Το φαινόμενο του συστηματικού απουσιασμού από την εργασία, εφαρμοζόμενο αποκλειστικά σχεδόν στις κρατικές υπηρεσίες και σε αρκετές Δ.Ε.Κ.Ο, δεν είναι κάτι ξένο στους παρατηρητές της νεο-ελληνικής πραγματικότητας.

Το «κεκτημένο» σχεδόν δικαίωμα της «κοπάνας», είτε κατοχυρωμένο μέσω των συμβάσεων εργασίας είτε εθιμικά δια της απουσίας οποιασδήποτε επίπτωσης στην επαγγελματική εξέλιξη ή τις αποδοχές, συγκαταλέγεται μεταξύ των αρνητικών συνεπειών της μεταπολιτευτικής μας πορείας.

Ενώ το δικαίωμα στην εργασία δεν είναι το ίδιο εφικτό και πραγματοποιήσιμο για το σύνολο των πολιτών, συμβαίνει κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες «τυχερών» να εντάσσονται, εκ του αποτελέσματος, σε ξεχωριστή «κάστα». Το π.χ. δικαίωμα της απουσίας με την επίκληση της «ασθένειας» χωρίς υποχρέωση ιατρικής γνωμάτευσης και, εν ελλείψει, περικοπής της αντίστοιχης αμοιβής, δεν είναι πρακτικά εφαρμόσιμο στην πλειοψηφία του ιδιωτικού τομέα. Ανάλογα, «2ωρες» άδειες που καταλήγουν σε ημερήσια περιήγηση σε καταστήματα, κομμωτήρια, εμπορικά κέντρα, παραλιακά ζυθεστιατόρια ή και ξενοδοχεία «ημιπαραμονής», είναι κάτι όχι άγνωστο στο σύνολο των εργαζομένων συγκεκριμένων χώρων.

Στον αντίποδα, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, κάτοικοι ή επισκέπτες της πόλης ταλαιπωρούνται, μη έχοντας το δικαίωμα, όχι της απουσίας από την εργασία λόγω μη κατοχής ιδιόκτητου μεταφορικού μέσου, αλλά ούτε και αυτής της καθυστέρησης, έναντι της έμμεσης απειλής της απόλυσης από την κακοπληρωμένη, πολλές φορές και ανασφάλιστη εργασία τους. Πολλοί μάλιστα καταβάλλουν το όποιο ημερομίσθιο σε «ταξί», όντες αναγκασμένοι να «κτυπήσουν» κάρτα σε περιορισμένο χρονικό όριο.

Φαντασθείτε απλώς έναν π.χ. καρκινοπαθή που πρέπει να μεταβεί για προγραμματισμένη θεραπεία σε νοσοκομείο και στερείται του ποσού της χρήσης επιβατικού αυτοκινήτου, ή δεν έχει κάποιον να τον μεταφέρει. Αν αυτός ήταν γονιός ή συγγενής σας, πόσο θα κραυγάζατε για το «δίκιο του αγώνα»;

Ο ευτελισμός των δικαιωμάτων, όπως έχει εκπέσει μέσω της κατάχρησής τους, είναι έντονος μέσω της σωρείας «ασθενειών», λήψης «repos» και αδειών σε ημέρες απεργίας, σε τέτοιο βαθμό που και η «πίτα» είναι «ολάκερη» και ο «σκύλος χορτάτος». Ήγουν και η απεργία να επιτύχει, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της οργής της λοιπής κοινωνίας αλλά και να μην χαθούν και τα «μιστά».

Ας ρίξει επιτέλους κάποιος από τους διορισμένους διοικητές των διαφόρων –ελλειμματικών- οργανισμών διαρκούς και θρασύδειλης ταλαιπωρίας μας, μια ματιά στον χρονισμό των φαινομένων επιδημικών νόσων και ομαδικής σύγχρονης λήψης χρεωστούμενων ημερών ανάπαυσης και θα αντιληφθεί, αν πραγματικά έχει τα «κότσια», ποιοι, με ποιόν τρόπο και έναντι ποιών συνεπειών παίζουν με τα νεύρα μας (και με τα χρήματά μας). Αν δεν μπορούν οι ίδιοι, ας το κάνουν οι κ.κ. υπουργοί.

Δεν χρειαζόμαστε ούτε ειδικούς στο Εργατικό Δίκαιο (εδώ ειδικά, τα «πιάσαμε τα λεφτά μας») ούτε εφαρμογές νομοθετικών διατάξεων που φέρνουν στην μνήμη άλλες εποχές. Ούτε φυσικά, συγκεντρώσεις «αντιφρονούντων» (φτου, κακά….).

Είναι, ενδεχομένως, πολύ πιο απλό:

-Στο ποσοστό που το βασικό προϊόν ενός φορέα δεν παρέχεται, απλώς να μην καταβάλλεται, σε όσους εμπλέκονται στην παραγωγή του, το αντίστοιχο μερίδιο της αμοιβής.

-Όποιος εμποδίζει, με χρήση φυσικής ή/και λεκτικής βίας ή έμμεσα απειλεί όποιον επιθυμεί να εργασθεί (κατά βάση γιατί έχει ανάγκη της αμοιβής του), να αποστερείται της σχετικής νομικής προστασίας που έχει θεσπισθεί για τους επαγγελματίες «εργατοπατέρες».

-Τέλος, πλήθος νομικών διατάξεων που οριοθετούν την «ανωτέρα βία» ή τις «έκτακτες ανάγκες», είναι αρκετές για τους ρυθμιστές της ζωής μερικών εκατομμυρίων άλλων «μη-περιουσίων» πολιτών.

Σ.Σ. Ούτε στα χειρότερα όνειρά μου δεν φανταζόμουνα ότι οι προθέσεις της κυβέρνησης Κ.Μητσοτάκη προ 20ετίας ήταν όντως «αγαθές».