν αρκετά σε σχέση με τα εισοδήματα που είχαν στο παρελθόν. Επιπλέον όμως τα νοικοκυριά που είναι σήμερα στη χαμηλή ομάδα έχασαν συγκριτικά περισσότερο από ό,τι οι υπόλοιποι.
Κάποια συμπεράσματα


Ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα της μελέτης, κάποια από τα οποία βρίσκονται και σε αντίθεση με μια σειρά από συνήθη στερεότυπα, είναι τα εξής:
Πρώτον, ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις που προκύπτουν στις διάφορες αναλύσεις και υπολογισμούς, η ανισότητα παραμένει μια σοβαρή παράμετρος στην ελληνική κοινωνία, παρότι σε διάφορα επί μέρους μέτρα πολιτικής, και ιδιαίτερα στις συντάξεις, προστατεύθηκαν οι πιο ασθενείς κοινωνικές ομάδες. Βέβαια η «μεταβολή της ανισότητας» στη διάρκεια της κρίσης παρέμεινε φαινομενικά πολύ περιορισμένη, κυρίως γιατί επηρεάστηκε από αντίρροπες δυνάμεις. Ειδικότερα σημειώθηκαν πολύ σοβαρές μειώσεις εισοδήματος τόσο στα χαμηλότερα όσο και στα υψηλότερα εισοδήματα, αλλά, όπως σημειώθηκε, και στο εσωτερικό των ομάδων αυτών. Συνεπώς η σχετικά περιορισμένη μεταβολή των δεικτών ανισότητας για το σύνολο της χώρας υποκρύπτει σημαντικά διαφορετικές εξελίξεις σε διάφορες ομάδες της κοινωνίας.
Δεύτερον, κέρδη και απώλειες σημειώνονται στο εσωτερικό και των τριών μεγάλων κοινωνικών ομάδων που διακρίναμε (χαμηλά, μεσαία, υψηλά εισοδήματα). Οι οικονομικά πιο ισχυρές ομάδες είχαν πολύ πιο σημαντικές απώλειες, τόσο σε απόλυτους όσο και σε σχετικούς όρους, ενώ οι απώλειες των «κάτω» ήταν μεν λιγότερο μεγάλες, αλλά ήταν πιο επώδυνες, γιατί αφορούσαν είτε χαμηλά εισοδήματα είτε μεσαία ή υψηλά εισοδήματα που σημείωσαν πολύ μεγάλη πτώση και βρέθηκαν πολύ χαμηλά. Η διαπίστωση για την παράλληλη συνύπαρξη κερδών και απωλειών σε όλες τις ομάδες είναι πολύ σημαντική, καθώς βρίσκεται ενάντια στη διχοτομική αντίληψη ότι κέρδη και απώλειες επηρέασαν μονοσήμαντα τη μία ή την άλλη ομάδα.
Τρίτον, από οικονομική, κοινωνική και πολιτική οπτική δεν είναι διόλου αδιάφορο τι χάνουν και τι κερδίζουν οι κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται κάτω ή επάνω από τους κάτω ή πολύ επάνω. Ωστόσο μια βαθύτερη ανάλυση του ερωτήματος αυτού, όπως και πολλών άλλων, ξεπερνούσε τα όρια της μελέτης που έγινε.
Τέταρτον, πολιτικές αναδιανομής ή αντιστάθμισης ή πολιτικές αντιμετώπισης των κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν τις νέες πραγματικότητες και τις νέες μορφές φτώχειας και ανισότητας. Οι παλιές πραγματικότητες έχουν ανατραπεί ή μεταβληθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα πολιτικές που εστιάζουν σε παλαιότερα πρότυπα να κινδυνεύουν να εντείνουν τις ανισότητες ή να αφήσουν ανεπηρέαστες πολύ δύσκολες πραγματικότητες.
Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής, πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ