Η συζήτηση για την άσκηση δίωξης κατά του πρώην υπουργού Εθνικής Οικονομίας επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της υπερπροστασίας που παρέχει το Σύνταγμα στο πολιτικό σύστημα, ιδίως ως προς αδικήματα που ασκούνται από βουλευτές και υπουργούς. Η κατάργηση αυτής της υπερπροστασίας, που είναι κατάλοιπο άλλων εποχών και αποπνέει καθεστωτισμό, έχει καταστεί πλέον επιτακτική και είναι βέβαιο ότι η επόμενη αναθεώρηση θα τροποποιήσει επιτέλους ριζικά το ισχύον καθεστώς (που καθιερώθηκε, σαν βελτιωμένη παραλλαγή του προηγούμενου, με την αναθεώρηση του 2001 ενώ παρέμεινε και μετά την αναθεώρηση του 2008, με την οποία, θυμίζω, σπαταλήθηκε μια ολόκληρη πενταετία μόνο και μόνο για να καταργηθεί το κοινοβουλευτικό ασυμβίβαστο…). Η βάση της νέας ρύθμισης δεν μπορεί παρά να είναι η ανάθεση της αρμοδιότητας για τη δίωξη των βουλευτών και των υπουργών σε όργανο της τακτικής δικαιοσύνης, το οποίο πάντως πρέπει να περιβληθεί με αυξημένες εγγυήσεις προκειμένου να μη φθάσουμε, με δεδομένη τη δικομανία των νεοελλήνων αλλά και την ευθυνοφοβία –ή και την εκδικητικότητα, πλέον… –ορισμένων δικαστών, στο άλλο άκρο, να ασκείται δηλαδή δίωξη για ψύλλου πήδημα…
Ωστόσο, το μείζον ζήτημα που τίθεται σήμερα, με αφορμή την προκαταρκτική εξέταση ως προς τη λίστα Λαγκάρντ, είναι το πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται μια κακή διάταξη, όταν ανακύπτει θέμα εφαρμογής της. Η προφανής απάντηση είναι ότι πρέπει να εφαρμόζεται έως ότου αναθεωρηθεί με τις προβλεπόμενες διαδικασίες, διότι αυτό επιβάλλει όχι μόνον η ασφάλεια του δικαίου αλλά και η ίδια η αξιοπιστία του Συντάγματος, ως υπέρτατου κανόνα που διέπει τις σχέσεις των κρατικών οργάνων τόσο μεταξύ τους όσο και με τους πολίτες. Ωστόσο, πολύ συχνά παρατηρούμε, με ιδιαίτερη μάλιστα ένταση το τελευταίο διάστημα, μια προσπάθεια παράκαμψης, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, του Συντάγματος, προκειμένου να ακολουθηθούν λύσεις που είναι περισσότερο αρεστές, με βάση το «λαϊκό περί δικαίου αίσθημα». Στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσέγγισης, που θα την ονόμαζα συνταγματικό λαϊκισμό, θεωρώ ότι εντάσσονται και ορισμένες από τις απόψεις που υποστηρίζουν σήμερα ότι μπορεί να ξεπερασθεί η σαφής αποσβεστική προθεσμία που θέτει το Σύνταγμα προκειμένου να ασκηθεί δίωξη από τη Βουλή. Η προθεσμία αυτή, ως γνωστόν, είναι η επόμενη βουλευτική περίοδος από αυτήν κατά την οποία τελέστηκε το αδίκημα και έως το πέρας της δεύτερης συνόδου. Εν προκειμένω τα καταλογιζόμενα αδικήματα φέρονται να τελέστηκαν την ΙΓ’ βουλευτική περίοδο. Η επομένη, μεταξύ των εκλογών του Μαΐου και του Ιουνίου, είναι η ΙΔ’ ενώ η παρούσα, μετά τις εκλογές του Ιουνίου, είναι η ΙΕ’. Ως εκ τούτου, κάθε προσπάθεια να θεωρηθεί ως επόμενη περίοδος… η μεθεπόμενη –με αναγόρευση, μάλιστα, μιας συμπληρωματικής χρονικής προϋπόθεσης («το πέρας της δεύτερης συνόδου») σε κύρια –βρίσκεται ασφαλώς έξω από το γράμμα του ισχύοντος Συντάγματος. Για να προσδιορίσουμε βέβαια το νόημα μιας διάταξης έχει ιδιαίτερη σημασία και η αναζήτηση του σκοπού της (τελεολογική ερμηνεία). Αρκεί, όμως, να μην αγνοείται πλήρως η γραμματική διατύπωση, διότι τότε δεν πρόκειται απλώς για διασταλτική ερμηνεία –που ούτως ή άλλως και αυτή απαγορεύεται σε ποινικού χαρακτήρα διατάξεις –αλλά για σοφιστεία, που οδηγεί στην ερμηνευτική αυθαιρεσία. Αυτό νομίζω ότι επιχειρείται και σήμερα, είτε χονδροειδώς, με έναν κομματικό λόγο που προτρέπει ευθέως σε παράκαμψη του «συνταγματικού κωλύματος», είτε με ορισμένες πιο εκλεπτυσμένες (παρ)ερμηνευτικές προσεγγίσεις (και με μόνιμη βέβαια επωδό τη βούληση του λαού…). Και όλα αυτά, μάλιστα, ενώ οι πολιτικές δυνάμεις θα μπορούσαν να είχαν αποφύγει -όπως είχα προτείνει, μαζί με άλλους –τη συγκρότηση της Βουλής σε σώμα, μετά τις εκλογές του Μαΐου, ώστε να μην ανακύψει βουλευτική περίοδος μιας μέρας…
Αν το ζήτημα αυτό ήταν μεμονωμένο, ίσως να μην είχε τόσο μεγάλη σημασία. Εντάσσοντάς το όμως στην ευρύτερη συγκυρία της κρίσης θα διαπιστώσουμε ότι αποτελεί συνέχεια μιας σειράς άλλων προσεγγίσεων που καλλιέργησαν, ιδίως στα πρωινά τηλεοπτικά παράθυρα, τον συνταγματικό λαϊκισμό, βαφτίζοντας «αντισυνταγματική» κάθε μη αρεστή πολιτική άποψη ή ενέργεια και δημιουργώντας στην κοινή γνώμη την εντύπωση ότι το Σύνταγμα έχει παραβιασθεί, με τα μνημόνια, σχεδόν σε όλες του τις διατάξεις. Ετσι όμως, αφενός αποδυναμώθηκαν, μέσω της άκριτης και υπερβολικής γενίκευσης, ορισμένες πράγματι δικαιολογημένες επικρίσεις για υπέρβαση των συνταγματικών ορίων –ιδίως στο πεδίο των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων -, αφετέρου δε παγιώθηκε σε πολλούς η αντίληψη ότι η παράκαμψη του Συντάγματος δεν είναι κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού συμβαίνει συχνά… Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τον τραυματικό κλονισμό που έχει υποστεί το κύρος πολλών δικαστηρίων ως προς τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, λόγω της κατάφωρα αντισυνταγματικής συμμετοχής των μελών τους σε απεργιακές κινητοποιήσεις, ολοκληρώνεται δυστυχώς η εικόνα μιας συνταγματικής ρευστότητας που δεν προοιωνίζεται τα καλύτερα για το μέλλον της δημοκρατίας μας, ακόμη και αν καταφέρουμε να υπερβούμε την οικονομική κρίση. Ως εκ τούτου, πέρα από την κατάργηση των προνομιακών ασυλιών και το Συνταγματικό Δικαστήριο νομίζω πλέον ότι είναι μονόδρομος για την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση, προκειμένου να απομακρυνθούμε επιτέλους από τη λογική ότι το Σύνταγμα είναι λάστιχο, που τανύζεται κατά το δοκούν ανάλογα με την πολιτική συγκυρία και τις διαθέσεις της εκάστοτε ευκαιριακής πλειοψηφίας.
Ο κ. Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ