Τι συμβαίνει στη Ρωσία; Αν πιστέψουμε την ολιγαρχία του χρήματος, που τα τελευταία χρόνια συγκυβερνούσε με τον πρώην πρόεδρο Γέλτσιν και σήμερα έχει γίνει αντικείμενο διώξεων, ο νέος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν θέλει να επιβάλει μια σοβιετικού τύπου δικτατορία, ελέγχοντας την οικονομία και περιορίζοντας τις εξουσίες των πανίσχυρων κυβερνητών. Αν ακούσουμε το Κρεμλίνο, θα πληροφορηθούμε ότι ο κ. Πούτιν απλώς εφαρμόζει τις προεκλογικές εξαγγελίες του και τίποτε περισσότερο. Αποφάσισε λοιπόν ο πρόεδρος Πούτιν να πατάξει τη διαφθορά ή απλώς μοιράζει ξανά την τράπουλα σε αυτούς που ελέγχουν τη ρωσική οικονομία και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας;


Δεν είχαν περάσει λίγες ημέρες από την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων του και ο κ. Πούτιν έπιασε δουλειά. Ο πρώην πράκτορας της KGB και ο άνθρωπος που επέλεξε για διάδοχό του ο Μπορίς Γέλτσιν (με αντάλλαγμα βεβαίως την ασυλία) ξεκίνησε από τον περασμένο Μάιο μια «επιχείρηση-σκούπα» κατά της διεφθαρμένης ελίτ της ρωσικής οικονομίας. Δηλαδή των επιχειρηματιών εκείνων που επί προεδρίας Γέλτσιν είχαν μάθει να κλείνουν τις δουλειές τους με γνώμονα το προσωπικό τους συμφέρον, το οποίο συνήθως ερχόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα της χώρας.


Η αρχή έγινε από τον όμιλο Media-Most του Βλαντίμιρ Γκουσίνσκι, ο οποίος με τα μέσα ενημέρωσης που διαθέτει ασκεί εντονότατη κριτική στο Κρεμλίνο. Ακολούθησαν έρευνες των ανακριτικών αρχών και έφοδοι σε γραφεία των μεγαλυτέρων επιχειρήσεων της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένων και των πρώην κρατικών μονοπωλίων που είχαν συνηθίσει σε μια προνομιακή σχέση με την εξουσία. Ολοι οι σημαντικοί επιχειρηματίες, αυτοί που ο ρωσικός λαός αντιμετωπίζει με καχυποψία και αποκαλεί «νέα ολιγαρχία», πέρασαν από το κόσκινο των ανακριτικών αρχών και σε αρκετούς από αυτούς ασκήθηκαν διώξεις. Οι κατηγορίες που απευθύνονται σε αυτή τη νέα ρωσική ελίτ είναι της φοροδιαφυγής (η πιο συνήθης) και της υπεξαίρεσης χρημάτων που ανήκαν στις εταιρείες.


Ακόμη και εταιρείες που αποτελούν θεσμό στη Ρωσία, όπως η πετρελαϊκή Lukoil και η Gazprom του φυσικού αερίου, δεν γλίτωσαν. Οι διώξεις κορυφώθηκαν με την κράτηση του ίδιου του κ. Γκουσίνσκι στη φυλακή για λίγες ημέρες στα μέσα Ιουνίου και συνεχίστηκαν ως τα μέσα Ιουλίου. Συνολικά έχουν ασκηθεί διώξεις σε 13 επιχειρηματίες.


Ο ίδιος ο πρόεδρος Πούτιν σε ομιλία του στη Δούμα έκανε λόγο για την ανάγκη επιβολής ελέγχων στην ξέφρενη δραστηριότητα του μεγάλου κεφαλαίου. Παράλληλα τόνισε ότι το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων θα συνεχιστεί, μαζί με τις μεταρρυθμίσεις που έχει εξαγγείλει. Αν βεβαίως όλη αυτή η εκστρατεία αποσκοπεί στη διακοπή της ασυδοσίας των τελευταίων χρόνων, χάρη στην οποία μια μικρή ομάδα ευνοουμένων του Κρεμλίνου συγκέντρωσε τον πλούτο της χώρας στα χέρια της, τότε έχει καλώς. Αν όμως έχει στόχο μόνο τους εχθρούς του νέου καθεστώτος, τότε δεν θα αλλάξει τίποτε, γιατί το σύστημα θα δημιουργήσει νέους μεγιστάνες που θα πάρουν τη θέση των παλαιών.


Για την ώρα δεν έχουν θιγεί επιχειρηματίες όπως ο Μπορίς Μπερεζόφσκι (αν και η πρόσφατη παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα δημιουργεί ερωτήματα για τη στάση του) και ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς της εταιρείας πετρελαίου Sibneft, όπως επίσης και ο πρώην «εξ απορρήτων» του προέδρου Γέλτσιν Πάβελ Μποροντίν, ο οποίος αναμειγνύεται στο σκάνδαλο της Mabetex (της ελβετικής εταιρείας που είχε αναλάβει την ανακαίνιση του Κρεμλίνου και φαίνεται ότι για να πάρει τη δουλειά είχε «λαδώσει» ακόμη και μέλη της τότε προεδρικής οικογένειας).


Αν όμως οι έρευνες συνεχιστούν, όπως αφήνει να εννοηθεί το Κρεμλίνο, θα φθάσουν και στο στενό περιβάλλον του κ. Πούτιν, όπως στον νυν πρωθυπουργό Μιχαήλ Κασιάνοφ, ο οποίος είναι γνωστός στη Μόσχα ως ο «κύριος 2%» ­ από το ποσοστό που ζητούσε όταν ήταν υφυπουργός Οικονομικών. Τότε ο ρώσος πρόεδρος θα αναγκαστεί να θυσιάσει μερικούς δικούς του ανθρώπους στο όνομα της πάταξης της διαφθοράς και θα κερδίσει σε αξιοπιστία αλλά θα υποσκάψει την ίδια του τη θέση, αφού δεν θα έχει κανέναν να τον στηρίξει τη στιγμή που έχει ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο στο εσωτερικό της Ρωσίας.


* Ο πόλεμος με τους κυβερνήτες


Στο πλαίσιο της ενίσχυσης του ρόλου της κεντρικής εξουσίας ο κ. Πούτιν προσπαθεί να περιορίσει τις αρμοδιότητες των τοπικών κυβερνητών, στους οποίους ο πρόεδρος Γέλτσιν είχε παραχωρήσει πολλές φορές εν λευκώ ολόκληρες περιοχές της χώρας.


Την περασμένη εβδομάδα η Δούμα ψήφισε δύο νόμους με τους οποίους μπαίνουν οι βάσεις για την επαναφορά ορισμένων αρμοδιοτήτων στη Μόσχα. Με τον πρώτο νόμο ο πρόεδρος αποκτά περισσότερα όπλα για να απομακρύνει τους ανεπιθύμητους κυβερνήτες από το Συμβούλιο της Ομοσπονδίας (την Ανω Βουλή της χώρας, στην οποία εκπροσωπούνται οι περιφέρειες) και με τον δεύτερο απέκτησε το δικαίωμα να τους απολύσει αν παραβιάσουν έναν ομοσπονδιακό νόμο ή κατηγορηθούν για ποινικό αδίκημα.


Ο κ. Πούτιν έχει δηλώσει ότι με αυτές τις ενέργειες δεν θέλει να αποδυναμώσει την περιφέρεια, αλλά να ενισχύσει το κέντρο. Οι αντιδράσεις πάντως είναι πολλές από τους κυβερνήτες των 89 περιφερειών και ημιαυτόνομων δημοκρατιών της Ρωσίας, αλλά ο κ. Πούτιν έχει τον έλεγχο της Δούμας, η οποία με πλειοψηφία δύο τρίτων μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε απόπειρα του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας να μπλοκάρει τις αλλαγές του προέδρου.


Σύμφωνα με όσα έχει πει ο ίδιος, ο ρώσος πρόεδρος είναι αποφασισμένος να έρθει σε ρήξη με το κατεστημένο που κληρονόμησε. Υστερα από τόσα χρόνια ανεξέλεγκτου καπιταλισμού φιλοδοξεί να επιβάλει τον νόμο σε μια χώρα παραδομένη στις απαιτήσεις της οικονομικής ολιγαρχίας. Στο κάτω κάτω αυτό που ουσιαστικά ζητεί από τους επιχειρηματίες είναι να πληρώνουν φόρους. Αν αυτές είναι οι πραγματικές προθέσεις του, τότε έχει τη δύναμη να το κάνει. Αν απλώς θέλει να τιμωρήσει όσους τον αντιπολιτεύονται και να δημιουργήσει νέους ισχυρούς πόλους εξουσίας, είναι πολύ πιθανό να έχει την τύχη του προκατόχου του, που αποχώρησε με το κεφάλι σκυμμένο.


Βλαντίμιρ Ποτάνιν


Ο γενικός διευθυντής της εταιρείας χόλντινγκ Interros, που διαδέχθηκε τον όμιλο Oneximbank, διαχειρίζεται τα χαρτοφυλάκια μερικών πολύ σημαντικών εταιρειών, όπως της Norilsk Nickel που είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός νικελίου και κοβαλτίου στον κόσμο. Ο ίδιος όμιλος έχει στην ιδιοκτησία του τις εφημερίδες «Ιζβέστια» και «Κομσομόλσκαγια Πράβδα». Ο κ. Ποτάνιν ήταν από τους πρώτους ο οποίος αντιλήφθηκε την αξία των ιδιωτικοποιήσεων που ήθελε να εφαρμόσει ο κ. Γέλτσιν και το 1995 η τράπεζά του απέκτησε το 38% της Norilsk υπό συνθήκες πλήρους αδιαφάνειας, ενώ δύο χρόνια αργότερα την αγόρασε ολόκληρη. Σήμερα κατηγορείται ότι την αγόρασε μισοτιμής και γι’ αυτόν τον λόγο το κράτος τού ζητεί άλλα 140 εκατομμύρια δολάρια.


Βλαντίμιρ Γκουσίνσκι


Ο εβραϊκής καταγωγής ιδιοκτήτης του ομίλου Media-Most είναι αυτή τη στιγμή ο υπ’ αριθμόν ένα στόχος του Κρεμλίνου. Η κράτησή του για λίγες ημέρες τον περασμένο μήνα προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και ο ίδιος υποστήριξε ότι διώκεται επειδή τα έχει βάλει με την εξουσία. Κατηγορείται για υπεξαίρεση και για κατάχρηση εξουσίας κατά την ιδιωτικοποίηση ενός τηλεοπτικού σταθμού στην Αγία Πετρούπολη το 1996. Σήμερα είναι ιδιοκτήτης του πιο ισχυρού ανεξάρτητου ομίλου στον χώρο των ΜΜΕ, έχοντας στην ιδιοκτησία του το μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι NTV (με εθνική εμβέλεια), τον ραδιοφωνικό σταθμό Ηχώ της Μόσχας, την εφημερίδα «Σεβόντνια» και πολλά άλλα μέσα ενημέρωσης ­ όλα επικριτικά προς το Κρεμλίνο και τον πρόεδρο Πούτιν.


Βάγκιτ Αλεκπέροφ


Ο διευθύνων σύμβουλος της μεγαλύτερης εταιρείας πετρελαίου της Ρωσίας, της Lukoil, κατηγορείται ότι το 1998 και το 1999 υπεξαίρεσε μεγάλα χρηματικά ποσά εμφανίζοντας εξαγωγές που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, ενώ κατακρατούσε παρανόμως και τον ΦΠΑ. Μαζί του κατηγορείται και ο οικονομικός διευθυντής της εταιρείας. Ο κ. Αλεκπέροφ υπήρξε υποστηρικτής του πρώην προέδρου Μπορίς Γέλτσιν, αλλά πέρυσι πέρασε στο στρατόπεδο του δημάρχου της Μόσχας Γιούρι Λουζκόφ, όταν αυτός βρισκόταν σε πόλεμο με το Κρεμλίνο. Εφέτος όμως υποστήριξε τον κ. Πούτιν. Η Lukoil είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας της Ρωσίας και εκμεταλλεύεται το 24% της παραγωγής πετρελαίου της χώρας.


Βλαντίμιρ Καντάνικοφ


Ο γενικός διευθυντής της αυτοκινητοβιομηχανίας Avtovaz κατηγορείται μαζί με άλλα ανώτερα στελέχη της εταιρείας για υπεξαίρεση εκατομμυρίων δολαρίων με το γνωστό σύστημα των ψεύτικων εξαγωγών. Η Avtovaz, που ελέγχει το 70% της παραγωγής αυτοκινήτων στη Ρωσία, υπήρξε το όχημα για την άνοδο του Μπορίς Μπερεζόφσκι στην κορυφή της επιχειρηματικής πυραμίδας της Ρωσίας. Η εταιρεία, που έχει την έδρα της στην περιοχή της Σαμάρα στο νότιο τμήμα της χώρας, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα από την ανάμειξη της τοπικής μαφίας στη λειτουργία της και ο Τύπος την έχει χαρακτηρίσει τον μεγαλύτερο κακοπληρωτή φόρων.


Το αίνιγμα Μπερεζόφσκι


Ο ισχυρότερος ­ κατά πολλούς ­ άνδρας της Ρωσίας εξέπληξε τους πάντες την περασμένη εβδομάδα με την απόφασή του να παραιτηθεί από το αξίωμα του βουλευτή και να χάσει με αυτόν τον τρόπο την ασυλία του, τη στιγμή που υπάρχει το ενδεχόμενο να του αποδοθούν κατηγορίες για το σκάνδαλο της αεροπορικής εταιρείας Aeroflot. Τι έπαθε ξαφνικά ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ρωσίας; Μήπως τρελάθηκε εντελώς ή μήπως πρόκειται για μια καλά υπολογισμένη κίνηση στο παιχνίδι για τον έλεγχο του Κρεμλίνου;


Ο ίδιος δήλωσε ότι με την κίνησή του αυτή θέλησε να δείξει πως δεν είναι διατεθειμένος να πάρει μέρος στην καταστροφή της Ρωσίας και ότι με αυτόν τον τρόπο διαμαρτύρεται για το κύμα διώξεων που έχει εξαπολύσει ο πρόεδρος Πούτιν κατά των επιφανέστερων επιχειρηματιών της χώρας. Ο κ. Μπερεζόφσκι κατηγόρησε τον κ. Πούτιν ότι εγκαθιστά ένα αυταρχικό καθεστώς στη Ρωσία, σύμφωνα με τα πρότυπα της σοβιετικής εποχής, αναφέροντας ως παράδειγμα την απόπειρα του Κρεμλίνου να περιορίσει τις εξουσίες των κυβερνητών στις επαρχίες. Με αφορμή αυτή τη διοικητική μεταρρύθμιση που επιχειρεί ο ρώσος πρόεδρος, ο κ. Μπερεζόφσκι έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα τον ενδιέφερε να ηγηθεί ενός νέου κόμματος που θα συγκεντρώσει στις τάξεις του όλους τους δυσαρεστημένους ­ κυρίως τους κυβερνήτες επαρχιών που θίγονται από τα νέα μέτρα, αλλά και όσους έχουν σχέση με το μεγάλο κεφάλαιο που, κατά την άποψή του, βρίσκεται στο στόχαστρο του Κρεμλίνου.


Στην περίπτωση που ο κ. Μπερεζόφσκι αποφασίσει να ιδρύσει κόμμα έχει πίσω του έναν ολόκληρο μηχανισμό μέσων ενημέρωσης έτοιμο να τον βοηθήσει. Ας μην ξεχνάμε ότι ελέγχει τα τηλεοπτικά κανάλια ORT και Μ6, τις εφημερίδες «Κομερσάντ» «Νόβιε Ιζβέστια» και «Νεζαβισίμαγια Γκαζέτα» και την εβδομαδιαία επιθεώρηση «Ογκονιόκ». Η παραίτησή του από τη Δούμα συνέπεσε μάλιστα με την αναγγελία της δημιουργίας μιας νέας εταιρείας χόλντινγκ που θα στεγάσει όλες τις δραστηριότητές του στο χώρο του Τύπου και της τηλεόρασης.


Ο κ. Μπερεζόφσκι εμφανίζεται ιδιαίτερα ενοχλημένος από την εκστρατεία του Κρεμλίνου κατά των μεγάλων επιχειρηματιών της Ρωσίας (παρ’ όλο που ορισμένοι από αυτούς είναι άσπονδοι εχθροί του και θα ήθελε να τους δει στη φυλακή) και υποστηρίζει ότι τα πρώτα χρόνια της μετασοβιετικής εποχής ήταν αδύνατον να οργανώσεις μια δουλειά χωρίς να παραβιάσεις τους νόμους, που ήταν πολύπλοκοι και δεν βοηθούσαν καθόλου. Γι’ αυτόν τον λόγο πιστεύει ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να χορηγήσει αμνηστία σε όσους παρανόμησαν κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας.


Η προσπάθεια του κ. Μπερεζόφσκι να εμφανίσει τον κ. Πούτιν ως έναν αυταρχικό ηγέτη, που θέλει να εγκαθιδρύσει ένα δικτατορικό καθεστώς στη Ρωσία, αποσκοπεί ­ σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές ­ στην ευαισθητοποίηση της Δύσης, η οποία, αν αποδεχθεί τη δική του ερμηνεία των γεγονότων, θα άρει την υποστήριξή της προς τον ρώσο πρόεδρο (κυρίως μέσω της οικονομικής βοήθειας) και θα τον αναγκάσει να κάνει πίσω. Αυτή η ερμηνεία των προθέσεων του κ. Μπερεζόφσκι παραβλέπει όμως ένα πασιφανές γεγονός: με την άνοδο του κ. Πούτιν στην εξουσία περιορίστηκε η επιρροή του μεγαλοεπιχειρηματία στο Κρεμλίνο. Αν και στήριξε τον κ. Πούτιν στις εκλογές, είδε τους τελευταίους μήνες το άστρο του να δύει, τη στιγμή που νέα πρόσωπα (μεταρρυθμιστές και πρώην συνάδελφοι του προέδρου στην KGB) έπιαναν τις καλύτερες θέσεις δίπλα στον πρόεδρο. Επειτα από τόσα χρόνια που ο κ. Μπερεζόφσκι ήλεγχε την εξουσία εκ των έσω, έφθασε ίσως η ώρα να δει ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα ­ ιδιαίτερα μάλιστα σε έναν χώρο τόσο επιρρεπή στις μηχανορραφίες όπως το Κρεμλίνο. Χωρίς να εξηγήσει τα βαθύτερα κίνητρα της παραίτησής του, ο κ. Μπερεζόφσκι διευκρίνισε ότι η βουλευτική ασυλία τού είναι άχρηστη, αφού δεν κατηγορείται για τίποτε επιλήψιμο. Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Μπερεζόφσκι έχει ως τώρα ξεφύγει από την τσιμπίδα του νόμου χάρη στους ισχυρούς δεσμούς του με τον πρώην πρόεδρο Μπορίς Γέλτσιν, αλλά δεν είναι απίθανο τις επόμενες εβδομάδες να βρεθεί κατηγορούμενος για τη μεγάλη απάτη της Aeroflot. Η πρώην κρατική αεροπορική εταιρεία ανήκει σήμερα κατά ένα σημαντικό ποσοστό στον κ. Μπερεζόφσκι, για τον οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι υπεξαίρεσε ένα πολύ μεγάλο ποσό και το μετέφερε σε τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία. Παράλληλα με τις έρευνες στη Ρωσία, ανάλογη προσπάθεια έχουν ξεκινήσει και οι δικαστικές αρχές της Ελβετίας. Την περασμένη εβδομάδα μάλιστα το ανώτατο δικαστήριο της Ελβετίας έδωσε το πράσινο φως για τη συνεργασία των δικαστικών αρχών των δύο χωρών στη συγκεκριμένη υπόθεση.


Στη απόφασή του το δικαστήριο αναφέρει ότι ο κ. Μπερεζόφσκι μαζί με δύο άλλα ανώτερα στελέχη της Aeroflot, τους Νικολάι Γκλουσκόφ και Αλεξάντρ Κράσνενκερ, μετέφεραν στα τέλη Μαΐου του 1996 στην Ελβετία 400 εκατομμύρια δολάρια από γραφεία της εταιρείας στο εξωτερικό. Τα χρήματα αυτά κατατέθηκαν σε λογαριασμούς ελεγχόμενους από δύο ελβετικές εταιρείες, τις Forus Services και Andava, οι οποίες έχουν προσπαθήσει να μπλοκάρουν τη συνεργασία των ανακριτικών αρχών της Ελβετίας και της Ρωσίας, χωρίς όμως επιτυχία. Αλλα 200 εκατομμύρια δολάρια, προερχόμενα από τα τέλη που εισέπραττε η Aeroflot από τις ξένες αεροπορικές εταιρείες που χρησιμοποιούσαν τον εναέριο χώρο της Ρωσίας, διοχετεύτηκαν σε λογαριασμό της Forus, τον οποίο ήλεγχαν ο κ. Μπερεζόφσκι και ο κ. Γκλουσκόφ. Ενα επιπλέον ποσό 100 εκατομμυρίων δολαρίων μεταφέρθηκε από έναν τραπεζικό λογαριασμό του κ. Μπερεζόφσκι σε τράπεζα της Λωζάννης. Οι ελβετικές δικαστικές αρχές πιστεύουν ότι αυτό το ποσό, που ξεπερνά τα 700 εκατομμύρια δολάρια, χρησιμοποιήθηκε από τους δικαιούχους των λογαριασμών για προσωπικό τους όφελος.


Το ελβετικό δικαστήριο έδωσε την άδεια στις ανακριτικές αρχές της χώρας να συνεργαστούν πλήρως με τις αντίστοιχες ρωσικές και να τους παράσχουν οποιαδήποτε πληροφορία και στοιχεία τους ζητήσουν.


Από ρωσικής πλευράς οι ανακρίσεις χρονοτριβούν. Ο κ. Μπερεζόφσκι φιγουράρει μόνο ως μάρτυρας στις λίστες των ρώσων ανακριτών, αλλά ύστερα από τις τελευταίες εξελίξεις ίσως τα πράγματα αλλάξουν. Ο ανακριτής Νικολάι Βολκόφ, που χειρίζεται την υπόθεση, μεταβαίνει στην Ελβετία μεθαύριο Τρίτη για να συγκεντρώσει επιπλέον στοιχεία. Οι Ελβετοί θα του τα δώσουν, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι αυτός θα τα αξιοποιήσει όπως πρέπει.


Εκτός και αν πράγματι κάτι άλλαξε για τον κ. Μπερεζόφσκι στη Μόσχα. Τότε για ποιο λόγο αποφάσισε να χάσει τη ασυλία του, η οποία θα τον προστάτευε από μια ενδεχόμενη δίωξη; Μήπως έχει αυτοκαταστροφικές τάσεις; Ή μήπως όλα αυτά γίνονται σε συνεννόηση με τον κ. Πούτιν, ώστε να φανεί ο ρώσος πρόεδρος πιστός στις προεκλογικές εξαγγελίες του για πάταξη της διαφθοράς;