Οσοι παρακολουθούν από κοντά τις ελληνικές εξελίξεις και μπορούν να δουν τα πράγματα χωρίς τα κομματικά παραμορφωτικά γυαλιά αντιλαμβάνονται σιγά σιγά ότι το πρόβλημα της οικονομίας είναι κατά βάση πολιτικό και η έξοδος από την κρίση είναι επίσης πολιτική υπόθεση.
Εδώ και καιρό και καθώς η κρίση βαθαίνει τα κόμματα και ιδιαιτέρως τα κόμματα εξουσίας χάνουν την επαφή τους με την κοινωνία και κυρίως αποκόπτονται από τον εκλογικό τους πυρήνα. Και αυτό γιατί η κρίση δεν επιτρέπει ικανοποίηση των παραδοσιακών πελατειακών σχέσεων. Οι συναισθηματικοί δεσμοί έχουν χαθεί προ καιρού και έτσι σπάει η παραδοσιακή σχέση με την εκλογική πελατεία.
Η απώλεια της παραδοσιακής σχέσης και επαφής επιδρά στις ηγεσίες των κομμάτων, οι οποίες αναπτύσσουν φοβικά σύνδρομα, δεν αναλαμβάνουν πολιτικό ρίσκο και μαζί προσπαθούν να συντηρήσουν τους όποιους δεσμούς. Ετσι όμως πολλαπλασιάζεται η φθορά, αφού ούτε το πρόβλημα λύνεται ούτε η εκλογική πελατεία ικανοποιείται.
Ολη αυτή η σχέση αποδυναμώνει και περιορίζει τον εκλογικό πυρήνα των κομμάτων και προκαλεί αυξημένη κινητικότητα στο εκλογικό σώμα. Η μαζική και αδιαμαρτύρητη αποδοχή των πολιτικών αποφάσεων των κομμάτων δεν μπορεί να θεωρείται πλέον δεδομένη. Οι συσπειρώσεις και οι μετακινήσεις ψηφοφόρων αποκτούν άλλες διαστάσεις πολύ διαφορετικές από αυτές που γνωρίζαμε ως τώρα και τα κόμματα θα χρειάζεται να προσπαθούν ολοένα περισσότερο για να πείσουν όχι τους τρίτους αλλά την ίδια την πελατεία τους.
Σε όλες τις έρευνες κοινής γνώμης παρατηρείται επίσης ότι τα κόμματα εξουσίας πέφτουν και ανεβαίνουν μαζί, με αποτέλεσμα να μην επιβεβαιώνεται η αρχή ότι το ένα αποτελεί εναλλακτική λύση του άλλου. Αν διατηρηθεί και παγιωθεί αυτή η τάση και η Νέα Δημοκρατία συνεχίσει να μην κερδίζει από τις απώλειες του ΠαΣοΚ, τότε θα επιβεβαιωθεί και στην πράξη η εδώ και χρόνια θρυλούμενη κατάρρευση του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος.
Υπάρχει άλλο ένα στοιχείο που επιβεβαιώνει αυτή την τάση. Τα κόμματα φαίνεται να απογοητεύουν οριζόντια το εκλογικό σώμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ συρρικνώνεται, ο ΛΑΟΣ του κ. Καρατζαφέρη δεν φαίνεται να παρουσιάζει ιδιαίτερη δυναμική σε μια πολύ δύσκολη στιγμή της Νέας Δημοκρατίας, το ΚΚΕ, παρά τα κέρδη του, δεν φαίνεται να ξεπερνά τα όρια των ποσοστών που εξασφαλίζει στις ευρωεκλογές, οι Οικολόγοι Πράσινοι παλεύουν για το όριο του 3% και τα νέα κόμματα του Κουβέλη και της Ντόρας δεν φαίνεται ως τώρα να δημιουργούν κάποια σημαντική δυναμική.
Οπως όλα δείχνουν, το χάσμα ανάμεσα στα κόμματα και στην κοινωνία δεν αφορά μόνο τον κυβερνητικό λόγο αλλά και τον αντιπολιτευτικό και φαίνεται ότι η κομματική αντιπαράθεση, η λεγόμενη πολιτική ατζέντα, όπως διαμορφώνεται από τα κόμματα, δεν αφορά τους πολίτες, οι οποίοι δεν είναι αδιάφοροι, απλώς ενδιαφέρονται για άλλα και η οπτική τους είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν των κομματικών ηγεσιών.
Πράγμα που στην πράξη σημαίνει ότι οι «αναποφάσιστοι» δεν είναι αναποφάσιστοι, όπως οι έρευνες της κοινής γνώμης τους περιγράφουν. Ηδη κινούνται σταθερά πάνω από 30% καθώς το ποσοστό καταγράφεται κατ’ εξακολούθηση, όχι μόνο στην πρόθεση ψήφου αλλά και στους υπόλοιπους δείκτες αξιολόγησης του πολιτικού συστήματος. Οσο οι πολιτικοί αναλυτές και τα κόμματα θεωρούν αυτή τη σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος ως «αναποφάσιστους» με τους παλιούς όρους, δηλαδή ψηφοφόρους που μετακινούνται ανάλογα με την πολιτική συγκυρία ή αδιαφορούν για την πολιτική, δεν θα μπορέσουν ποτέ να τους κατανοήσουν ούτε να τους εκφράσουν. Στην πραγματικότητα, όλα τα στοιχεία βεβαιώνουν ότι έχουμε να κάνουμε με ένα νέο εκλογικό σώμα το οποίο δεν γνωρίζουμε και το οποίο ούτε οι δημοσκοπήσεις κατάφεραν ως τώρα να προσεγγίσουν.
Η εικόνα λοιπόν είναι θολή και αδιερεύνητη. Αυτό το νέο εκλογικό σώμα είναι θυμωμένο, δυσαρεστημένο και εν πολλοίς απογοητευμένο, αλλά δείχνει να μη θέλει να χάσει το ευρώ, ούτε επιθυμεί διακαώς τις εκλογές. Ωστόσο μας λείπουν βασικά στοιχεία. Ποιο είναι άραγε το ποσοστό που δυσαρεστείται από τα μέτρα της κυβέρνησης επειδή τα θεωρεί αντιλαϊκά και ποιο είναι το ποσοστό εκείνων που δυσαρεστούνται από την κυβέρνηση επειδή δεν προχωράει με τη δέουσα ταχύτητα;
Πόσοι επίσης είναι αυτοί που με τον όρο «διαρθρωτικές αλλαγές» επιθυμούν να αλλάξει ριζικά ο δημόσιος τομέας επειδή οι ίδιοι δραστηριοποιούνται ή εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα, όπου όλα αυτά έχουν γίνει πράξη εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία; Επίσης μένει απροσδιόριστος ο κοινός στόχος, αυτός που ενοποιεί την κοινωνία και ενσωματώνει τα πολλά και αντικρουόμενα συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων σε αυτό που ονομάζουμε «κοινό καλό». Είναι τούτα αδιερεύνητα πεδία. Από τη διερεύνηση και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων θα προκύψει και η εξέλιξη των κομμάτων. Τα κόμματα οφείλουν να εξελιχθούν. Αν δεν το κάνουν, αργά ή γρήγορα θα υποκατασταθούν από άλλες δυνάμεις και άλλα σχήματα που θα προσεγγίσουν το νέο εκλογικό σώμα και θα κατανοήσουν τη συντελούμενη κοινωνική εξέλιξη και μεταβολή.