Ο Αντρέα Καμιλέρι (Αγκριτζέντο, 1925) και ο Κάρλο Λουκαρέλι (Πάρμα, 1960) ένωσαν τις συγγραφικές δυνάμεις τους και έγραψαν μαζί μια αστυνομική ιστορία που αποτελεί ένα πρωτότυπο παιχνίδι απόλυτα γοητευτικό. Η Σιωπή (πρωτότυπος τίτλος Acqua in bocca) είναι μια περιπέτεια του αστυνόμου Σάλβο Μονταλμπάνο, του ήρωα του Καμιλέρι, και της επιθεωρήτριας Γκράτσια Νέγκρο, της ηρωίδας του Λουκαρέλι.
Ολα αρχίζουν όταν η Νέγκρο, που υπηρετεί στην αστυνομία της Μπολόνια, στέλνει στον Μονταλμπάνο, στη Βιγκάτα της Σικελίας, ορισμένα στοιχεία για τη δολοφονία του Αρτούρο Μανίφικο, καταγόμενου από τη συγκεκριμένη πόλη, τον οποίο βρήκε νεκρό στο δάπεδο της κουζίνας του σπιτιού του, με μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι, ο φίλος του Τζούλιο Αλμπερτίνι. Το περίεργο είναι πως δίπλα στο θύμα υπήρχαν τρία χρυσόψαρα, από τα πιο συνηθισμένα, πεθαμένα από ασφυξία.
Το σπίτι ήταν σε τάξη και δεν εκλάπη τίποτε, ενώ δεν βρέθηκε ενυδρείο ή γυάλα για τα ψάρια. Ο φίλος του θύματος, ο κυριότερος ύποπτος για τη δολοφονία, ισχυρίζεται ότι πήγε στο σπίτι του νεκρού για να πάρει κάποια μουσικά CD. Διαβεβαιώνει τις Αρχές πως η σχέση τους ήταν φιλική και κανένας τους δεν ήταν ομοφυλόφιλος – άρα τα κίνητρα του φόνου δεν είχαν σεξουαλικό χαρακτήρα.
Η Νέγκρο, η οποία θεωρεί την ιστορία αρκετά σκοτεινή, ζητάει από τον Μονταλμπάνο τη συνδρομή του, διότι οι ανώτεροί της στην υπηρεσία τής απαγορεύουν τη συνέχιση της έρευνας. Ο αστυνόμος, παρά τις επιφυλάξεις του, δέχεται να βοηθήσει τη συνάδελφό του, αλλά αυτό γίνεται με μεγάλη μυστικότητα. Στην πλοκή εμπλέκονται και άλλα πρόσωπα γνωστά από τις ιστορίες του Μονταλμπάνο, όπως οι αστυνομικοί Καταρέλα και Αουτζέλο, καθώς και η Λίβια, η επίσημη αγαπημένη του, η γυναίκα του στην ουσία, και η Ινγκριντ, η σουηδέζα φίλη του. Οι δυο τους δεν συνάπτουν ερωτική σχέση διότι αντιμετωπίζουν τη ζήλια των συντρόφων τους, τόσο της Λίβιας όσο και του Σιμόνε, του τυφλού εραστή της Νέγκρο.
Η πλέον σοβαρή απορία των δύο αστυνομικών είναι η εξής: Πώς έφθασαν τα χρυσόψαρα στην κουζίνα του θύματος, που τα μισούσε; Η έρευνά τους δείχνει ότι τα αγόρασε από ένα ειδικό μαγαζί μια γυναίκα, μια κομψή κοκκινομάλλα με ωραίο στήθος. Τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα όταν κάποιος κόβει τα φρένα του αυτοκινήτου της Νέγκρο, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με ένα φορτηγό και να γλιτώσει ως εκ θαύματος τη ζωή της.
Γίνεται φανερό ότι κάποιος θέλει να την προειδοποιήσει ώστε να σταματήσει την έρευνα. Μήπως όμως θέλει να τη σκοτώσει; Και ύστερα αμφότεροι υποψιάζονται πως στην ιστορία είναι ανακατεμένες οι ιταλικές μυστικές υπηρεσίες, που χρησιμοποιούν ως εκτελεστικό όργανο την Ελιζαμπέτα Γκαρντίνι, τη γυναίκα με το ωραίο στήθος. Η τελευταία βαρύνεται με τρεις τουλάχιστον δολοφονίες που όλες έχουν σχέση με νερό, με χρυσόψαρα, πηγάδια ή μπανιέρες. Για να φθάσουν όμως σε αυτήν, πρέπει να χρησιμοποιήσουν την ευφυΐα τους, μα και τη γενναιότητά τους. Ετσι η Νέγκρο αποφασίζει να γίνει το δόλωμα για να πιάσουν το «μεγάλο ψάρι», την αδίστακτη Γκαρντίνι.
Αυτοσχεδιασμοί σε ρυθμούς τζαζ
Κεντρικό θέμα της ιστορίας είναι οι μυστικές υπηρεσίες και οι διασυνδέσεις της με διεφθαρμένους πολιτικούς της Ιταλίας, κάτι που μπορεί να χαρακτηριστεί και εσχάτη προδοσία. Ακριβώς γι’ αυτό, ενώ «τιμωρούνται» λογοτεχνικά από τους συγγραφείς κάποια πρόσωπα, το μαχαίρι δεν φτάνει ποτέ στο κόκαλο: δεν αποκαλύπτονται τα κυκλώματα και οι διασυνδέσεις των πολιτικών που παραμένουν εσαεί στο σκοτάδι.
Είναι εμφανές ότι ο Καμιλέρι και ο Λουκαρέλι πετούν μεν τα βέλη τους προς πάσα κατεύθυνση, όπως κάνουν και στα υπόλοιπα έργα τους, ωστόσο εδώ, με το παιγνιώδες πειραματικό μυθιστόρημα Σιωπή, θέλουν να διασκεδάσουν οι ίδιοι και ταυτόχρονα να χαρίσουν μερικές ευφρόσυνες ώρες στους αναγνώστες τους. Η ιδέα για το συγκεκριμένο λογοτεχνικό παιχνίδι ανήκει στον εκδότη Ντανιέλε ντι Τζενάρο, ο οποίος συνάντησε τους δύο συγγραφείς στη Ρώμη, στο γραφείο του Καμιλέρι, όπου γύριζαν σκηνές για ένα ντοκυμαντέρ σχετικό με τη ζωή τους.
Τους πρότεινε να βάλουν τους ήρωές τους να προσπαθούν μαζί να εξιχνιάσουν έναν φόνο και εκείνοι δέχτηκαν. Συχνά, στην πορεία της συγγραφής (η αφήγηση γίνεται με ποικίλο υλικό, με επιστολές, αναφορές, ειδήσεις από εφημερίδες, φωτογραφίες), ο Καμιλέρι και ο Λουκαρέλι αυτοσχεδίαζαν, βάζοντας τον Μονταλμπάνο και τη Νέγκρο να προχωρούν σε ενέργειες που εκπλήσσουν ή φέρνουν σε δύσκολη θέση ο ένας τον άλλον. Ετσι, υπάρχει μια συνεχής εναλλαγή καταστάσεων, απρόοπτες εξελίξεις που θυμίζουν τους αυτοσχεδιασμούς της τζαζ, του Μάιλς Ντέιβις και του Ντίζι Γκιλέσπι.
Η συσχέτιση της συγγραφής και της τζαζ επιβεβαιώθηκε στο γύρισμα του ντοκυμαντέρ, όταν και οι δύο συγγραφείς αναφέρθηκαν στην αγάπη τους για το συγκεκριμένο είδος μουσικής. Πιστεύουν ότι ο ήχος της τζαζ δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα, την κατάλληλη διάθεση και την ιδανική ατμόσφαιρα για τη συγγραφή μιας νουάρ ιστορίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ