Βασικό σημείο της κριτικής στο πρόγραμμα σταθεροποίησης και δημοσιονομικής προσαρμογής αφορά στις αποκρατικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών. Οι ενστάσεις-επιφυλάξεις που διατυπώνονται είναι τρεις: Πρώτον, ότι η αποκρατικοποίηση θα μετατρέψει κοινωφελείς επιχειρήσεις και οργανισμούς σε ιδιωτικά μονοπώλια τα οποία υπονομεύουν το κοινωνικό συμφέρον. Η ένσταση αυτή εμφανίζεται σήμερα αρκετά αποδυναμωμένη. Μετά από τρία χρόνια δημόσιου διαλόγου η αντίληψη ότι οι υπό κρατικό καθεστώς επιχειρήσεις εξυπηρετούν το δημόσιο-κοινωνικό συμφέρον έχει αποδομηθεί. Η δεύτερη ένσταση θεωρεί τις αποκρατικοποιήσεις απειλή για το εθνικό συμφέρον. Εκφράζεται δηλαδή η ανησυχία ότι σημαντικό κομμάτι του εθνικού μας πλούτου και των υποδομών μπορεί να βρεθεί στα χέρια ξένων. Η εμπειρία των αποκρατικοποιήσεων, από την περίοδο ακόμα της Ολυμπιακής Αεροπορίας μέχρι σήμερα, θα έπρεπε να μας έχει διδάξει ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Η εικόνα ότι οι ξένοι επενδυτές σχηματίζουν ουρές στα αεροδρόμια για να έρθουν και να υφαρπάξουν τον εθνικό μας πλούτο μόνο ως παρωδία της πραγματικότητας μπορεί να εκληφθεί. Η τρίτη, τέλος, επιφύλαξη, αναφέρεται στο τίμημα της πώλησης κρατικών περιουσιακών στοιχείων. Προβάλλεται, συχνά, ο ισχυρισμός ότι το τίμημα είναι τόσο χαμηλό ώστε δεν θα πρόκειται πλέον για πούλημα αλλά για ξεπούλημα του εθνικού πλούτου. Εδώ λοιπόν χωράει συζήτηση.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η χρηματιστηριακή αξία των προς πώληση κρατικών (και όχι μόνο) επιχειρήσεων (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ ΕΥΑΘ, ΟΛΠ, ΟΠΑΠ κλπ) έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Μια ματιά στο Γενικό Δείκτη του χρηματιστηρίου Αθηνών δείχνει το μέγεθος της καθίζησης. Από τις 2210 μονάδες τον Ιούνιο του 2009 ο Γενικός Δείκτης βρίσκεται σήμερα, Σεπτέμβριος του 2013, στις 918 μονάδες (πτώση 58%). Κάτι ανάλογο έχει συμβεί και με τις τραπεζικές καταθέσεις το ύψος των οποίων έχει πέσει από τα €237,5 δις το 2009 στα €162,5 δις τον Ιούνιο του 2013 (-32%). Είναι όμως ορθή η απόδοση των αρνητικών αυτών εξελίξεων αποκλειστικά και μόνο στην υφεσιακή πολιτική που ακολουθήθηκε;
Μια προσεκτικότερη ματιά στα δεδομένα θα μας επέτρεπε να διαπιστώσουμε την ύπαρξη δυο ξεχωριστών πτωτικών επιδράσεων τόσο στις τιμές των κρατικών περιουσιακών στοιχείων όσο και στα επίπεδα των αποταμιεύσεων. Η μεν πρώτη πράγματι οφείλεται στην ύφεση, η δεύτερη όμως, συνίσταται στην πολιτική κρίση και τη θεσμική αβεβαιότητα που τη συνοδεύουν. Συμβολικό ορόσημο της επελθούσας πολιτικής αστάθειας θεωρούμε τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, τον Ιούνιο του 2011. Το έτος που ακολουθεί, μέχρι τις εκλογές του 2012, αποτελεί το χειρότερο διάστημα της κρίσης και χαρακτηρίζεται από πολιτική ρευστότητα και κοινωνική ένταση. Την περίοδο αυτή ανοίγει και η συζήτηση για το ενδεχόμενο εξόδου της χώρας από το Ευρώ (Grexit) με αποτέλεσμα την κατάρρευση του χρηματιστηρίου. Τον Ιούνιο του 2011 ο Γενικός Δείκτης βρίσκονταν στις 1279 μονάδες, το Δεκέμβριο του ίδιου έτους έπεσε στις 680 μονάδες και διατηρήθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα μέχρι τον Ιούνιο του 2012 (611 μονάδες).
Η έννοια της θεσμικής αβεβαιότητας αναφέρεται στο ζήτημα της παραμονής της χώρας στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς, δεν έχει σχέση με τις θεσμικές ανεπάρκειες της χώρας. Η κρατούσα αντίληψη τείνει να υπερτονίζει το ρόλο των θεσμικών αδυναμιών αναφορικά με τη μειωμένη ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού. Απείρως πιο σημαντικό θεσμικό παράγοντα θα έπρεπε, ωστόσο, να θεωρούμε τη συνέχιση της συμμετοχής της χώρας στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ως πολίτες αυτής της χώρας ίσως να μην έχουμε συνειδητοποιήσει πλήρως αυτό που για τον υπόλοιπο κόσμο και ιδιαίτερα τον επιχειρηματικό, αποτελεί δεδομένο τεράστιας σημασίας, ότι η Ελλάδα δηλαδή αποτελεί κομμάτι του Ευρωπαϊκού υπερεθνικού οικοδομήματος και μ’ αυτή της την ιδιότητα ανακτά δύναμη και υπόσταση δυσανάλογη του εθνικού της εκτοπίσματος.

Η κατανόηση του καθοριστικού ρόλου που διαδραματίζει η συμμετοχή μας στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι μας οδηγεί στην ακόλουθη θλιβερή διαπίστωση. Ότι εδώ και δυο χρόνια, περίπου, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας η οποία υπαγορεύεται από τη δυναμική σχέση μεταξύ πολιτικής αστάθειας και θεσμικής αβεβαιότητας. Ο κίνδυνος εξόδου της χώρας από το κοινό νόμισμα παραλύει κάθε επιχειρηματική και επενδυτική πρωτοβουλία και παρατείνει την οικονομική στασιμότητα. Η διαιώνιση της κακής οικονομικής κατάστασης, με τη σειρά της, παγιώνει το υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό και συντηρεί την πολιτική αστάθεια.

Συνακόλουθα, κανένα μέτρο, φορολογικής, διοικητικής και γενικότερα διαρθρωτικής μεταρρύθμισης δεν πρόκειται να αποδώσει τα αναμενόμενα αν δεν ξεκαθαρίσει οριστικά και αμετάκλητα το τοπίο γύρω από την Ευρωπαϊκή μας προοπτική. Κι αυτό γιατί η Ελλάδα έχει απόλυτη ανάγκη τις ξένες επενδύσεις προκειμένου να αναδιαρθρώσει την παραγωγική της βάση και να διευρύνει το μείγμα των εξαγωγών της. Τις ξένες επενδύσεις, όμως, τις προσελκύεις, δεν τις ‘υπαγορεύεις’. Το πρωταρχικό μέλημα κάθε ξένου επενδυτή είναι η διερεύνηση του ενδεχομένου μιας μελλοντικής απώλειας του επενδυμένου κεφαλαίου. Είναι αυτός ο κίνδυνος που ελλοχεύει πίσω από τη θεσμική αβεβαιότητα της χώρας ο οποίος αποθαρρύνει τους ξένους επενδυτές και καθηλώνει την αξία των περιουσιακών μας στοιχείων. Οι απώλειες των ιδιωτών επενδυτών στο εθνικό μας χαρτοφυλάκιο (PSI) είναι πολύ πρόσφατες και πολύ μεγάλες για να αγνοηθούν.
Το πολιτικό μας σύστημα θα όφειλε, αυτή την ύστατη ώρα, να αποτολμήσει το σπάσιμο του αμαρτωλού κύκλου της πολιτικής και οικονομικής ακινησίας. Γιατί, ενώ οι υφεσιακές επιπτώσεις της δημοσιονομικής εξυγίανσης ήταν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό αναπόφευκτες, η αμφισβήτηση της συμμετοχής της χώρας στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι θα μπορούσε και θα έπρεπε με κάθε τρόπο να έχει αποφευχθεί. Προς αυτή την κατεύθυνση, αυτό που καλείται να πράξει το πολιτικό σύστημα, είναι να παράσχει τις αναγκαίες διαβεβαιώσεις ότι συνδέει τις τύχες της χώρας με το Ευρωπαϊκό θεσμικό πεπρωμένο. Μια τέτοια τοποθέτηση θα συνέβαλλε αποφασιστικά στην ανάκαμψη των τιμών των κρατικών περιουσιακών στοιχείων και θα συνεισέφερε πολύ περισσότερο απ’ ότι οι καθημερινά επαναλαμβανόμενες μεμψιμοιρίες για απαξίωση του εθνικού πλούτου.
* Οι κ. Στέλιος Κατρανίδης και Ηλίας Κατσίκας είναι Καθηγητές του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας