Στα 147,8 εκατ. ευρώ διαμορφώθηκαν τα κέρδη του ομίλου της Alpha Bank to 2010, υποχωρώντας κατά 62,2% σε σχέση με τη χρήση του 2009, ως αποτέλεσμα κυρίως της συνεχιζόμενης επιβράδυνσης της ελληνικής οικονομίας.

Αρνητικά στα αποτελέσματα έχουν επιδράσει οι αυξημένες προβλέψεις έναντι επισφαλών απαιτήσεων, η μείωση των εσόδων από τόκους και προμήθειες λόγω της υποχώρησης του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης στην Ελλάδα και οι έκτακτοι φόροι που επιβλήθηκαν από το δημόσιο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι συμπεριλαμβανομένης της έκτακτης εισφοράς ύψους 61,8 εκατ. ευρώ που επέβαλαν οι αρχές στα κέρδη του 2009 και λογιστικοποιήθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2010, τα αποτελέσματα πέρυσι ανήλθαν σε 85,6 εκατ. ευρώ.

Σε γραπτή του δήλωση ο πρόεδρος της Alpha Bank κ. Γ. Κωστόπουλος υπογράμμισε ότι «η τράπεζα στηρίζεται σε γερές βάσεις: στην εμπιστοσύνη των μετόχων και των πελατών της, καθώς και στην αφοσίωση του προσωπικού της».

Παράλληλα, τόνισε χαρακτηριστικά ότι «πιστοί στις αξίες μας, είμαστε πεπεισμένοι ότι βασιζόμενοι στις ισχυρές επιχειρησιακές μας δυνατότητες, θα αντιμετωπίσουμε με επιτυχία τις όποιες δυσμενείς συνθήκες, αλλά και προκλήσεις».

Από την πλευρά του ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας κ. Δ. Μαντζούνης υποστήριξε ότι «σε μία δύσκολη χρονιά, η οργανική μας κερδοφορία αποτελεί μία θετική εξέλιξη, αποδεικνύοντας την αποτελεσματικότητα του επιχειρησιακού μας σχεδιασμού».

Σύμφωνα με τον ίδιο η διοίκηση της τράπεζας έδωσε «έμφαση στην ενεργό διαχείριση του ισολογισμού μας, με σκοπό να ενισχύσουμε τη ρευστότητα και την κεφαλαιακή θέση μας. Παράλληλα, προσαρμόσαμε το λειτουργικό κόστος μας στις νέες συνθήκες και διατηρήσαμε την ποιότητα του χαρτοφυλακίου μας».

Ο κ. Μαντζούνης αναφερόμενος στους στόχους της νέας χρονιάς σημείωσε ότι δίδεται «βαρύτητα στον εξορθολογισμό των επιχειρησιακών μας λειτουργιών καθώς και στη στοχευμένη ανάπτυξη των εργασιών μας».


Σημαντική περικοπή δαπανών

Το καθαρό έσοδο τόκων ανήλθε σε 1,82 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 3,2% σε ετήσια βάση.

Η εξέλιξη αυτή αντανακλά την πρόοδο που σημειώθηκε στην ανατιμολόγηση του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων, η οποία αντιστάθμισε πλήρως το υψηλότερο κόστος προσελκύσεως νέων καταθέσεων, λόγω της περιορισμένης ρευστότητας καθώς και της μείωσης των δανειακών και ομολογιακών χαρτοφυλακίων.

Συνεπεία των ανωτέρω, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο αυξήθηκε το 2010 κατά 10 πόντους σε 2,7%, έναντι 2,6% το 2009.

Από την άλλη, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες ανήλθαν σε 332,5 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 12,2% σε ετήσια βάση, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με τη μείωση των νέων εκταμιεύσεων στις χορηγήσεις, αλλά και του περιορισμένου όγκου συναλλαγών του δικτύου της τράπεζας.

Τα αποτελέσματα χρηματοοικονομικών πράξεων ανήλθαν σε 35,1 εκατ. ευρώ, ενώ τα συνολικά λοιπά έσοδα μειώθηκαν κατά 5,7% σε 63,3 εκατ. ευρώ, συνεπεία της οικονομικής ύφεσης, η οποία επηρέασε δυσμενώς και τις μη χρηματοοικονομικές εταιρίες του Ομίλου.

Η εξέλιξη των βασικών μεγεθών

– Ισχυρή κεφαλαιακή θέση με τον δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας να ανέρχεται σε 13,5% και τους δείκτες Κεφαλαίων Πρώτης Διαβαθμίσεως (Tier I) και Κυρίων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων να ανέρχονται σε 11,8% και 9% αντιστοίχως.

– Στοχευμένη μείωση της μοχλεύσεως του ισολογισμού, μέσω μειώσεως του δανειακού χαρτοφυλακίου κατά 1,5 δισ. ευρώ σε 51,5 δισ. ευρώ.

– Οι επενδύσεις σε Ελληνικά Ομόλογα ανήλθαν σε 3,7 δισ. ευρώ.

– Ισορροπημένη ρευστότητα, με τη χρηματοδότησή μας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να ανέρχεται σε 14,2 δισ. ευρώ, σχεδόν αμετάβλητη από τον Ιούνιο του 2010.

– Μειωμένος ρυθμός αυξήσεως του δείκτη καθυστερήσεων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο. Ο δείκτης καθυστερήσεων του Ομίλου ανήλθε στο 8,5% και οι σωρευτικές προβλέψεις σε 2,2 δισ. ευρώ, αντανακλώντας έναν ισχυρό δείκτη κάλυψης των καθυστερήσεων 51%, χωρίς τις εξασφαλίσεις.

– Το καθαρό έσοδο τόκων αυξήθηκε κατά 3,2% σε 1.819 εκατ. ευρώ, παρά τη μείωση των δανείων.

– Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο αυξήθηκε κατά 10 πόντους σε 2,7%.

– Τα βασικά λειτουργικά έσοδα (εκτός των χρηματοοικονομικών) παρέμειναν σταθερά σε 2.214 εκατ. ευρώ.

– Η συνεχής πρόοδος στον περιορισμό των δαπανών μείωσε το λειτουργικό κόστος κατά 4,4%, σε 1,1 δισ. ευρώ. Ο σημαντικός περιορισμός κατά 10,7% των γενικών εξόδων στην Ελλάδα συνεισφέρει σε 9,2% μείωση των γενικών εξόδων σε επίπεδο Ομίλου.

– Ο δείκτης έξοδα προς έσοδα (προσαρμοσμένος ως προς τα έξοδα αναδιαρθρώσεως) ανήλθε σε 50,5%.

– Η Νοτιοανατολική Ευρώπη συνεισφέρει κατά 21% στο δανειακό μας χαρτοφυλάκιο και κατά 18% στις καταθέσεις, ενώ η διαφορά μεταξύ χορηγήσεων και καταθέσεων μειώθηκε κατά 1 δισ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

– Τα καθαρά κέρδη ανήλθαν σε 147,8 εκατ. ευρώ, με το αποτέλεσμα προ προβλέψεων και φόρων να ανέρχεται σε 1,1 δισ. ευρώ.

Αύξηση της κεφαλαιακής επάρκειας

Κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2010, η συνεχιζόμενη μείωση της μοχλεύσεως του ισολογισμού οδήγησε στον περιορισμό των σταθμισμένων για τον κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού, ενισχύοντας περαιτέρω τους κεφαλαιακούς δείκτες.

Στο τέλος Δεκεμβρίου 2010, ο δείκτης Κυρίων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων (Core Tier I) ανήλθε στο 9%, με τους Δείκτες Κεφαλαίων Πρώτης Διαβαθμίσεως (Tier I) και Κεφαλαιακής Επάρκειας να ανέρχονται σε 11,8% και 13,5% αντιστοίχως.

Τα Ενσώματα Ίδια Κεφάλαια διαμορφώθηκαν σε 4,1 δισ. ευρώ, παραμένοντας σταθερά σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, έναντι συνόλου ενεργητικού 66,8 δισ. ευρώ, με τον δείκτη μοχλεύσεως της Τραπέζης να ανέρχεται στο 16πλάσιο των Ενσωμάτων Ιδίων Κεφαλαίων της.

Επιπλέον, όπως επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση, η Alpha Bank βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση προκειμένου να εναρμονισθεί με τις απαιτήσεις της επερχόμενης εφαρμογής της Βασιλείας ΙΙΙ με ενδεχόμενη κεφαλαιακή επιβάρυνση του δείκτη Κυρίων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων κατά μόλις 34 πόντους.

Σύμφωνα με την τράπεζα, «αυτή η σχετικά μικρή επιβάρυνση οφείλεται στην απουσία ασφαλιστικών κινδύνων από το επιχειρηματικό μας χαρτοφυλάκιο, όπως και στη μικρή βαρύτητα που έχουν για την κεφαλαιακή μας βάση τα δικαιώματα μειοψηφίας, η υπεραξία και τα άυλα πάγια ύψους Ευρώ 10 εκατ. ευρώ και 154 εκατ. ευρώ αντιστοίχως.