Η σχεδόν πάντοτε δύσκολη οικονομική κατάσταση του ελληνικού κράτους κατέστη τα τελευταία χρόνια, θα έλεγα, αφόρητη. Για το φαινόμενο αυτό πολλές είναι οι αιτίες για τις οποίες υπαίτιοι είμαστε περίπου όλοι μας. Ο λίθος του αναθέματος όμως ρίχνεται στους έλληνες πολιτικούς.
Συνέπεια του κλίματος αυτού είναι ένα περιρρέον γενικό αίτημα για τιμωρία, δηλαδή για ποινική καταδίκη, όσων πολιτικών μάς έφεραν σε αυτήν την κατάσταση. Στα πλαίσια της ικανοποίησης αυτού του αιτήματος κινείται και η νομοθετική ρύθμιση του υπουργείου Δικαιοσύνης, σκοπός της οποίας είναι η επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής των εγκλημάτων που διαπράττονται από μέλη της κυβέρνησης και υφυπουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους καθώς και η μετακύλιση της έναρξης του χρόνου παραγραφής των εγκλημάτων αυτών στο χρονικό σημείο που επήλθαν οι επιζήμιες από αυτά συνέπειες.
Η νομοθετική αυτή διάταξη δεν βρίσκεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα, εκτός αν πράγματι γίνονται σκέψεις για αναδρομικότητα των σχετικών ρυθμίσεων, δηλαδή για εφαρμογή της νομοθετικής μεταρρυθμίσεως και σε αδικήματα προγενέστερα αυτής.
Η επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής του αξιοποίνου μιας εγκληματικής δραστηριότητας δεν μπορεί – διότι καθιστά χείρονα τη θέση του δράστη- να έχει αναδρομικότητα καθώς προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, την οποία απηχεί και το άρθρο 2 του Ποινικού μας Κώδικα. Ως προς τη μετακύλιση του χρόνου παραγραφής του αξιοποίνου πρέπει να παρατηρηθεί ότι, κατά το Δίκαιό μας, η παραγραφή του αξιοποίνου αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως. Τούτο συμβαίνει στα λεγόμενα εγκλήματα εκ του αποτελέσματος, που δεν εμπίπτουν στην περίπτωσή μας, διότι τα εγκλήματα αυτά προβλέπονται ειδικώς στον Ποινικό Κώδικα. Βέβαια, σε εγκλήματα από τα οποία επέρχεται κάποιο αποτέλεσμα μπορεί ο νομοθέτης να ορίσει ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής του αξιοποίνου την επέλευση ενός αποτελέσματος. Ετσι, προκειμένου περί οικονομικού εγκλήματος, μπορεί να ορισθεί ως αφετηρία του χρόνου παραγραφής ο χρόνος επέλευσης της ζημίας και επί ζημιών κατ΄ εξακολούθηση από την επέλευση της τελευταίας. Τούτο συμβαίνει και σε Δίκαια άλλων χωρών. Η ρύθμιση όμως αυτή δεν μπορεί, ως μετακυλίουσα τον χρόνο έναρξης της παραγραφής και μεταφέρουσα έτσι τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο, να καταλάβει εγκλήματα προγενέστερα της νομοθετικής αυτής μεταβολής, διότι συντρέχει και στην περίπτωση αυτή η ως άνω συνταγματική απαγόρευση τής μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου.
Κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος την ποινική δίωξη κατά υπουργών για αξιόποινες πράξεις που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ασκεί μόνο η Βουλή. Στην προσπάθεια των πολιτικών μας να ανακτήσουν τη χαμένη αξιοπιστία τους θα πρέπει, νομίζω, να γίνει παντελής κατάργηση του άρθρου 86, ώστε και οι υπουργοί να υπόκεινται στην ίδια ποινική μεταχείριση με τους άλλους πολίτες.
Μια άλλη επιβαλλόμενη μεταβολή στο Σύνταγμά μας είναι εκείνη της έκτασης της ασυλίας των βουλευτών μας. Αυτή στοχεύει στη διασφάλιση του ανεμπόδιστου της άσκησης των καθηκόντων τους. Δεν είναι δυνατόν η ασυλία να καταλαμβάνει οποιαδήποτε συμπεριφορά τους, μη έχουσα σχέση με τα βουλευτικά καθήκοντα. Η εφαρμογή από τη Βουλή της συγκεκριμένης ρύθμισης ήταν, ως τώρα, άκρως απογοητευτική, προσδίδοντας συντεχνιακό χαρακτήρα στις αποφάσεις της, αφού η κατάληξή της ήταν παγίως η άρνηση της άρσης της ασυλίας. Προς το παρόν, μέχρι της Συνταγματικής Αναθεωρήσεως, παραμένουμε στα ήδη ισχύοντα, τα οποία δεν μπορεί κανείς να αγνοεί ή να παραβιάζει.
Ο κ. Κωνσταντίνος Λυμπερόπουλος είναι επίτιμος αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου.