Οσοι ακόμη εξακολουθούν να ονομάζονται πολιτικοί –αλλά η γλώσσα δεν θα αργήσει πολύ να επινοήσει το όνομα που τους ταιριάζει πραγματικά –δεν φρόντισαν μόνο να μας δηλητηριάσουν με μεγάλες δόσεις πόνου, αγωνίας και φόβου· τον τελευταίο καιρό συντονίζουν τις προσπάθειές τους για να μας πνίξουν στην αηδία. Οι υπόλοιποι, που όλο και περισσότερο απορούμε και δεν καταλαβαίνουμε πια σχεδόν τίποτα, καταλαβαίνουμε τουλάχιστον όλο και πιο καθαρά ότι είμαστε μόνοι. Γιατί τα τελευταία τρία χρόνια οι ιθύνοντες έγραψαν, είπαν και έκαναν το αντίθετο από αυτό που έκαναν, είπαν και έγραψαν, επιμένοντας όμως ότι αυτό που τους χαρακτηρίζει είναι η συνέπεια λόγων και έργων.

Μήνα με τον μήνα, μέρα με τη μέρα, οι αντιφάσεις τους είναι τόσες που όχι μόνο καταστρέφουν τη λογική αλλά ξεπερνούν τις δυνατότητες της μνήμης ενός ανθρώπινου νου. Μένουν βεβαίως οι μηχανές που αναπαράγουν, όταν χρειαστεί, το κομπολόι των αντιφάσεων. Αλλά ποιος τις υπολογίζει; Σημασία για τον πολιτικό πρόσφατης κοπής έχει το τι ισχυρίζεται ο ίδιος σήμερα, διαγράφοντας το παρελθόν από το οποίο προέρχεται και προδιαγράφοντας με κομπασμό το μέλλον που αγνοεί.

Χωρίς να θέλει να υποτιμήσει κανείς τους πολιτικούς παλαιάς κοπής που βρίσκονται ακόμη στο προσκήνιο, ο καθένας με τον τρόπο του, πρέπει να αναγνωριστεί στους νεότερους μια σειρά από καινοτομίες. Ο προκλητικός κυνισμός, για παράδειγμα. Το γεγονός ότι ο οικείος υπουργός αναγνωρίζει πως κανείς δεν μπορεί να ζήσει με πεντακόσια ευρώ τον μήνα δεν τον εμποδίζει την ίδια στιγμή να υποστηρίζει με βλοσυρό ύφος ότι η μόνη σωστή οικονομική πολιτική είναι αυτή που ο ίδιος και η παρέα του έχουν προκρίνει. Ο κυνισμός όμως συμπληρώνεται και με καλλιτεχνικές επιδόσεις, άλλοτε στο δράμα και άλλοτε στην κωμωδία, χωρίς να αποκλειστεί η αστυνομική περιπέτεια, στην οποία συμμετέχουμε όλοι ως κομπάρσοι: Θα αποκαλυφθούν επιτέλους τα ηλεκτρονικά ίχνη που θα οδηγήσουν στους πραγματικούς ενόχους στην υπόθεση της περίφημης λίστας;
Για το δράμα δεν έχει να προσθέσει κανείς τίποτα· αρκεί να ακούσει από τον ίδιο, κάθε φορά που ένας υπεύθυνος εμφανίζεται στην τηλεόραση, τον πόνο που νιώθει από την καταστροφή στην οποία μας έχει οδηγήσει η πολιτική που εφαρμόζει. Αλλά είναι προφανές ότι τα δάκρυά τους βρέχουν μόνο το γιλέκο τους: δεν κατεβαίνουν ούτε στην καρδιά ούτε στη συνείδησή τους. Εμείς μένουμε με τη γεύση που αφήνει στο στόμα η κατεδάφιση. Τα πράγματα έχουν, κατά τη γνώμη μου, περισσότερο ενδιαφέρον στην κωμωδία, αν παρακολουθήσει κανείς την ανταλλαγή ανακοινώσεων ανάμεσα στους εκπροσώπους της κυβέρνησης και τους εκπροσώπους της αντιπολίτευσης. Το πεδίο μοιάζει με σκηνή της commedia dell’arte, όπου οι Αρλεκίνοι εκσφενδονίζουν τούρτες, τάρτες και αλεύρι ο ένας στο πρόσωπο του άλλου, προς μεγάλη τέρψη, υποθέτω, του φιλοθεάμονος κοινού. Εκεί όμως που το πολιτικό προσωπικό της χώρας βρίσκεται στο ύψος του είναι η όλο και πιο χυδαία γλώσσα με την οποία ο πολιτικός αντίπαλος αναφέρεται στον αντίπαλό του, αλλά ενίοτε και στον ομοϊδεάτη του: αρκεί να θυμηθεί κανείς τα λόγια με τα οποία ο Πρόεδρος της Βουλής τίμησε βουλευτή συνάδελφό του. Στο σημείο αυτό, υποθέτω, η αηδία έρχεται να συμπληρώσει τον πόνο και την αγωνία.
Μέσα σ’ αυτόν τον ορυμαγδό και τη σύγχυση που μόνο από συνήθεια θα ονομάζεται –ποιος ξέρει για πόσο καιρό ακόμη –πολιτική ζωή του τόπου η αναγκαιότητα προχωρεί στα σιωπηλά: πολλοί αυτοκτόνησαν γιατί δεν άντεξαν· η νεοναζιστική λαίλαπα απλώνει παντού το δολοφονικό της δηλητήριο· ο φόβος για τους μετανάστες τείνει να γίνει μίσος απειλώντας τη χώρα με αποξένωση από τον πολιτισμό. Ο καθένας προσπαθεί να πιαστεί απ’ όπου μπορεί και ίσως τελικά τα καταφέρει. Μόνος του, πάντως, επαναλαμβάνω, γιατί έχει διδαχθεί με πόση οικονομία πρέπει να διαχειριστεί την περιφρόνησή του για όσους την αξίζουν, όχι μόνο γιατί τη χρειάζεται στο παρόν αλλά γιατί θα είναι απαραίτητη τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.
O κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ