Τουλάχιστον 14 άτομα εμπλέκονται σε απάτη από όμιλο εταιρειών (Ιδιωτικό Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης), ο οποίος για πάνω από 20 χρόνια δραστηριοποιείται στον τομέα της μεταδευτεροβάθμιας ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ. οι εμπλεκόμενοι, ηλικίας από 35 ως 97 ετών, σχετίζονται με τον συγκεκριμένο Όμιλο είτε ως ιδιοκτήτες είτε κατέχοντας άλλες θέσεις. Σε βάρος τους έχει σχηματισθεί δικογραφία για σύσταση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, απάτη σε κακουργηματικό βαθμό, καθώς και πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες («ξέπλυμα μαύρου χρήματος»).
Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση της Αστυνομίας η συγκεκριμένη υπόθεση διερευνήθηκε στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία ολοκληρώθηκε και τα αποτελέσματα που προέκυψαν υπεβλήθησαν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών.
Μιλώντας για την υπόθεση ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας ταξίαρχος κ. Απόστολος Αλαμάνας σημείωσε πως «από τα στοιχεία της προδικαστικής δικογραφίας προκύπτει ότι οι ιδιοκτήτες του παραπάνω Ομίλου, οι οποίοι έχουν μεταξύ τους συγγενικές σχέσεις, ίδρυαν με νομιμοφανείς τρόπους εταιρείες, στις οποίες τοποθετούσαν «αχυράνθρωπους», ως νομικά υπεύθυνους – διαχειριστές. Τα άτομα αυτά στην συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν υπέργηρα και χωρίς οικονομική επιφάνεια».
Και πρόσθεσε πως «οι συγκεκριμένες εταιρείες-«βιτρίνες» λειτουργούσαν με αποκλειστικό σκοπό τη διαφημιστική προβολή και την «ενοικίαση» διοικητικού και διδακτικού προσωπικού στις εταιρείες του Ομίλου. Με τη δημιουργία των συγκεκριμένων εταιρειών ο Όμιλος απαλλασσόταν από την υποχρέωση καταβολής, αφενός μεν ασφαλιστικών εισφορών για το σύνολο του προσωπικού, που εργαζόταν στις εταιρείες του Ομίλου και αφετέρου του αγγελιόσημου για τις διαφημίσεις του Ομίλου».
Από τη μακροχρόνια αυτή δράση προέκυψε η συγκέντρωση οφειλών ύψους άνω των 6.000.000 ευρώ προς το Ίδρυμα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΙΚΑ) και τουλάχιστον 100.000 ευρώ προς το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης (ΤΣΠΕΑΘ).
Ο κ. Αλαμάνας επεσήμανε πως «για να αποφύγουν πλήρως την καταβολή των οφειλών, όταν αυτές γίνονταν απαιτητές, οι εταιρείες-«βιτρίνες» πτώχευαν με νομιμοφανείς τρόπους, παύοντας τη λειτουργία τους και καθιστώντας έτσι αδύνατη την είσπραξη των οφειλόμενων χρηματικών ποσών από το Δημόσιο, καθότι οι «αχυράνθρωποι» δεν διέθεταν περιουσιακά στοιχεία».

Επιπλέον, συμπλήρωσε, είναι χαρακτηριστικό ότι για το ρόλο των «αχυράνθρωπων», επιλέγονταν υπέργηρα άτομα, προκειμένου να τύχουν εύνοιας των σχετικών ποινικών διατάξεων, σε περίπτωση καταδίκης για οικονομικό έγκλημα και συγκεκριμένα να μην φυλακισθούν.
Με τον τρόπο αυτό, οι εταιρείες του Ομίλου συνέχιζαν την οικονομική τους δραστηριότητα αδιάλειπτα και χωρίς οικονομικές οφειλές, ιδρύοντας νέες εταιρείες-«βιτρίνες».
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ. στο πλαίσιο της έρευνας, κλιμάκιο της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας πραγματοποίησε έλεγχο στους χώρους του Ομίλου, όπου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν πολλά έγγραφα που σχετίζονται με την υπόθεση, ενώ πραγματοποιήθηκε άρση φορολογικού και τραπεζικού απορρήτου και για τα 14 εμπλεκόμενα φυσικά πρόσωπα, για τη χρονική περίοδο από το έτος 1999 έως και το 2012.
Από την ανάλυση και επεξεργασία των διαθέσιμων τραπεζικών και φορολογικών δεδομένων, προέκυψε αναντιστοιχία μεταξύ των δηλωθέντων εισοδημάτων και των καταθέσεων στους τηρούμενους τραπεζικούς λογαριασμούς, για την πλειοψηφία των παραπάνω προσώπων. Πιο αναλυτικά διαπιστώθηκε ότι οι τραπεζικές καταθέσεις, που πιστώθηκαν στους λογαριασμούς τους, υπερβαίνουν το σύνολο των δηλωθέντων εισοδημάτων τους.
Η αναντιστοιχία αυτή, όπως προέκυψε, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 19.800.000 ευρώ. Τα δεδομένα και οι διαπιστώσεις της έρευνας αποτυπώνονται αναλυτικά σε σχετική «Έκθεση Παράθεσης Οικονομικών Στοιχείων», που συντάχθηκε από εξειδικευμένους αξιωματικούς (ειδικών καθηκόντων) της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, καθώς προκύπτει ότι τα εμπλεκόμενα πρόσωπα απέκρυψαν σημαντικά εισοδήματα, διαπράττοντας εκτεταμένη φοροδιαφυγή.
Για τα αποτελέσματα και τα δεδομένα της έρευνας ενημερώνονται και οι αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ) για τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου και την επιβολή των ανάλογων προστίμων που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία.