Δεν κάνει πολλά πράγματα από αυτά που κάνει κάποιος που θεωρείται τυπικός Ελληνας. Δεν ξέρει να οδηγεί, δεν υποστηρίζει καμία ομάδα, δεν ξέρει τάβλι. Από την άλλη πλευρά, έχει υπηρετήσει στον στρατό, του αρέσει πολύ το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι (είναι από τα πράγματα που ξέρει καλά) και καπνίζει πολύ. Και γράφει για το κέφι του. Δεν γράφει ούτε για να θεραπεύσει τα ψυχολογικά του κενά ούτε για να αρέσει στους αναγνώστες. Γράφει με το ίδιο μεράκι που ένας μαραγκός φτιάχνει έπιπλα. Μέχρι πριν από μερικούς μήνες ο Χρήστος Χωμενίδης ήταν «χαρακτηρισμένος» ως το «Σοφό παιδί», από τον τίτλο του πρώτου βιβλίου που έγραψε το 1993. Τώρα είναι ο γιος της Νίκης, από τον τίτλο του ομώνυμου βιβλίου του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη και αποτέλεσε το έναυσμα της συνάντησής μας.

Όταν πολύ τρυφερό που ρυθμίσαμε το ραντεβού με βάση τις ανάγκες της κόρης σας, της μικρής Νίκης. «Οταν κάνεις αγόρι, προεκτείνεις το εγώ σου. Οταν κάνεις κορίτσι, υπερβαίνεις το εγώ σου».

Θυμάστε τη στιγμή που αποφασίσατε να γράψετε τη «Νίκη»; «Η μαμά μου πέθανε το 2008. Η Νίκη, η κόρη μου, γεννήθηκε το 2010. Ολα τα συγγενικά πρόσωπα που υπάρχουν στο βιβλίο είχαν πεθάνει επίσης. Βρέθηκα να αισθάνομαι κάπως παράξενα και αγχωμένα, γιατί ήμουν εκείνος που ήξερε όλες αυτές τις ιστορίες. Να χαθούν μαζί μου; Τρομερό. Κάποια στιγμή που τα έλεγα στη μαμά της μικρής, μου είπε ότι είναι τόσο μπερδεμένα που δεν θα τα μετέφερε σωστά στην κόρη μας και μου ζήτησε να της γράψω μια επιστολή. Αρχισα να γράφω και η επιστολή έγινε μυθιστόρημα. Εχω και ένα αντίγραφο του βιβλίου το οποίο έχει τα κανονικά ονόματα. Σκέφτομαι να βάλω και φωτογραφίες των ανθρώπων όπως ήταν για να το έχει η κόρη μου».

Η Αλκη Ζέη, που έχει ζήσει εκείνη την εποχή, μας έχει πει ότι στη «Νίκη» πιάσατε με αξιοθαύμαστη ακρίβεια το συναίσθημα. Μπορεί κάποιος να «ζήσει» τη ζωή με το αίμα των άλλων; «Η Ελλάδα από το 1966 που γεννήθηκα ως το 1974 διατηρούσε μνήμες της εποχής στην οποία αναφέρομαι στο βιβλίο. Οταν ήμουν οκτώ χρόνων, το τέλος του Εμφυλίου απείχε μόλις 25 χρόνια. Οι άνθρωποι που συμμετείχαν στα γεγονότα υπήρχαν ακόμη, είχαν μνήμες και τους απασχολούσαν όλα αυτά. Ημουν το μικρότερο παιδί σε ένα πολύ μεγάλο σόι, όπου άνθρωποι και από τις δύο πλευρές συμμετείχαν στα γεγονότα, ήθελαν πάρα πολύ, και τους άρεσε πολύ, να διηγούνται αυτά που τους είχαν συμβεί».

Προέρχονταν από δύο αντίθετες πλευρές. Δεν υπήρχαν αντιπαραθέσεις; «Οχι. Αυτό ήταν το καταπληκτικό. Ενα από τα κεντρικά πρόσωπα στη “Νίκη”, ο Αρμάος, ήταν ο παππούς μου. Ηταν γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Ο γαμπρός του ήταν ένας εξαιρετικός τύπος, ο οποίος είχε συντονίσει τη μετεγκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων στη Μακεδονία. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος, που ήταν και συμφοιτητής με τον Μαξίμ Γκόρκι, επί Κατοχής πείστηκε ότι πρέπει να γίνει υπουργός Επισιτισμού της κυβέρνησης Τσολάκογλου για να βοηθήσει τους Ελληνες και να μην πεθάνουν από την πείνα. Αυτός και ο παππούς μου ήταν εκ διαμέτρου αντίθετοι ιδεολογικά, όμως κάθονταν στο ίδιο τραπέζι, έκαναν μαζί γιορτές, συνομιλούσαν».

Αυτό, όμως, ήταν μάλλον εξαίρεση. «Νομίζω ότι οι μπαρουτοκαπνισμένοι δεν είναι φανατικοί, μπορούν να παραμερίσουν τις ταμπέλες και να μπουν στην ουσία. Είναι πιο έτοιμοι να συνομιλήσουν με τον αντίπαλο, σε αντίθεση με αυτούς που διατυπώνουν απόψεις από τον καναπέ τους. Ξέρετε, εκείνους που είναι επιθετικοί και γίνονται τρομερά προσβλητικοί. Υπάρχει μια πολύ ωραία λέξη στα ρωσικά για αυτούς, το малакасос (μαλακασός). Σημαίνει αυτός που πίνει ακόμη γάλα».

Εννοείτε «μαλακασός» σε σχέση με τη ζωή, όχι με την οικογένεια. «Φυσικά. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι στηρίζουν την οικογένειά τους ζώντας μαζί της και είναι πάρα πολύ σπουδαίοι. Μιλάω για όσους ξυπνάνε το πρωί και ζητάνε από τη μαμά τους να τους φέρει το γάλα. Δεν είναι τυχαίες οι τόσες διαφημίσεις με νέους που η μαμά τους τούς φέρνει το γάλα ή την πορτοκαλάδα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει τέτοιο κοινό».

Τη μικρή Νίκη την αφήνετε να βλέπει τηλεόραση; «Προσπαθώ να μην υπάρχει απαγορευμένος καρπός. Να μην αισθάνεται ότι στερείται πράγματα, για να μην τα μυθοποιήσει. Μόνο τσιπς δεν την αφήνω να τρώει. Της λέω ότι είναι σκουπίδια με αλάτι».

Yπάρχει κάτι στο οποίο την εκπαιδεύετε; «Μια αίσθηση κοινωνικού νοιαξίματος. Με αφορμή το τραγουδάκι “Φεγγαράκι μου λαμπρό”, με ρώτησε γιατί τα παιδάκια πήγαιναν σχολείο βράδυ. Μία επιλογή ήταν να της πω για το κρυφό σχολειό, που όμως δεν υπήρξε, και το βρήκα άχαρο. Τελικά της είπα ότι τα παιδάκια κάποτε αναγκάζονταν να πάνε σε νυχτερινά σχολεία γιατί την ημέρα δούλευαν. Και πως σε άλλες περιοχές της Γης ακόμη δουλεύουν τα παιδιά. Της είπα ότι δικό μας χρέος είναι να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μη δουλεύει κανένα παιδάκι, αλλά όλα να πηγαίνουν στο σχολείο, να μαθαίνουν γράμματα και να παίζουν. Της έκανα δηλαδή μια εισαγωγή στη σοσιαλδημοκρατία».

Ποιο ήταν το καταλυτικό πρόσωπο στη ζωή σας; «Και οι δύο γονείς μου. Ο πατέρας μου, τον οποίο γνώρισα λίγο, γιατί πέθανε όταν ήμουν 13, συνέβαλε πάρα πολύ ακόμη και στην πολιτική σκέψη μου, αφού ήταν άνθρωπος με οριακές εμπειρίες από πολύ μικρή ηλικία. Τον πατέρα του, που ήταν από τα ιδρυτικά στελέχη του ΕΑΜ, τον απαγχόνισαν ταγματασφαλίτες στην Πάτρα, ενώ η μητριά του, μια εξαιρετική γυναίκα, δεν δέχτηκε να ζει μετά τον θάνατο του συζύγου και συντρόφου της και αυτοκτόνησε. Αργότερα, ο πατέρας μου υπέστη τεράστια οικονομική κατάρρευση και βρέθηκε να πουλάει λεμόνια στην Ομόνοια. Αυτός ο άνθρωπος μου έδωσε ορισμένα κλειδιά ερμηνείας της ζωής τα οποία πιστεύω ότι λειτουργούν ακόμη».

Σας τα έδωσε με το παράδειγμά του ή μέσα από συζητήσεις; «Κυρίως με συζητήσεις. Μου είπε, για παράδειγμα, ότι θα ήταν πάρα πολύ εύκολο να μισεί κάποιους, ωστόσο για εκείνον το ζήτημα δεν είναι να μισείς, αλλά να μπεις στη θέση του άλλου. Να καταλάβεις την πορεία της σκέψης και των συναισθημάτων που τον οδήγησαν σε αυτό το οποίο έκανε και με αυτόν τον τρόπο να εμπλουτίσεις τον εαυτό σου και να δημιουργήσεις μια σχέση. Το να μένεις στη φαινομενικά αγεφύρωτη συμπεριφορά δεν έχει νόημα».

Πιστεύετε ότι υπάρχει αληθινή Αριστερά στην Ελλάδα; «Δεν θα στερήσω από κανέναν τη δυνατότητα να λέει ότι είναι αριστερός ή ότι είναι δεξιός ή ότι είναι όμορφος. Αριστερά, για μένα, είναι η διαρκής εμβάθυνση της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δημοκρατίας. Ομως ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που δεν δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία ή παρουσιάζει φαινόμενα μισαλλοδοξίας, δεν είναι ιδιαίτερα αριστερό. Εχουν μια τάση αν πεις κάτι που δεν τους αρέσει να σε συκοφαντήσουν, να σε αποδομήσουν ως άνθρωπο και ως προσωπικότητα. Ενα από τα πράγματα που μου έμαθε η μάνα μου, η οποία ήταν βγαλμένη μέσα από την Αριστερά, είναι ότι δεν δίνουμε χαρακτηρισμούς σε ανθρώπους, χαρακτηρίζουμε πράξεις. Δεν θα πεις “είσαι βλάκας”, θα πεις “λες βλακείες”, αλλιώς ο άλλος περιχαρακώνεται και η σχέση διαλύεται».

Tι είναι τελικά η Αριστερά; «Νομίζω ότι δεν συζητήθηκε στην Ελλάδα καθόλου τι συνέβη το 1989 στην Ανατολική Ευρώπη. Κανείς δεν έχει αναρωτηθεί σε βάθος γιατί αυτό το τρομερό πείραμα που ξεκινούσε από τη Σοβιετική Ενωση και άπλωσε τις ακτίνες του κατέρρευσε. Λέω “ακτίνες” και όχι “πλοκάμια”. Η Αριστερά, μετά το 1989, είναι διαφορετική παντού στον κόσμο, πλην της Ελλάδας. Αυτός που φωνάζει “ραντεβού στα γουναράδικα” προφανώς είναι οπαδός του Αρη Βελουχιώτη. Εμείς είμαστε οπαδοί του Βελουχιώτη; Αν είμαστε, δεν έχω καμία αντίρρηση. Αλλά αυτό θα σημαίνει αίμα, δάκρυα και ιδρώτα. Αυτοί που θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ θα θέλουν να τα σπάσουν με την Ευρώπη και να ακολουθήσουμε έναν δικό μας δρόμο;».

Με βάση τα ως τώρα δεδομένα, τι πιστεύετε ότι θα συμβεί στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας; «Πηγαίνουμε καλπάζοντας προς έναν νέο δικομματισμό. Αυτοί που δεν θέλουν να ψηφίσουν ούτε ΣΥΡΙΖΑ ούτε Νέα Δημοκρατία θα καταληφθούν από αυτό που ονομάζω “σύνδρομο του σαββατόβραδου”. Το Σάββατο πριν από τις εκλογές, κάποιους θα τους πιάσει σύγκρυο στη σκέψη ότι μπορεί να τους κυβερνήσουν ο Στρατούλης και ο Λαφαζάνης και θα πάνε να ψηφίσουν Νέα Δημοκρατία, και κάποιοι άλλοι που δεν θέλουν με τίποτα να υποστούν ξανά τον Γιακουμάτο και τη Βούλτεψη θα πάνε να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ. Εγώ είμαι απόλυτα υπέρ των πολυκομματικών κυβερνήσεων και θα ήλπιζα κανένας να μην καταληφθεί από το “σύνδρομο του σαββατόβραδου”, αλλά, αντιθέτως, όλοι να ψηφίσουμε ό,τι θεωρούμε καλύτερο. Κάτι που θα μας οδηγούσε αναγκαστικά σε πολυκομματικές κυβερνήσεις».

Θα μπορούσε να υπάρξει μέγεθος ανάλογο των Κωνσταντίνου Καραμανλή, Ανδρέα Παπανδρέου, Λεωνίδα Κύρκου; «Δεν θα μπορούσε να υπάρξει αντίστοιχο μέγεθος. Απαιτείται πλέον τέτοια υπερέκθεση ώστε απομυθοποιούνται οι άνθρωποι».

Αυτό, όμως, ισχύει παγκοσμίως. «Υπάρχουν λαοί που θέλουν καλές ηγεσίες και λαοί που δεν θέλουν. Το υγιές είναι να ψηφίζεις κάποιον που θεωρείς ότι είναι καλύτερός σου, πιο μορφωμένος, πιο ικανός, πιο έξυπνος. Υπάρχει και η στάση “ψηφίζω κάποιον που τον θεωρώ ίσο μου” και αυτή τού “ψηφίζω κάποιον που να μπορώ να τον κοροϊδεύω ταυτόχρονα”. Δεν πιστεύω ότι ένας άνθρωπος θα πάει στα σοβαρά να ψηφίσει τον Παύλο Χαϊκάλη για να μας εκπροσωπήσει στη Βουλή. Είναι ένας άνθρωπος που στον τομέα του είναι καλός. Δεν καταλαβαίνω, όμως, ποιος θεωρεί ότι έχει τις ικανότητες, τις δεξιότητες και τις γνώσεις για βουλευτής».

Είναι αποτελέσματα και της αισθητικής που φτιάχνει η τηλεόραση. «Μπορούμε να βλέπουμε τηλεόραση, αλλά δεν είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθούμε. Εμένα δεν με αφορά η ιστορία “Μάρκος Σεφερλής”, κλείνω το κανάλι και δεν βλέπω. Είναι πιο πολιτική στάση να ασχολείσαι αρνητικά με τον Σεφερλή από το να συναντήσεις πέντε φίλους και να ακούσετε ωραία μουσική; Θυμάμαι όταν ήταν η μητέρα μου στο νοσοκομείο, πήγαινα κάθε μέρα επί έναν χρόνο και όλοι οι ασθενείς στους θαλάμους έβλεπαν τηλεόραση, έβλεπαν τον Γιακουμάτο και την Κανέλλη να τσακώνονται. Μα αυτό είναι που θέλεις να κάνεις πριν από το τέλος της ζωής σου;».

Υπάρχει κάποια περίοδος της ζωής σας που θα τη διαγράφατε και ας σήμαινε αυτό λιγότερη ζωή; «Νομίζω ότι δεν μπορείς να διαγράψεις μια περίοδο της ζωής σου, γιατί η συνέχεια θα είναι πλαστή. Ομως η περίοδος μετά τον θάνατο του πρώτου μου παιδιού ήταν μια τραγική κατάσταση. Τότε κατάλαβα ότι δεν μπορούμε να φέρουμε τον κόσμο στα μέτρα μας».

Ενώ ως τότε είχατε αυτή την ψευδαίσθηση; «Ως τότε είχα περάσει μικρός τον θάνατο του πατέρα μου και αργότερα την αρρώστια της μητέρας μου. Αλλά ένας γονιός να χάνει το παιδί του; Αυτοί που τους έχει συμβεί κατατάσσονται σε μια άλλη κατηγορία ανθρώπων. Αυτό μπορεί να σε κάνει ακόμη και κυνικό με τους ανθρώπους. Την κατ’ αρχήν στάση μου απέναντι στη χρεοκοπία και στα Μνημόνια τη συνδέω με αυτή μου την εμπειρία. Οταν έβλεπα ανθρώπους αγανακτισμένους γιατί μειώθηκε ο μισθός τους έλεγα ότι υπάρχουν και άλλα πράγματα στη ζωή. Βέβαια, δεν θεωρώ ότι ο άλλος είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει, και πάντα υπάρχει κάτι χειρότερο, απλώς έβρισκα υπερβολική τη συμπεριφορά τους επειδή υπογράψαμε Μνημόνια».

Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Νοεμβρίου 2014