Στοιχεία ιστορικότητας έχει η παραπομπή του πρώην υπουργού Οικονομικών κ. Γιώργου Παπακωνσταντίνου, για την υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ, στο Ειδικό Δικαστήριο, καθώς είναι η πρώτη φορά μετά την εποχή Κοσκωτά, κατά την οποία υπουργός θα καθίσει στο εδώλιο του Αρείου Πάγου.

Δείτε το βούλευμα με το οποίο παραπέμπεται ο Γ.Παπακωντίνου

Τον κ. Παπακωνσταντίνου παρέπεμψε σχετικά το Δικαστικό Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου με ψήφους 4 προς 1, ύστερα από τη θετική (ως προς την παραπομπή) εισήγηση του κ. Βασίλη Πλιώτα. Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Ο πρώην υπουργός κατηγορείται για δυο κακουργήματα, αυτά της απιστίας στην υπηρεσία και της νόθευσης εγγράφου, ενώ απαλλάσσεται από το πλημέλλημα με το οποίο βαρυνόταν, αυτό της παράβασης καθήκοντος.

Στο εδώλιο δεν θα καθίσουν πάντως οι συγγενείς του, των οποίων τα ονόματα κατηγορείται ότι έσβησε από τη λίστα Λαγκάρντ: η εξαδέλφη του κυρία Ελένη Παπακωνσταντίνου, ο σύζυγος της κ. Συμεών Σικιαρίδης, καθώς και ο σύζυγος της έτερης εξαδέλφης του κ. Ανδρέας Ρωσσώνης απαλλάσσονται από τα την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας σε δυο αδικήματα κακουργηματικού χαρακτήρα, αυτά της πλαστογραφίας και της απιστίας.

Το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου είναι αμετάκλητο. ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Σε ερώτηση του «Βήματος» ο συνήγορος του πρώην υπουργού κ. Τάκης Βασιλακόπουλος περιορίστηκε να πει με νόημα: «καλά θα κάνει ο καθένας να διαβάσει το βούλευμα πάρα πολύ καλά».

Το σκεπτικό του βουλεύματος

Το σκεπτικό του βουλεύματος έχει μεταξύ άλλων τα εξής βασικά σημεία:

Τη νόθευση επέφερε ο κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου, για να μη θιγεί η πολιτική του εικόνα. Αναφέρεται χαρακτηριστικά : «… ο οποίος, με την ενέργειά του, αφ’ ενός απέβλεπε στην αποφυγή βλάβης της πολιτικής του εικόνας, ως Υπουργού Οικονομικών, η οποία θα μπορούσε να επέλθει με την αποκάλυψη ότι συγγενείς του αναφέρονταν ως δικαιούχοι λογαριασμών στη «λίστα Falciani», και αφ’ ετέρου επιδίωκε την εξυπηρέτηση των εν λόγω συγγενών του, με την αποτροπή φορολογικού ελέγχου εις βάρος τους».

Οι δικαστές απορρίπτουν ως μη πειστικούς τους ισχυρισμούς του κ. Παπακωνσταντίνου, τόσο ότι δεν προέβη αυτός στην ένδικη νόθευση όσο και ότι αυτή έγινε από άλλο πρόσωπο, για να ενοχοποιηθεί ο ίδιος. Πρωτίστως, διότι θα έπρεπε να συμβαίνουν «πέντε απίθανες συμπτώσεις», λένε οι δικαστές, κοινώς θα έπρεπε να έχει συνωμοτήσει το σύμπαν για να ενοχοποιηθεί ο πρώην υπουργός.

Και προσθέτουν στο σκεπτικό: «Εξ άλλου, το γεγονός ότι ο κ. Ιωάννης Διώτης, στις καταθέσεις που κατά καιρούς έδωσε, προέβη σε παλινωδίες ως προς το χρόνο, κατά τον οποίο η φορητή μονάδα αποθήκευσης USB περιήλθε και παρέμεινε στην κατοχή του, αυτό και μόνο και χωρίς να συνδυάζεται με άλλη, συγκεκριμένη και ευλογοφανή εκδοχή αλλοιώσεως του περιεχομένου του εν λόγω USB από τρίτο πρόσωπο, δεν αρκεί για να κλονίσει την κρίση περί υπάρξεως αποχρωσών ενδείξεων, όπως αυτές έχουν ήδη εκτεθεί, ότι ο κατηγορούμενος Γ. Παπακωνσταντίνου προέβη στην επίμαχη αλλοίωση».

Είναι, δε, ξεκάθαρο – σύμφωνα με τους αρεοπαγίτες – ότι ο κ. Παπακωνσταντίνου ό,τι έκανε το έκανε μόνος του, ουδόλως παρακινούμενος από τους συγγενείς του. Τονίζουν ότι κανένα αξιόλογο αποδεικτικό στοιχείο δεν υπάρχει στη δικογραφία σχετικά με τον τρόπο και τα μέσα, με τα οποία έγινε η σχετική παρακίνηση, ως εκ τούτου δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία που τους βάραινε για ηθική αυτουργία. Και δεν αρκεί ως αποδεικτικό στοιχείο, από μόνη της, η συγγένεια τους…

Σημαντικό, βεβαίως, από κάθε άποψη είναι και το σκεπτικό του δικαστή που μειοψήφησε, του αρεοπαγίτη κ. Χριστόφορου Κοσμίδη, ο οποίος τόνισε ότι
«δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο».

Σημειώνεται συγκεκριμένα ότι «το φερόμενο ως, κατ’ αρχήν, περισσότερο εύλογο ενδεχόμενο της νόθευσης του αντιγράφου USB από τον κατηγορούμενο Γ. Παπακωνσταντίνου εξασθενίζει σοβαρά, αν ληφθούν υπ’ όψη οι παλινωδίες του Ι. Διώτη, η επεξεργασία, την οποία είχε το περιεχόμενο του αντιγράφου USB στο laptop του Ειδικού Γραμματέα του ΣΔΟΕ, οι μετακινήσεις του αντιγράφου USB μεταξύ των τριών Η/Υ, που προαναφέρθηκαν και, μάλιστα, σε ημέρες, οι οποίες θεωρούνται κρίσιμες για το χρόνο νόθευσης του περιεχομένου του, η πρόνοια να καταστραφεί τόσο το περιεχόμενο του αντιγράφου USB όσο και τα περαιτέρω αντίγραφα, που είχαν δημιουργηθεί στο laptop του Ειδικού Γραμματέα του ΣΔΟΕ, επί των οποίων θα μπορούσαν να ανιχνευθούν ίχνη διαγραφής των τριών αρχείων, εφ’ όσον η διαγραφή είχε γίνει επ’ αυτών και, τέλος, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι υπήρξε σκευωρία σε βάρος του».

Συμπληρώνεται, μάλιστα, ότι οι υπάρχουσες ενδείξεις «δεν φαίνεται εφικτό να ενισχυθούν στο ακροατήριο». Συγκεκριμένα: «Οι υπάρχουσες ενδείξεις, οι οποίες πιθανολογούν ένα ενδεχόμενο, το οποίο προκύπτει ως συμπέρασμα συλλογισμού (ήτοι, α: λείπουν τρία αρχεία, β: τα αρχεία αυτά αφορούν σε συγγενείς του κατηγορουμένου, άρα γ: ο κατηγορούμενος, που υπήρξε ο δημιουργός και πρώτος κάτοχος του αντιγράφου USB, διέγραψε τα αρχεία που λείπουν), δεν φαίνεται εφικτό να ενισχυθούν στο ακροατήριο».

Η διαδικασία

Το ζήτημα της ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης περιπλέκεται πάντως από τις πολιτικές εξελίξεις, καθώς είναι ανοικτό το ενδεχόμενο διενέργειας εθνικών εκλογών.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι το βούλεμα θα φθάσει στα χέρια του κ. Παπακωνσταντίνου τις προσεχείς δέκα ημέρες (θα επιδοθεί παράλληλα στον Πρόεδρο της Βουλής κ. Ευάγγελο Μεϊμαράκη), και εν συνεχεία ο Πρόεδρος της Βουλής θα κληρώσει σε δημόσια συνεδρίαση δεκατρία τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη, τα οποία και θα απαρτίζουν το Ειδικό Δικαστήριο.

Η κλήρωση θα γίνει μεταξύ δικαστών του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην ίδια συνεδρίαση της Βουλής, θα αναδειχθεί και ο εισαγγελέας του Ειδικού Δικαστηρίου, από τη δεξαμενή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.

Πρόεδρος αναδεικνύεται το ανώτερο σε βαθμό μέλος από τον Άρειο Πάγο.

Στα καθήκοντα του Προέδρου συγκαταλέγεται και αυτό του ορισμού της δικασίμου.

Μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία στη Βουλή, ο Πρόεδρος οφείλει να προσδιορίσει τη δίκη σε διάστημα 40-60 ημερών.