«Eξω πάμε καλά, μέσα δεν πάμε καλά». Η κλασική αυτή ατάκα της εποχής Καραμανλή ισχύει απολύτως για τον χαρισματικό πλην διορισμένο πρωθυπουργό της Ιταλίας, ο οποίος παραμένει ισχυρή προσωπικότητα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά αποδυναμώνεται σε καθημερινή βάση στο εσωτερικό της χώρας, καθώς οι πολιτικές δυνάμεις που τον στηρίζουν κοινοβουλευτικά αποστασιοποιούνται όλο και περισσότερο από την οικονομική πολιτική σκληρής λιτότητας που επιχειρεί να εφαρμόσει.
Αν και ο Μάριο Μόντι αναγνωρίζεται ακόμη ως ο «καταλληλότερος διαχειριστής» της οικονομίας από την κοινή γνώμη στις περισσότερες δημοσκοπήσεις, οι άγριες δημοσιονομικές περικοπές που έχει επιβάλει προκειμένου η Ιταλία να αποφύγει το μνημόνιο δεν συμβάλλουν στην αύξηση της δημοτικότητάς του εντός συνόρων. Μόλις την περασμένη Τρίτη το ιταλικό κοινοβούλιο ενέκρινε νέο πακέτο μέτρων λιτότητας ύψους 4,5 δισ. ευρώ, πέρα από τα 10,5 δισ. ευρώ που είχαν προηγηθεί λίγους μήνες πριν.
Το κακό όμως για τον «Σούπερ Μάριο» είναι πως, με όλες τις περικοπές και όλες τις προσπάθειες που έχει κάνει να αλλάξει γνώμη στην Ανγκελα Μέρκελ, τα νούμερα δεν βγαίνουν: οι αποδόσεις των ιταλικών δεκαετών ομολόγων παραμένουν «κολλημένες» στο 6%, ένα κόστος δανεισμού που δεν θεωρείται βιώσιμο, και την ίδια στιγμή το ΑΕΠ της ιταλικής οικονομίας επιστρέφει στον… περασμένο αιώνα, υπό το βάρος της ύφεσης που προκαλούν τα μέτρα σκληρής λιτότητας.
Συγκεκριμένα, την Τετάρτη ανακοινώθηκε ότι την άνοιξη που μας πέρασε το ιταλικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε για τέταρτο διαδοχικό τρίμηνο, υποχωρώντας 2,5% σε ετήσια και 0,7% σε τριμηνιαία βάση. Ο φαύλος κύκλος της ύφεσης, όπως τον αποκαλούσε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς περιγράφοντας τη Μεγάλη Υφεση του 1929, συνεχίζεται και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, με τη βιομηχανική παραγωγή να υποχωρεί τον Ιούνιο 1,4% σε μηνιαία και 8,2% σε ετήσια βάση. Και όλα δείχνουν ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί, καθώς η κυβέρνηση επιμένει στην καταστροφική πολιτική προληπτικής «δημοσιονομικής αυστηρότητας», που στραγγαλίζει την ανάπτυξη όπου κι αν εφαρμόζεται.
Ηδη ιταλοί και ξένοι ειδικοί εκτιμούν ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα υπερβεί τον στόχο της κυβέρνησης κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ εφέτος και κατά 0,8 μονάδες το 2013. Για το σύνολο του έτους η κυβέρνηση προβλέπει συρρίκνωση της οικονομίας κατά 1,2% αλλά το α’ εξάμηνο ήδη το ΑΕΠ έχει μειωθεί 1,5%. Πλέον θεωρείται μάλλον βέβαιο ότι εφέτος θα υποχωρήσει σε επίπεδα όπου βρισκόταν στο τέλος της δεκαετίας του ’90.
Αντιμέτωπος με τις ασφυκτικές αυτές πιέσεις, ο Μόντι αυξάνει συνεχώς τον πήχη της αντιπαράθεσης με τους γερμανούς οικονομικούς επικυρίαρχους της ευρωζώνης, και το ήδη ψυχρό κλίμα στις ιταλο-γερμανικές σχέσεις επιδεινώνεται κατά τις τελευταίες ημέρες. Το κακό για τον Μόντι είναι πως η αρχική «συμμαχία» του με τον γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ δείχνει να φυλλορροεί, καθώς η Ιταλία δέχεται πλέον πιέσεις και από τη Γαλλία να ζητήσει επισήμως στήριξη από τα κοινοτικά όργανα – κοινώς, να φορέσει κι αυτή με τη σειρά της, εν μέσω ύφεσης, τον «ζουρλομανδύα» του μνημονίου.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ο Μόντι το έχει με τον προκάτοχό του, τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος εδώ και αρκετούς μήνες του «σκάβει τον λάκκο», στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να επιστρέψει στην εξουσία. Στον «Καβαλιέρε» αναφέρονται άλλωστε οι σιβυλλικές δηλώσεις του Μόντι ότι, αν συνεχιστεί αυτό το «βιολί», οι κοινωνικές αντιδράσεις στην Ιταλία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ευρωσκεπτικιστική κυβέρνηση, εφόσον δεν μειωθεί το κόστος δανεισμού.
Και σε συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη στη «Wall Street Journal», ο Μόντι ήταν ξεκάθαρος – επέμεινε ότι η κυβέρνηση τεχνοκρατών της οποίας ηγείται έσωσε τη χώρα από τον κίνδυνο να προσφύγει για δανεισμό στην τρόικα:
αν ο «Καβαλιέρε» βρισκόταν ακόμη στην εξουσία στην Ιταλία η κρίση χρέους θα ήταν πολύ χειρότερη.
«Νομίζω ότι εάν η προηγούμενη κυβέρνηση ήταν ακόμη στην εξουσία, το σπρεντ της Ιταλίας θα βρισκόταν τώρα στις 1.200 μονάδες βάσης ή κάτι τέτοιο… Είμαι πεπεισμένος ότι σώσαμε την κατάσταση και ότι συνομιλούμε με τη Μέρκελ, τον Ομπάμα και τον Ολάντ για το πώς να προχωρήσουμε μπροστά, αντί να είμαστε εδώ στη Ρώμη φιλοξενώντας την τρόικα» υποστήριξε ο Μόντι.
Οι δηλώσεις του, που είχαν γίνει τον Ιούλιο αλλά δημοσιεύθηκαν τώρα, έγιναν μετά την κίνηση του Μπερλουσκόνι να αφήσει να εννοηθεί πως μπορεί να διεκδικήσει εκ νέου τον θώκο του πρωθυπουργού στις εκλογές της επόμενης χρονιάς. Πολλοί Ιταλοί άλλωστε αντιμετωπίζουν με δυσπιστία τη μεταστροφή του Μόντι σε «αντίπαλο» της Μέρκελ: στα πολιτικά φόρουμ του Διαδικτύου συχνά γίνεται λόγος για στημένο παιχνίδι, καθώς η αντικατάσταση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι από τον τεχνοκράτη Μόντι υπήρξε προσωπική επιλογή της γερμανίδας καγκελαρίου.
Οι δημοσκοπήσεις από την άλλη μεριά δείχνουν πως το… αντιμνημονιακό μέτωπο ενισχύεται και στην Ιταλία: το κίνημα «Πέντε Αστέρια» του διάσημου κωμικού Μπέπε Γκρίλο θα έπαιρνε το 20%(!) των ψήφων αν οι εκλογές πραγματοποιούνταν σήμερα. Το κόμμα του Γκρίλο είναι το μοναδικό κόμμα που ενισχύεται σημαντικά από την αυξανόμενη οργή των πολιτών για την αύξηση των φόρων και τις περικοπές των προϋπολογισμών που εφάρμοσε ο Μόντι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ