Τρίτο υπεσχημένο ανάγνωσμα: για το «περιοδικό ψυχανάλυσης, φιλοσοφίας και τέχνης», υπό τον τίτλο αλήthεια, οφειλόμενο στον Δημήτρη Βεργέτη (διευθυντή σύνταξης), στην Ντόρα Περτέση (διευθύντρια σύνταξης) και στη Βίκη Σκούμπη (αρχισυντάκτρια) – τεύχος 2, εκδόσεις Πατάκη. Η εξέλιξη από το πρώτο τεύχος είναι εύκολα αναγνώσιμη: αυξημένη οικειότητα περιεχομένου και ύφους, στο πλαίσιο πάντα της αποφασισμένης εξειδίκευσης, με την οποία αποφεύγεται η αναλώσιμη γενικολογία. Για να είμαστε δίκαιοι: υπάρχουν και άλλες ανάλογες, εξίσου φερέγγυες, περιοδικές εκδόσεις, στις οποίες εξέχουν το φιλοσοφικό «Υπόμνημα» του Βασίλη Κάλφα και το επίσης φιλοσοφικό Cogito, με υπεύθυνη σύνταξης τη Βάσω Κιντή. Φαίνεται ότι οι επιστήμες του ανθρώπου, ειδικότερα η φιλοσοφία, τραβούν τελευταία ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.


Επί του προκειμένου. Για να μου φύγει πρώτα ο καημός, διαφεύγω σε δύο εναλλακτικούς τίτλους του περιοδικού σε αντικατάσταση του προκριθέντος, γνωρίζοντας ότι η όψιμη πρότασή μου είναι ανεφάρμοστη. Προτιμώ λοιπόν τον τίτλο «α-λήθεια», ο οποίος με διαζευγμένα τα δύο συνθετικά του θα λειτουργούσε ως διπλή σύσταση: για να μην ξεχνάμε, για να μην ξεχνιόμαστε. Δεύτερη προτίμηση: αλητεία (περιπλάνηση), παράγωγο του αλητεύω (περιπλανώμαι, περιφέρομαι), και πιο πίσω του αλάομαι (πλανώμαι, παραπλανώμαι).


Το προκείμενο τεύχος μοιράζεται σε τρία μέρη και ένα επίμετρο. Το πρώτο μέρος αποτελεί πολύτροπο αφιέρωμα στον Jacques Lacan – προτάσσεται απροκάλυπτη συνέντευξή του στον Ε. Granzotto, υπό τον τίτλο «Ψυχανάλυση, επιστήμη, πολιτική». Το δεύτερο μέρος επιγράφεται «Ψυχανάλυση και πολιτική» και περιέχει ένα μακρό δοκίμιο του Etienne Balibar για τον «Κοινωνικό δεσμό και το Υπερεγώ» και μια δεύτερη αποκαλυπτική συνέντευξη του Alain Badiou, τιτλοφορημένη «Προβλήματα χειραφετητικής πολιτικής». Το τρίτο μέρος προκαταβάλλει «Σελίδες για τον Philippe Lacoue-Labarthe» και υπόσχεται διεξοδικότερο αφιέρωμα. Τέλος, στο επίμετρο γειτονεύουν οι «Σημειώσεις για το έργο Περί ουρανίας ιεραρχίας» του Ευγένιου Αρανίτση, Ποιήματα του Γιώργου Βέλτσου από τη συλλογή «Από Βηθανίας» και Η παραβολή του πιθήκου του συμπατριώτη Τάκη Σιμώτα. Συμπέρασμα: καλή σοδειά, με αιχμή τις λανθάνουσες σχέσεις (θετικές και αντιθετικές) ψυχανάλυσης, πολιτισμού, πολιτικής, τέχνης (και ποίησης). Αντιγράφω πέντε στίχους του Αρανίτση και άλλους τόσους του Βέλτσου:


Αρανίτσης: οι μέσες λύσεις δεν είναι του χαρακτήρα μου // ευτυχισμένα τα κοτσύφια και τα σπουργίτια της λοκρίδας και τα ευαίσθητα αηδόνια των παλαιών ανθρακωρυχείων / μακάριος και ο γύπας που χόρτασε με το συκώτι του προμηθέα / η ελπίδα είναι ένα πιάτο που τρώγεται ζεστό.


Βέλτσος: Γράμματα, αρχιγράμματα ωραία / από χρυσό, πορφύρα και μελάνι, / της ποίησής μου η καλλιγραφία / Δέηση για ευκρασία / μιας γης παράγκωνης με τη ζωή μου / Φρυγμένης γης με εγκοπές και σκήπτρα.


Ο εντεταλμένος χώρος δεν επιτρέπει επί μέρους σύσταση των (μεταφρασμένων και πρωτότυπων) κειμένων ενός τόμου των 300 σελίδων, που αξίζει προσηλωμένη ανάγνωση, από την οποία συχνά πυκνά προκύπτει και νοητική απόλαυση. Περιορίζομαι, λοιπόν, στη λακανική συνέντευξη, χρονολογημένη στο 1975, που είναι από κάθε άποψη υποδειγματική: σαφής, εμπράγματη, έντιμη, γενναία. Παραθέτω δύο ενδεικτικές προτάσεις:


Η πρώτη αποτελεί (αποσπασματική κατ’ ανάγκην) απόκριση στην προκλητική ερώτηση αν ο Φρόυντ έγινε στην εποχή μας ξεπερασμένος: «Μετά τον θάνατό του το 1939, μερικοί από τους μαθητές του διατείνονταν ότι ασκούν διαφορετικά την ψυχανάλυση, συρρικνώνοντας τη διδασκαλία του σε κάποια κοινότοπη διατύπωση: η τεχνική ως τελετουργία, η πρακτική περιορισμένη στη θεραπεία της συμπεριφοράς, ως μέσο για την επαναπροσαρμογή του ατόμου στο κοινωνικό του περιβάλλον. Πρόκειται για την άρνηση του Φρόυντ, για μια ψυχανάλυση κονφορμιστική, του σαλονιού […]. Σε ό,τι αφορά τους ψυχαναλυτές, Θεέ μου ευχαριστώ, ευημερούν όπως οι μάγοι και οι κομπογιαννίτες». Υποθέτω ότι η Μαρία Λαϊνά θα αναγνωρίσει εδώ τη δικαίωση του δικού της σαρκαστικού «Νοήματος».


Η δεύτερη αφορά στον βασικό όρο της ψυχοθεραπείας, για να μην παραχαράσσεται το πραγματικό νόημα της ψυχανάλυσης: «Ο νευρωτικός είναι ένας που παρέχει περίθαλψη στον εαυτό του με την ομιλία, πρωτίστως με τη δική του ομιλία […] Η ψυχανάλυση είναι το βασίλειο της ομιλίας, δεν υπάρχει άλλο φάρμακο […] Αυτός που μιλάει είναι ένα υποκείμενο, μέσα στο υποκείμενο, που υπερβαίνει το υποκείμενο». Εύστοχος ορισμός και της ποιητικής νεύρωσης, δίχως την οποία ομιλητική ποίηση δεν γίνεται. Αυτά.