«Η σχέση μας με τα βιβλία δεν είναι μια συνεχής και ομοιογενής διαδικασία, όπως ισχυρίζονται κάποιοι κριτικοί, ούτε ο τόπος μιας διάφανης αυτογνωσίας» γράφει ο γεννημένος το 1957 καθηγητής Λογοτεχνίας στη Βενσέν και ψυχαναλυτής Πιερ Μπαγιάρ. «Είναι ένας ομιχλώδης χώρος στοιχειωμένος από τα φαντάσματα της μνήμης και η αληθινή αξία των βιβλίων βρίσκεται στη δύναμή τους να ξορκίσουν αυτά τα φαντάσματα». Πόσοι όμως από εκείνους που διατείνονται ότι έχουν διαβάσει σημαντικά έργα της παγκόσμιας γραμματείας το έχουν κάνει πραγματικά; Ο Μπαγιάρ, μέσα από αυτό το έξυπνο, ανατρεπτικό, αληθινό και εντέλει απολαυστικό βιβλίο, καταρρίπτει ταμπού δεκαετιών και μας προτείνει τρόπους ώστε να μη φοβόμαστε να μιλήσουμε για βιβλία που δεν έχουμε καν φυλλομετρήσει. Μας κλείνει με νόημα το μάτι και μας χτυπάει φιλικά στην πλάτη: «Ε, κι αν δεν έχετε διαβάσει το τάδε βιβλίο, δε χάλασε ο κόσμος. Αποενοχοποιηθείτε σιωπηρά και… αναπτύξτε τα επιχειρήματά σας!».


Σε ορισμένους κύκλους


Ο ίδιος, αρχίζοντας μεθοδικά, ανασκευάζει τους τρεις περιορισμούς στους οποίους προσκρούει η μη ανάγνωση, περιορισμούς εσωτερικευμένους που αναπαράγοντας ένα καταπιεστικό σύστημα υποχρεώσεων και απαγορεύσεων οδηγεί σε μια συλλογική υποκρισία αναφορικά με τα βιβλία που έχει κανείς πραγματικά διαβάσει. Ο πρώτος περιορισμός ακούει στο όνομα «υποχρέωση της ανάγνωσης». Στην κοινωνία μας το βιβλίο είναι ακόμη, παρά τα πλήγματα που έχει δεχθεί από τα ηλεκτρονικά μέσα, αντικείμενο θρησκευτικής λατρείας. Αυτή η λατρεία αφορά κυρίως ένα συγκεκριμένο αριθμό κανονιστικών κειμένων, τα οποία ουσιαστικά δεν επιτρέπεται να μην έχουμε διαβάσει, ειδικά αν κινούμαστε σε ορισμένους κύκλους. Δεύτερος περιορισμός: η υποχρέωση της πλήρους ανάγνωσης. Ποιος αλήθεια δεν θα καταδίκαζε μετά βδελυγμίας ορισμένους πανεπιστημιακούς φιλολόγους ακούγοντάς τους να ισχυρίζονται ότι δεν έχουν παρά μονάχα φυλλομετρήσει κλασικά έργα της γραμματείας, χωρίς να τα έχουν διαβάσει στο σύνολό τους – κάτι που ωστόσο αποτελεί γεγονός για τους περισσότερους από αυτούς; Τρίτος περιορισμός: ένας άγραφος νόμος του πολιτισμού μας ορίζει ότι πρέπει να έχουμε διαβάσει ένα βιβλίο προκειμένου να μιλήσουμε για αυτό με σχετική ακρίβεια. Και όμως, με βάση την εμπειρία του, ο Μπαγιάρ μάς λέει ότι είναι καθ’ όλα εφικτό να κάνουμε μια συναρπαστική συζήτηση για ένα βιβλίο που δεν έχουμε διαβάσει ακόμη και με κάποιον που και ο ίδιος δεν το έχει διαβάσει, και ίσως ειδικά με αυτόν. «Αρκετά!» θα πείτε. «Αυτός ο τύπος φαίνεται να μας κοροϊδεύει». Και όμως, ας του δώσουμε την ευκαιρία να εξηγηθεί. Ευκαιρία που όλοι, ακόμη και οι πιο στυγνοί εγκληματίες, έχουν όταν σταθούν μπροστά στα τρομερά έδρανα των ενόρκων.


Ενας σοφός βιβλιοθηκάριος


Υπάρχουν πολλοί τρόποι μη ανάγνωσης. Ο πιο ριζοσπαστικός είναι να μην ανοίξει κάποιος κανένα βιβλίο. Οπως ο βιβλιοθηκάριος του Μούζιλ στο εμβληματικό μυθιστόρημά του Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, ο οποίος φροντίζει επιμελώς να μη διαβάζει τίποτε, όχι από έλλειψη καλλιέργειας, αλλά αντίθετα για να γνωρίζει καλύτερα τα βιβλία του. «Κύριε στρατηγέ», λέει στον Στουμ, «θέλετε να μάθετε πώς γνωρίζω όλα τα βιβλία; Αυτό βεβαίως μπορώ να σας το πω: τα γνωρίζω επειδή δεν διαβάζω κανένα». Ο σοφός εκείνος βιβλιοθηκάριος δεν είναι παρά ένας ακόμη εκφραστής της ιδέας της «συνοπτικής ανάγνωσης», που υποστηρίζει ότι αυτός ο οποίος ανακατεύεται πολύ με τα βιβλία είναι χαμένος και για τον πολιτισμό αλλά και για την ανάγνωση. Και είναι σίγουρο ότι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ θα συμφωνήσουν απόλυτα μαζί του. Για παράδειγμα, ο μεγαλύτερος γάλλος ποιητής του 20ού αιώνα, ο Πολ Βαλερύ, είχε επανειλημμένα προειδοποιήσει για τις επιπτώσεις της ανάγνωσης – ο ίδιος έμενε σε ένα διαμέρισμα χωρίς καθόλου βιβλία. Και όπως λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Αρχικά είχα σιχαθεί την ανάγνωση και μάλιστα είχα μοιράσει σε λίγους φίλους τα αγαπημένα μου βιβλία. Αργότερα αναγκάστηκα να ξαναγοράσω μερικά από αυτά, όταν πέρασε η περίοδος της κρίσης. Ομως παραμένω φειδωλός στην ανάγνωση, διότι το μόνο που αναζητώ σε κάθε έργο είναι αυτό που θα επιτρέψει ή θα απαγορεύσει ένα κομμάτι της δικής μου δραστηριότητας». Το γεγονός ότι έχει διαβάσει αποσπασματικά μόνο τον πρώτο τόμο από το μνημειώδες έργο του Προυστ Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, δεν τον εμποδίζει διόλου, μετά τον θάνατο του συγγραφέα, να αναφερθεί εκτενώς σε αυτό και να πλέξει το εγκώμιό του τον Ιανουάριο του 1923. Και φυσικά θα ήταν εντελώς αβάσιμο, για να μην πούμε γελοίο, να καταλογίσουμε κυνισμό ή τσαρλατανισμό σε ένα από τα μεγαλύτερα πνεύματα της σύγχρονης Γαλλίας.


Το παιχνίδι της ταπείνωσης


Ο Μπαγιάρ μάς συμβουλεύει ότι η πρώτη προϋπόθεση για να μιλήσουμε για ένα βιβλίο που δεν έχουμε διαβάσει είναι να εξαφανίσουμε την ντροπή μας. Αυτό το αίσθημα ντροπής, λέει, που συνήθως δεν το συνειδητοποιούμε πλήρως, βαραίνει σε κάθε επαφή μας με τα βιβλία, κάθε συζήτησή μας για αυτά, στον βαθμό που ο πολιτισμός – και η εικόνα που θέλουμε να του προσδώσουμε – αποτελεί μια μορφή προστασίας η οποία μας επιτρέπει να κρυφτούμε από τους άλλους αλλά και από τον ίδιο μας τον εαυτό. Στο μυθιστόρημά του Αλλάζοντας θέσεις ο Βρετανός Ντέιβιντ Λοτζ βάζει τον ήρωά του Σουάλοου να εφευρίσκει την «ταπείνωση», ένα παιχνίδι που αντίστροφα με ό,τι συμβαίνει στις κοινωνικές συναναστροφές, όπου κανόνας είναι να επιδεικνύουμε τη μόρφωσή μας, στηρίζεται στην επίδειξη αμορφωσιάς και προϋποθέτει οι παίκτες του να αυτοταπεινωθούν: όσο πιο πολύ ταπεινώνεται κάποιος τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να κερδίσει: «Κάθε παίκτης έπρεπε να σκεφτεί ένα πολύ γνωστό βιβλίο που δεν το είχε διαβάσει και να σημειώνει έναν πόντο κάθε φορά που κάποιος άλλος έλεγε ότι το είχε διαβάσει. Ο Ομοσπονδιακός Στρατιώτης και η Κάρολ αναδείχτηκαν νικητές εξ ημισείας, με βαθμολογία τέσσερις πόντους στους πέντε και με τον Λύκο της στέπας και την Ιστορία της Ο αντιστοίχως. Το βιβλίο που διάλεξε ο Φίλιπ, το Ολιβερ Τουίστ, που εν γένει κέρδιζε πάντα, δεν το ήξερε κανείς».


Μία ακόμη προϋπόθεση, κατά τον Μπαγιάρ, είναι να επιβάλλουμε τις ιδέες μας – ο Μπαλζάκ αποδεικνύει ότι είναι ευκολότερο να επιβάλλει κάποιος τη γνώμη του για ένα βιβλίο από τη στιγμή που δεν πρόκειται για ένα σταθερό αντικείμενο και που ακόμη και αν το δέναμε με σπάγκο βουτηγμένο σε μελάνι δεν θα μπορούσαμε να σταματήσουμε την κίνησή του. Και βέβαια, να… επινοούμε βιβλία. Κάτι που μας φέρνει μοιραία στη φωτισμένη λεωφόρο του να μιλούμε για τον εαυτό μας. Ταυτιζόμενοι με τον Οσκαρ Γουάιλντ, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η βέλτιστη διάρκεια ανάγνωσης ενός βιβλίου είναι έξι λεπτά, καθώς διαφορετικά κινδυνεύουμε να λησμονήσουμε ότι η συνάντηση αυτή αποτελεί πρωτίστως πρόσχημα για να γράψουμε – ή έστω να εκφωνήσουμε – την… αυτοβιογραφία μας!