Ο,τι άλλο κι αν είχε κατά νου ο Φώτης Κουβέλης όταν αποφάσιζε να απεμπλακεί από τη συγκυβερνητική δράση και να επανακάμψει στον «φιλντισένιο πύργο» των ευσεβών πεποιθήσεων, το βέβαιο είναι ότι επιβεβαίωσε την αναγκαιότητα των δύο για το ταγκό. Το έκανε κάπως ανορθόδοξα, είναι αλήθεια, αφού αντί να προσθέσει τον δεύτερο αφαίρεσε τον τρίτο, αλλά, πάντως, το προαπαιτούμενο τετ-α-τετ Αντώνη και Βαγγέλη συντελέστηκε. Το τι ακριβώς σιγοψιθύρισαν οι δύο παρτνέρ καθώς πιάσαν τον χορό, αν δεν το εικάσει πρώτος ο Θόδωρος Πάγκαλος, θα το μάθουμε δυο -τρεις δεκαετίες αργότερα από κάποιο αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του «Βήματος». Προς το παρόν, ενώ ακόμη εκκρεμούν οι επενδυτές, η ανάκαμψη και ο Σόιμπλε, και ενώ αλλού διχάζονται για τους ομόφυλους γάμους, η χώρα διανύει περίοδο εντατικού προβληματισμού για το ανιστόρητο συνοικέσιο που της έλαχε. Σίγουρα δεν το λες «έρωτα»· πιο πολύ με γάμο συμφέροντος μοιάζει, αλλά και αναπάντεχος έρωτας να ήταν, ας μην ξεχνάμε αυτό που είπε κάποτε για τον έρωτα μια αξιοσέβαστη γηραιά κυρία: ότι είναι εγωισμός για δύο. Και για την ώρα η εν λόγω κυρία μοιάζει να έχει δίκιο.
Καταπώς ακούγεται, «γαμπρός και νύφη» είναι ρεαλιστές με το στανιό και κατά κάποιον τρόπο το ήθελαν. Είναι τα συμπεθέρια που διατηρούν επιφυλάξεις, και είναι κυρίως κάτι δύσκολοι τύποι από το βαθύ συγγενολόι που εμφάνισαν συμπτώματα οξείας δυσπεψίας. Μερικοί το βρίσκουν δύσκολο να αναγνωρίσουν τον γάμο, μερικοί παρηγοριούνται μεσοπρόθεσμα με τη σκέψη ότι «ους κρίσις συνέζευξεν, ανάκαμψις πάραυτα χωριζέτω», άλλοι σκέφτονται ότι με τέτοια τρικυμία όλοι στην ίδια βάρκα είμαστε, και ότι εν πάση περιπτώσει το «έσονται εις βάρκα μίαν» είναι αναγκαστικό και προτιμότερο από το άλλο, το κανονικό. Και όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, άλλοι ξανάνοιξαν παλιούς λογαριασμούς με τα ζωντανά και τα πεθαμένα των δύο οικογενειών.
Σε καθαρά ανθρώπινο και συναισθηματικό επίπεδο το πράγμα μοιάζει αρκετά σοβαρό και βγάζει κάποιο νόημα. Οταν ξεφυλλίζουν τα οικογενειακά τους άλμπουμ οι άνθρωποι φορτίζονται συγκινησιακά. Ωστόσο το πράγμα αρχίζει να χάνει σε σοβαρότητα και νόημα όταν το ευρύτερο νεοδημοκρατικό και πασοκικό συμπεθεριό πασχίζει να εξηγήσει την απροθυμία του με αξιακούς όρους. Και εδώ είναι το κεντροαριστερό σόι που, μάλλον από κάποια αίσθηση αδιαπραγμάτευτης ηθικής ανωτερότητας, φωνασκεί περισσότερο: Μας χωρίζει, λέει, αγεφύρωτο αξιακό χάος από τους άλλους. Ευγενής ένσταση, αλλά πλέον εξαιρετικά δυσνόητη, κι αυτό επειδή προβάλλεται εντελώς ερήμην της βιωμένης Ιστορίας, τριάντα τόσα χρόνια τώρα –δυσνόητη και τελείως άκαιρη τώρα που η κρίση ανακεφαλαιώνει αυτήν την Ιστορία, και μάλιστα όλο και πιο συχνά στη λαϊκίστικη εκδοχή της.
Μέσα στον αειφόρο ορυμαγδό της απαξίωσης των πολιτικών μας, ακούω συχνά κάποιους να αναρωτιούνται αν οι πολιτικοί έχουν συνειδητοποιήσει την κατακλυσμική αλλαγή που συντελέστηκε και συντελείται «εκεί έξω». Η διερώτηση είναι πολύ γενικευτική για να εκμαιεύσει πραγματικές διευκρινίσεις. Εχω πολύ πιο συγκεκριμένες απορίες, όπως, για παράδειγμα: οι πολιτικοί που θεωρούν τις αξιακές διαφορές επαρκή λόγο για να χαλάσει ή να μην «περπατήσει» το συνοικέσιο έχουν αίσθηση του γελοίου; πάσχουν από έλλειμμα νοημοσύνης ή από πλεόνασμα υποκρισίας; ανακάλυψαν, τώρα που ο δικομματισμός εξαναγκάστηκε στο συνοικέσιο, τις αξιακές διαφορές που δεν είχαν όταν ως αμέριμνοι, εναλλάξ εργένηδες της εξουσίας ομογενοποίησαν, κατ’ απομίμησιν αλλήλων, τις πρακτικές και τα ήθη του πολιτικού συστήματος; προβληματίστηκαν ποτέ για το πώς είναι δυνατό δύο αξιακά συστήματα με τέτοια χαώδη διαφορά μεταξύ τους να παραγάγουν ακριβώς την ίδια, και όχι μόνο οικονομική, χρεοκοπία;
Αξιακές διαφορές υπάρχουν και θα υπάρχουν όπου υπάρχουν άνθρωποι με διαφορετικά βιώματα και διαμορφωμένη συνείδηση της πραγματικότητας, αλλά το συγκεκριμένο συνοικέσιο στον συγκεκριμένο χρόνο δεν είναι η καλύτερη αφορμή για να εντρυφήσει κανείς από φιλοσοφική και ιδεολογική σκοπιά στο σχετικό ζήτημα. Υπάρχουν συγκυρίες όπου ο στεγνός και πληροφορημένος πραγματισμός είναι πιο γνήσια προοδευτικός από το διακινούμενο άγχος σχετικά με τις διακριτές και διακριτέες ταυτότητες των δύο κυβερνητικών παρτνέρ. Και ένας άλλος, πολύ πρακτικός, λόγος για τον οποίο η σχετική ρητορική είναι αντιπαραγωγική γίνεται αμέσως φανερός αν ρίξει κανείς την πιο πρόχειρη ματιά στο είδος της υποδοχής που επιφυλάσσουν γενικά οι αναγνώστες τέτοιων δημοσιευμάτων στον Τύπο, όπου η γενικευμένη δυσπιστία εκφράζεται όλο και πιο συχνά με «καλολογικούς» σχετλιασμούς ευρέος φάσματος και όπου φαντάζει εδραιωμένη η αντίστροφη πεποίθηση: ότι, δηλαδή, το αξιακό, πολύ μακριά από το να συνιστά εμπόδιο, μάλλον διευκολύνει και ευλογεί το συνοικέσιο –που σημαίνει τελικά, ανάμεσα σε άλλα, ότι όσο περισσότερη υποκρισία παράγεται επί σκηνής τόσο περισσότερος λαϊκισμός θα αντηχεί στη γαλαρία.
Κανείς δεν ξέρει, ούτε μπορεί να εγγυηθεί, πώς θα εξελιχθεί το πράγμα. Και αν μετά την αναγκαστική τους θητεία τα παιδιά χωρίσουν έντρομα και υποτονθορύζοντας «είδα τον γάμο με τα μάτια μου», ας χωρίσουν. Αλλά, για όνομα του Θεού, όχι επειδή θα το θελήσουν κάποια αγύριστα κεφάλια από τα συμπεθέρια.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ