Για να είναι το πανεπιστημιακό σύστημα μιας χώρας ανταγωνιστικό σε σχέση με τα πανεπιστήμια άλλων χωρών θα πρέπει το ίδιο να προϋποθέτει την ανταγωνιστικότητα. Ενα απλό τεστ ανταγωνιστικότητας είναι το αν οι φοιτητές προτιμούν να σπουδάσουν στην πόλη τους ή σε ένα τμήμα εκτός έδρας γιατί είναι καλύτερο. Αυτή όμως η προτίμηση είναι συνάρτηση και άλλων παραγόντων, όπως το κατά πόσο η αγορά εργασίας πριμοδοτεί φοιτητές που κάνουν τέτοιες επιλογές ή αν στηρίζονται με υποτροφίες όσοι επιλέγουν να σπουδάσουν μακριά από τον τόπο τους. Αυτού του είδους η ανταγωνιστικότητα θα είναι αποφασιστικής σημασίας και για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ιδρυθούν μόνο για να μην ξοδεύονται οι γονείς στέλνοντας τα παιδιά τους στα περιφερειακά πανεπιστήμια, τότε αυτό θα είναι βολική εξυπηρέτηση και δεν θα βοηθήσει την πανεπιστημιακή άμιλλα. Τα αγγλικά πανεπιστήμια ανταγωνίζονται σφοδρά για την προσέλκυση φοιτητών, γιατί από το ποιο πανεπιστήμιο έχει αποφοιτήσει κάποιος είναι καθοριστικό για τη μετέπειτα απασχόλησή του, αλλά και οι καλοί φοιτητές αποτελούν εχέγγυο για την προβολή του ιδρύματος. Συμβαίνει αυτό στο ελληνικό πανεπιστήμιο και ως ποιον βαθμό; Μολονότι το επίπεδο των πτυχίων διαφέρει, ενίοτε σημαντικά, μεταξύ πανεπιστημίων, αυτό δεν καταγράφεται σε εθνικούς δείκτες σύγκρισης για την ποιότητα σπουδών.
Και όμως το ελληνικό πανεπιστήμιο προϋποθέτει την ανταγωνιστικότητα. Κάθε θέση διδάσκοντος που προκηρύσσεται για ανέλιξη είναι θεωρητικά ανοιχτή και σε εξωτερικούς υποψηφίους. Αν και το σύστημα αυτό ισχύει για αρκετά χρόνια δεν οδήγησε σε υγιή ανταγωνισμό για τη διεκδίκηση θέσεων ούτε σε ανανέωση του πανεπιστημιακού δυναμικού. Ενώ, λοιπόν, έχει αποτύχει, κανείς δεν κάνει λόγο για την αλλαγή του. Θεωρητικά ο ανταγωνισμός είναι νομοθετημένος, πρακτικά όμως δεν υφίσταται.
Πώς λοιπόν εισάγεις τον ανταγωνισμό στο πανεπιστημιακό σύστημα; Εκτός από την αξιολόγηση που συναρτάται με τις ερευνητικές πιστώσεις, ένας τρόπος είναι να συνοδεύει τον φοιτητή όλο το διδακτικό του κόστος σε όποιο πανεπιστήμιο επιλέξει, είτε με τη μορφή διδάκτρων ή κρατικής πίστωσης. Η χρηματοδότηση του πανεπιστημίου, επομένως, δεν εξαρτάται τόσο από το κράτος όσο από την προσέλκυση φοιτητών. Ο τρόπος αυτός χρηματοδότησης του πανεπιστημιακού συστήματος εξηγεί και γιατί στην Αγγλία δεν υπάρχουν ιδιωτικά πανεπιστήμια. Απλούστατα τα δημόσια πανεπιστήμια λειτουργούν κατά βάση ως ιδιωτικά. Προσελκύεις όσους φοιτητές μπορείς να διδάξεις, χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα, που θα μπορούσαν να βλάψουν τη φήμη του ιδρύματος. Στην Ελλάδα όμως αυτό το σύστημα χρηματοδότησης είναι δύσκολο να εφαρμοστεί, γιατί οι ανισότητες μεταξύ των πανεπιστημίων είναι σοβαρές, ο ρόλος του υπουργείου κυριαρχικός, ο αριθμός των εισακτέων υπερβολικός και η ετεροβαρής σχέση κέντρου και περιφέρειας καθοριστική.
Ο ανταγωνισμός για να αποδώσει απαιτεί κίνητρα αλλά και αξιοποίηση τυχόν συγκριτικών πλεονεκτημάτων. Σε ορισμένες ειδικότητες παλαιότερα ελληνικά πανεπιστήμια διαθέτουν αριθμό διδασκόντων που θα τον ζήλευαν το Χάρβαρντ και η Οξφόρδη, εντούτοις δεν προσφέρουν ένα πρόγραμμα Μάστερ που να προσελκύει ξένους φοιτητές. Χωρίς εξωστρέφεια και συναγωνισμό στην προσέλκυση φοιτητών το ελληνικό πανεπιστημιακό σύστημα δεν μπορεί να προοδεύσει ή να βελτιωθεί. Γιατί ανταγωνισμός δεν σημαίνει απλώς εμπορευματοποίηση των σπουδών αλλά και διαρκή επανεξέταση των προγραμμάτων, των μεθόδων διδασκαλίας, των ερευνητικών κατευθύνσεων. Ενα ανταγωνιστικό πανεπιστημιακό σύστημα, για παράδειγμα, θα το απασχολούσε γιατί ελάχιστοι φοιτητές αποφοιτούν στην ώρα τους. Θα αναζητούσε το τι φταίει για τις τεράστιες καθυστερήσεις στην αποπεράτωση των σπουδών ακόμη και ικανών φοιτητών. Με λίγα λόγια, το ανταγωνιστικό πανεπιστημιακό σύστημα δεν αρκείται στην επανάπαυση αλλά προϋποθέτει τη διαρκή επανεξέταση των λειτουργιών του.
Τέλος, ανταγωνιστικό πανεπιστήμιο σημαίνει αυτόνομο πανεπιστήμιο. Και αυτή η αυτονομία δεν είναι μόνο διοικητική αλλά και οικονομική. Μπορεί να προσφέρει τους μισθούς που θέλει, να προσλάβει προσωπικό χωρίς υπουργική έγκριση, να κλείσει τμήματα με αρνητική αξιολόγηση, αλλά και να υποστεί τις συνέπειες αν πέσει έξω, όπως μια επιχείρηση. Κάτι τέτοιο ισχύει ήδη στον αγγλόφωνο χώρο, αλλά η Ελλάδα δεν μπορεί να το σηκώσει ακόμη. Ισως οι περιπτώσεις της Τουρκίας και της Κύπρου να αποτελούσαν καλύτερους και διδακτικότερους οδοδείκτες.
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ