Ενώ στην Αμερική τα κάθε λογής think tanks της Ουάσιγκτον χαρακτηρίζονται συχνά πυκνά «κυβερνήσεις σε αναμονή», η επιρροή των αντίστοιχων στη δική μας πλευρά του Ατλαντικού είναι σαφώς μικρότερη. Παρ’ όλα αυτά, το ερευνητικό έργο τους παραμένει εξαιρετικά ενδιαφέρον. Και φυσικά, όπως διαχρονικά συμβαίνει με κάθε απόπειρα πρόβλεψης των τάσεων του μέλλοντος και εξαγωγής συμπερασμάτων, η συμβολή τους είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτη στον ανθρώπινο πολιτισμό. Σίγουρα περισσότερο από εκείνη των κυβερνήσεων.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο οικονομολόγος Γουίλιαμ Μπλιτς του think tank με την επωνυμία Heritage Foundation, προσκείμενου στο κόμμα των Ρεπουμπλικανών, αρχίζει έρευνα σχετικά με τις επιπτώσεις που θα έχει η κατάργηση του φόρου ακίνητης περιουσίας στις ΗΠΑ. Την έρευνα χρηματοδοτεί μια ομάδα γόνων εύρωστων οικονομικά οικογενειών, με πληρεξούσιο δικηγόρο τον Χάρολντ Απολίνσκι. Για τον συγκεκριμένο σκοπό χρηματοδοτούν το ίδρυμα με 180.000 δολάρια.

Τον Ιανουάριο του 1995 το Κέντρο Ερευνών για τη Φορολόγηση (Center for the Study of Taxation) δίνει στη δημοσιότητα μια έρευνα με την υπογραφή του Ρίτσαρντ Βάγκνερ και τίτλο «Κοινός φόρος μεταβίβασης: Μια μελέτη για το κοινωνικό κόστος». Υποστηρίζει ότι ο φόρος ακίνητης περιουσίας δεν αφορά μόνο τις εύρωστες οικογένειες της Αμερικής, αλλά ισχυρίζεται ότι ευθύνεται για τη μείωση της παραγωγικότητας, επιφέρει μείωση των μισθών, πλήττει τη φιλανθρωπία και παρεμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς το Heritage Foundation δημοσιεύει την έρευνα «O όλεθρος του “φόρου θανάτου”: Ιστορίες τρόμου από τη μεσαία τάξη της Αμερικής» που είχε αναλάβει έναν χρόνο πριν σχετικά με τον φόρο ακίνητης περιουσίας. Την ίδια χρονιά το Heritage Foundation απέκτησε νέους χρηματοδότες (τα ιδρύματα Bradley, Scaife, Olin και Carthadge) οι οποίοι διέθεσαν 3 εκατομμύρια δολάρια.

Εναν χρόνο αργότερα, τον Αύγουστο του 1996, το ίδρυμα εκδίδει ακόμη μία μελέτη σχετικά με την κατάργηση του φόρου ακίνητης περιουσίας με συναφείς απόψεις. Την ίδια χρονιά, οι μεγαλύτερες χρηματοδοτήσεις του Heritage Foundation προήλθαν από τα ιδρύματα Bradley, Scaife, Olin και Carthadge και ανήλθαν στα 2 εκατομμύρια δολάρια.

Τον Απρίλιο του 1997 συντάσσεται η πρώτη έκθεση που εκφράζει την αντίθετη άποψη. Προέρχεται από το Φιλελεύθερο Κέντρο Προτεραιοτήτων Προϋπολογισμού και Πολιτικής (προσκείμενο στο κόμμα των Δημοκρατικών), έχει τίτλο «Η κατάργηση του φόρου ακίνητης περιουσίας θα ωφελούσε τους πιο εύρωστους οικονομικά Αμερικανούς» και υπογράφεται από την Αϊρις Τζ. Λέι. Υποστηρίζει ότι ελάχιστοι από όσους θα ωφεληθούν από τη συγκεκριμένη κατάργηση θα είναι οικογενειακές φάρμες και μικρές επιχειρήσεις. Η κύρια χρηματοδότηση του Κέντρου εκείνη τη χρονιά προήλθε από τα ιδρύματα Ford και Revson. Επειτα από οκτώ ακόμη χρόνια εναλλαγών κυβερνήσεων και αντικρουόμενων μελετών από think tanks με σταθερούς (νέους) χρηματοδότες, ο φόρος ακίνητης περιουσίας καταργήθηκε από την κυβέρνηση Μπους τον Απρίλιο του 2005, προς ικανοποίηση των εύρωστων οικονομικά Αμερικανών και του ιδρύματος Heritage, ενός από τα πιο ονομαστά think tanks των ΗΠΑ.

Τι είναι το think tank

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. ?ς think tank ορίζεται κάποιος οργανισμός, ίδρυμα, επιχείρηση ή ομάδα ανθρώπων που εκπονεί έρευνες και αναμειγνύεται στον δημόσιο διάλογο σε θέματα που αφορούν την κοινωνική πολιτική, την πολιτική στρατηγική, την οικονομία, την επιστήμη, τις επιχειρήσεις ή τον στρατό. Τα σύγχρονα «εργαστήρια ιδεών» έχουν αποστολή να επιδίδονται σε μανιασμένο brainstorming και να προτείνουν λύσεις για τα πάντα – από την κλιματική αλλαγή ως την κατάρρευση της Wall Street και τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Κάνουν δηλαδή πολύ περισσότερα από το να στέλνουν ενημερωτικά φυλλάδια: γεννούν και συντονίζουν λύσεις σε μερικά από τα πιο πολύπλοκα θέματα του πλανήτη σήμερα. Οι ηγέτες ανά τον κόσμο τα χρειάζονται για να έχουν στη διάθεσή τους αναλύσεις, να διαμορφώνουν την ατζέντα τους και να γεφυρώνουν το κενό μεταξύ της γνώσης και της δράσης.

Υπάρχουν περίπου 5.500 καταγεγραμμένα think tanks διασκορπισμένα σε σχεδόν 170 χώρες. Κάποια είναι έντονα πολιτικοποιημένα, άλλα είναι φανατικά ανεξάρτητα. Κάποια ήδη αλλάζουν τον κόσμο με τις ιδέες που πρεσβεύουν και άλλα παρουσιάζουν μηδενική δραστηριότητα. Κάποιων το μπάτζετ διαθέτει τουλάχιστον επτά μηδενικά, άλλα αποτελούνται από μόλις ένα πρόσωπο. Πολλά think tank λειτουργούν ως μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί και πολλές χώρες (όπως ο Καναδάς ή οι ΗΠΑ) τα εξαιρούν από τη φορολογία. Πολλά think tanks χρηματοδοτούνται από κυβερνήσεις, ομάδες συμφερόντων ή επιχειρήσεις, ενώ κάποια ακόμη από αυτά έχουν εισόδημα που προκύπτει από συμβουλευτικές ενέργειες ή έρευνες που διεξάγουν κατά παραγγελία διαφόρων φορέων. Οι απόψεις σχετικά με τη δράση τους διίστανται· υπάρχουν εκείνοι που τα θεωρούν πεμπτουσία της πολυφωνίας και της ζύμωσης των ιδεών στις δημοκρατικές κοινωνίες και εκείνοι που πιστεύουν ότι πρόκειται για ένα ευφυές άλλοθι των δημιουργών τους για να ξεφύγουν από τη «ρετσινιά» που συνοδεύει την έννοια λόμπι.

To παντοδύναμο μοντέλο των ΗΠΑ

Το ότι ο επιχειρησιακός διευθυντής που επέλεξε ο Μπαράκ Ομπάμα προέρχεται από think tank, δεν είναι προϊόν τύχης. Κάποιος λόγος θα υπάρχει που στην Ουάσιγκτον αποκαλούν τα think tanks «κυβερνήσεις σε αναμονή». Τα think tanks στις ΗΠΑ διαμορφώνουν σε κάποιον βαθμό την πολιτική της χώρας εντός και εκτός συνόρων και αντιτίθενται ή συζητούν ασυνήθιστες ιδέες με περισσότερη ελευθερία από όση επιτρέπεται στους κυβερνητικούς παράγοντες. ?στόσο, σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του αμερικανικού παρατηρητηρίου FAIR, οι αναφορές στα think tanks από τα media μειώθηκαν κατά 17% από το 2006 ως το 2007. Από εκείνες που απέμειναν το 37% αφορούσε συντηρητικά think tanks, το 47% κεντρώα και το 16% προοδευτικά ή αριστερά. Το ίδρυμα με τις περισσότερες αναφορές ήταν το (προσκείμενο στους Δημοκρατικούς) Brookings.

Τα think tanks που χρηματοδοτούνται αποτελούν μεγάλο μέρος της πολιτικής κουλτούρας των Αμερικανών, ειδικά στους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας. Η αμερικανική κυβέρνηση χρηματοδοτεί περίπου 30 ιδρύματα ερευνών με καθήκον να βρίσκουν λύσεις σε δυσεπίλυτα προβλήματα. Και σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα προβλέπει και ημι-κυβερνητικές συμβουλευτικές επιτροπές (υπάρχουν περίπου 1.000 αυτή τη στιγμή στην Αμερική) που συχνά έχουν έργο αντίστοιχο των think tanks.

Το συγκεκριμένο σύστημα, ιδιαίτερα πολύπλοκο αλλά και ενθαρρυντικό για όσους θέλουν να ιδρύσουν έναν αντίστοιχο οργανισμό, έχει επιτρέψει τη δημιουργία πολύ μεγάλων ιδρυμάτων τα οποία στηρίζονται σε χορηγίες ή σε εταιρείες και απασχολούν μεγάλο αριθμό ερευνητών και ειδικών, με εξαιρετικές δυνατότητες και πολύ στενές σχέσεις με την εκάστοτε κυβέρνηση και με τα δύο κόμματα – άλλα βρίσκονται κοντά στους Ρεπουμπλικανούς, άλλα κοντά στους Δημοκρατικούς. Κοντολογίς, πρόκειται για πόλους εξουσίας που αξιοποιούνται με τρόπο συναφή με εκείνον της εκστρατείας υπέρ της κατάργησης του φόρου ακίνητης περιουσίας.

Η «φτωχή εξαδέλφη» Ευρώπη

Στην Ευρώπη, αντίθετα, η κατάσταση δεν θυμίζει εκείνη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Τα think tanks είναι συνήθως μικρά γραφεία συγκεντρωμένα σε κεντρικούς δρόμους της εκάστοτε πρωτεύουσας, δεν απασχολούν ιδιαίτερα πολλούς ανθρώπους και καταπιάνονται κυρίως με θέματα εξωτερικής πολιτικής, δίχως να είναι σίγουρο το αν η ενέργεια που εκπορεύεται από αυτά θα καταλήξει πράγματι κάπου. Πρόκειται για μεσαία ερευνητικά ιδρύματα, οι διαφορές μεταξύ των οποίων έγκεινται στο είδος της κρατικής υποστήριξης, που ποικίλλει ανάλογα με τη χώρα. Τα περισσότερα, βάσει ετήσιας αξιολόγησής τους, έχουν μια σημαντική κρατική επιχορήγηση, η οποία δεν συνδέεται με όρους, προϋποθέσεις ή παρεμβάσεις στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν. Κατά περίπτωση, μπορεί να έχουν περισσότερο στενή συνεργασία με κρατικούς φορείς που εμπλέκονται στη χάραξη διεθνούς πολιτικής. Οπότε, σίγουρα το επόμενο μεγάλο σκάνδαλο ή η επόμενη «σκοτεινή» υπόθεση της Ευρώπης (με την εξαίρεση της Βρετανίας, όπου ονομαστά ιδρύματα όπως η αριστερή Fabian Society ή το ινστιτούτο Adam Smith εξευρωπαΐζουν ένα μέρος της αίγλης των αντίστοιχων στις ΗΠΑ) δεν θα περιλαμβάνουν την ανάμειξη κάποιου think tank. ?στόσο, τα μικρά (σε μέγεθος) think tanks δεν είναι απαραίτητα αναξιόπιστα ή αναποτελεσματικά. Ούτε κακοί σύμβουλοι.

Τα μαντάτα για την Ελλάδα

Ο κ. Θάνος Ντόκος, γενικός διευθυντής του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), έχει καταλήξει στα παρακάτω συμπεράσματα έπειτα από ενδελεχή έρευνα. «Υπάρχουν ορισμένα ζητήματα που έχουν μόνιμο και πάγιο ενδιαφέρον για την Ελλάδα, εκ των πραγμάτων: τα ελληνοτουρκικά, η θέση της Ελλάδας στα Βαλκάνια, το Κυπριακό, το πώς εξελίσσεται η ευρωπαϊκή ενοποίηση και το πώς η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί κοντά στον στενό πυρήνα της. Πέρα από αυτά, υπάρχουν και τρία ζητήματα ειδικού ενδιαφέροντος: η μετανάστευση, η κλιματική αλλαγή (και πώς επηρεάζει την ασφάλεια και της χώρας και της ευρύτερης περιοχής) και, τέλος, η ενέργεια. Σχετικά με τη μετανάστευση, είναι πλέον ζήτημα υψηλής προτεραιότητας. Οι τάσεις, και λόγω της οικονομικής συγκυρίας, είναι μάλλον δυσμενείς. Αναμένεται αύξηση των μεταναστών που εισρέουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση, πολλοί από τους οποίους θα περάσουν από την Ελλάδα και αρκετοί από αυτούς, για διάφορους λόγους, θα παραμείνουν εδώ. Σε εποχή οικονομικής ύφεσης, γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να τους απορροφήσει κάποιος, άρα μπορεί να δούμε φαινόμενα κοινωνικών εντάσεων στο όχι μακρινό μέλλον. Φοβάμαι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να χειριστεί το συγκεκριμένο ζήτημα μόνη της. Χρειάζεται προσοχή και αναζήτηση κοινοτικής, ευρωπαϊκής συμπαράστασης. Σχετικά με την ενέργεια, η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά κοντά στις διεθνείς εξελίξεις, παίζει έναν πιο ουσιαστικό ρόλο σε σύγκριση με το παρελθόν και είναι κομμάτι του ενεργειακού χάρτη. ?στόσο, πρόκειται για ένα “παιχνίδι” υψηλού οφέλους αλλά και υψηλού κινδύνου, αφού αγγίζει τα συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων όπως η Ρωσία και οι ΗΠΑ, οπότε χρειάζεται προσεκτική εξισορρόπηση ανάμεσα στα συμφέροντα. Για την κλιματική αλλαγή τα χρονικά περιθώρια λιγοστεύουν – υπάρχει η διάσκεψη της Κοπεγχάγης που θα είναι χρήσιμη στο τέλος του χρόνου και η Ελλάδα έχει προς τα έξω μια καλύτερη εικόνα από ό,τι έχει στα εσωτερικά θέματα περιβάλλοντος. Ελπίζω ότι υπάρχουν περιθώρια για βελτίωση της εικόνας της χώρας που τελευταία έχει δεχτεί ορισμένα πλήγματα».

Το ΕΛΙΑΜΕΠ πέρυσι έκλεισε τα 20 χρόνια δραστηριότητάς του ενώ ο πρόεδρός του, κ. Λουκάς Τσούκαλης, αναφερόταν μεταξύ των ελλήνων «συνέδρων» της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ, τον περασμένο μήνα στη Βουλιαγμένη. Το Ιδρυμα διοργανώνει σεμινάρια (όπως τα ετήσια Διεθνή Σεμινάρια της Χάλκης, με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων των Βαλκανίων, της Μαύρης Θάλασσας, της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής) και συμμετέχει σε ευρωπαϊκά και διεθνή ερευνητικά προγράμματα. «Η αποστολή μας είναι διπλή. Προς το εσωτερικό της χώρας, βοηθάμε την εκάστοτε πολιτική ηγεσία να αποφασίσει για καίρια ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Η δεύτερη αποστολή είναι να συμβάλλουμε στην εκπαίδευση μιας νέας γενιάς επιστημόνων» σημειώνει ο κ. Ντόκος. «Προς το εξωτερικό, έχουμε την αποστολή να προβάλλουμε κάποιες θέσεις και απόψεις της Ελλάδας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, να προβάλλουμε ζητήματα που την αφορούν αλλά και γενικότερα να διασφαλίσουμε μια ενεργή ελληνική παρουσία σε διάφορα ερευνητικά fora» καταλήγει.

Σε γενικές γραμμές, αυτή είναι η αποστολή των περισσότερων ελληνικών think tanks, όπως είναι το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων ή το Διεθνές Κέντρο Σπουδών της Μαύρης Θάλασσας. Στην επίσημη ιστοσελίδα του υπουργείου Εξωτερικών μπορεί κάποιος να μετρήσει δεκαεπτά αντίστοιχα ιδρύματα ερευνών, ανάμεσα στα οποία το ΙΣΤΑΜΕ – Ανδρέας Παπανδρέου και το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, δηλαδή δύο ελληνικά think tanks συνδεδεμένα με προφανή τρόπο με τα δύο μεγάλα ελληνικά κόμματα. «?ς ελληνικά ινστιτούτα, παρεμβαίνουμε στη λήψη αποφάσεων σαφώς λιγότερο από όσο θα θέλαμε. Δεν επηρεάζουμε τις αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας όπως κάνουν ιδρύματα στην υπόλοιπη Ευρώπη ή πολύ λιγότερο από όσο συμβαίνει στις ΗΠΑ. Συμβαίνει κατ’ εξαίρεση τα όσα γράφουμε ή λέμε να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες. Γι’ αυτό θα ήθελα να υπάρχει μια περισσότερο θεσμοποιημένη συνεργασία και ανταλλαγή απόψεων με τις πολιτικές ή επιχειρησιακές υπηρεσίες των υπουργείων. Θεωρώ ότι έχει βελτιωθεί η κατάσταση σε σχέση με 20 χρόνια πριν, όταν ξεκίνησε το ΕΛΙΑΜΕΠ, αλλά ακόμη έχουμε δρόμο μπροστά μας» σημειώνει ο κ. Ντόκος.

Διαγράφοντας το μέλλον

Πέρα, ωστόσο, από το πόση επιρροή διαθέτουν τα think tanks και το αν χρησιμοποιούνται ως μέσα πίεσης ή όχι, το πιο ενδιαφέρον σχετικά με αυτά παραμένει η ουσία της δραστηριότητάς τους: η αδιάκοπη έρευνα σχετικά με τις μεταβλητές που σχηματίζουν τον κόσμο σήμερα, οι οποίες είναι πολλές και αλληλεπιδρούν συνεχώς. Ο κ. Ντόκος διαθέτει μερικά ακόμη ενδιαφέροντα συμπεράσματα. «Είναι τόσο πολλές πλέον οι μεταβλητές, που κάνουμε προβλέψεις με σενάρια, και μάλιστα όχι απόλυτα. Για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας από μια γρήγορη διάψευση των προβλέψεων δουλεύουμε πάντοτε με σενάρια. Μια πρώτη τάση που θα έβλεπα για το διεθνές σύστημα είναι ότι περάσαμε από το δυτικοκεντρικό διεθνές σύστημα σε ένα άλλο, στο οποίο οι ασιατικές δυνάμεις παίζουν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο. Αυτή είναι μια μετάβαση που θα υλοποιηθεί σε βάθος χρόνου, όμως είναι ήδη σαφής. Ενα δεύτερο μεγάλο ζήτημα είναι η διαχείριση της κλιματικής αλλαγής. Αν το συγκεκριμένο φαινόμενο αφεθεί ανεξέλεγκτο και δεν ληφθούν εγκαίρως μέτρα μπορεί να μεταμορφώσει πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά τον πλανήτη. Στην Ευρώπη διανύουμε μια περίοδο υψηλής ρευστότητας και όλα τα σενάρια είναι ανοιχτά. Δεν θα μπορούσα να αποκλείσω το ενδεχόμενο σε δέκα χρόνια η Ευρώπη να μοιάζει περισσότερο με μια κοινή αγορά και όχι με μια πολιτική ένωση. Ούτε να αποκλείσω το ενδεχόμενο της μεταβλητής γεωμετρίας ισχύος, όπου κάποιες χώρες της ΕΕ αποφασίζουν να προχωρήσουν με πιο γρήγορα βήματα σε πολιτική ένωση και κάποιες άλλες αποφασίζουν να είναι σε έναν δεύτερο ή τρίτο κύκλο». Προκειμένου να βεβαιωθούμε, θα χρειαστεί να αναμείνουμε.

Δημοσιεύθηκε στο BHMAMEN, τεύχος 39, σελ. 160-165, Ιούνιος 2009.