Το αποτύπωμα που άφησε στην ελληνική λογοτεχνία του 20ού αιώνα είναι ανεξίτηλο. Και όχι μόνο δεν ξεθώριασε η μορφή του αλλά συνεχίζει να κατακτά νέους αναγνώστες και να τους μπάζει στον ιδιαίτερο κόσμο των μυθιστορημάτων του, που τώρα, σε αυτή την εποχή των ισχνών λογοτεχνικών οραμάτων, δείχνουν ακόμη πιο λεπτοδουλεμένα, πιο ζυγισμένα, πιο «χωνεμένα», πιο μεγαλόπνοα, πιο ζωικά. «Ο άνθρωπος του κόσμου του Καραγάτση είναι ένα ηθικό ναυάγιο του αιώνα μας» λέει ο Κώστας Ε. Τσιρόπουλος. «Ζει ενστικτωδώς τον «θάνατο του Θεού», στερείται κάθε σημείο αναφοράς του βίου και με κοκαλωμένη ψυχή δεν υποψιάζεται τα μεγάλα ηθικά ερωτήματα και δεν τα θέτει ποτέ στη συνείδησή του. Η συνακόλουθη αυτής της κατάστασης εξαφάνιση της ψυχής με τους αλάλητους, δικούς της ίμερους, επιφέρει μια διόγκωση της παρουσίας του σώματος και της ισχύος της σάρκας».


Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Ροδόπουλος και θα περάσει τα παιδικά του χρόνια σε διάφορες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας όπου ο πατέρας του υπηρετεί ως διευθυντής τραπέζης. Οι μετακινήσεις αυτές, σε συνδυασμό με την ψυχασθένεια της πρωτότοκης αδελφής, που ανάγκασε τους γονείς να αφιερώνουν όλο το ενδιαφέρον τους σε εκείνη, αλλά και την αυταρχική συμπεριφορά του γεννήτορά του, δημιουργούν αίσθημα αποξένωσης στον Καραγάτση (φτάνει ως την έμμονη ιδέα ότι είναι νόθος γιος), αίσθημα που διακατέχει και τους περισσότερους πρωταγωνιστές των βιβλίων του. Θα φοιτήσει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου θα εκδηλώσει το λογοτεχνικό του τάλαντο. Το 1933 εκδίδεται Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν που θα τύχει θερμής υποδοχής από την κριτική. Δύο χρόνια μετά κυκλοφορεί Το συναξάρι των αμαρτωλών και στα 1935 η Χίμαιρα που θα την επαινέσει ο Αιμίλιος Χουρμούζιος από τη στήλη του στην «Καθημερινή». Στην κόρη του, που γεννιέται τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ο Καραγάτσης δίνει το όνομα της ηρωίδας του βιβλίου, της Μαρίνας. Ο Γιούγκερμαν (1940) δεν θα τύχει καλής υποδοχής – πολλοί ήσαν εκείνοι που ενοχλήθηκαν από την ελευθεροστομία του έργου. Θα ακολουθήσουν: Τα στερνά του Γιούγκερμαν (1941), Το χαμένο νησί (1942), Το μπουρίνι (1943), Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου (1944), Πυρετός (1945), Ο μεγάλος ύπνος (1946), αφιερωμένο στην πολυαγαπημένη του μητέρα που πεθαίνει εκείνη τη χρονιά. Το 1948 εκδίδεται το βιβλίο Βασίλης Λάσκος, μυθιστορηματική βιογραφία του πλοιάρχου του υποβρυχίου «Κατσώνης», και την επόμενη χρονιά Τα στερνά του Μίχαλου. Τότε επισκέπτεται ως πολεμικός ανταποκριτής τον Γράμμο και το Βίτσι και ταξιδεύει σε Αγγλία, Γαλλία, Τουρκία και Αίγυπτο. Θα ακολουθήσουν τα βιβλία Η μεγάλη χίμαιρα (1953), Αμρι α μούγκου (1954), Ο κίτρινος φάκελος (1956), Το μυθιστόρημα των τεσσάρων (1958), το οποίο γράφει σε συνεργασία με τους Ηλία Βενέζη, Αγγελο Τερζάκη και Στράτη Μυριβήλη, Σέργιος και Βάκχος (1959).


Τα χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου 1960 πεθαίνει έπειτα από πολύωρη κρίση ταχυκαρδίας. Σε ανύποπτο χρόνο είχε συντάξει τη «βιογραφία» του: «Εγραψα πολλά και διάφορα, (…) έργα υψηλού ηθικοπλαστικού περιεχομένου, πολύ κατάλληλα για παρθεναγωγεία και βιβλιοθήκες οικογενειών με αυστηρά αστικά ήθη. Οι ήρωές μου είναι άνθρωποι αγνοί, αθώοι, ιδεολόγοι και στέκουν ψηλότερα από τις αθλιότητες του χαμερπούς υλισμού. Απορώ πώς το εκπαιδευτικό συμβούλιο δεν εισήγαγε ακόμα τα βιβλία μου για αναγνωστικά στα σχολεία του κράτους, εξίσταμαι πώς η Ακαδημία δεν μού έδωσε το βραβείο Αρετής, πώς δεν με κάλεσε να παρακαθήσω στους ενάρετους κόλπους της κοντά στον κ. Μελά. Δε επείραξα ποτέ μου συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει από το νεκροταφείο ο κόσμος και ο κοσμάκης βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης. Είμαι βέβαιος πως ο θεός θα με κατατάξει μεταξύ των αγίων στον Παράδεισο. Αμήν».