Ο κ. Λεωνίδας Ι. Ηρακλειώτης διευθύνει το μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Επιστήμης Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Αναφερόμενος στο άρθρο του καθηγητή κ. Σπύρου Τζαφέστα με θέμα «Πού οδηγείται η έρευνα στα πανεπιστήμια;» («Το Βήμα», 12.3.2000), επισημαίνει:
«Στο «Βήμα» της 12ης Μαρτίου ο καθηγητής Σπύρος Τζαφέστας δημοσίευσε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο υποστηρίζοντας τον θεσμό των μεταπτυχιακών σπουδών. Στις προτάσεις του για την ενίσχυση των σπουδών αυτών ο κ. Τζαφέστας προτείνει μεταξύ άλλων το εξής:
«Το ΥΠΕΠΘ να επιχορηγήσει άμεσα έναν υποψήφιο διδάκτορα ανά μέλος ΔΕΠ με 150.000 δρχ. τον μήνα για τρία χρόνια. Αυτό είναι το ελάχιστο που μπορεί να γίνει για τις μεταπτυχιακές σπουδές».
Η πρόταση αυτή γίνεται στο πλαίσιο της ενίσχυσης του θεσμού των μεταπτυχιακών σπουδών στα ελληνικά ΑΕΙ. Κανένας δεν έχει (ή δεν θα έπρεπε να έχει) αντίρρηση στον αντικειμενικό στόχο που είναι, με τη γραφή του καθηγητή Τζαφέστα, «η πραγματική τόνωση της πανεπιστημιακής έρευνας (και του ηθικού των πανεπιστημιακών δασκάλων, οι οποίοι θέλουν να κάνουν βαθιά και όχι επιφανειακή έρευνα με αλλεπάλληλες καταληκτικές ημερομηνίες και προδιαγεγραμμένα παραδοτέα)».
Πιστεύω ότι τόσο το ποσό της αμοιβής όσο και η διάρκεια της χρηματοδότησης ελλοχεύουν κινδύνους. Ενας υποψήφιος διδάκτορας που θα αμείβεται με 150.000 δρχ. μηνιαίως από το πανεπιστήμιο αναγκαστικά θα πρέπει να αναζητήσει και άλλες πηγές βιοπορισμού. Συνεπώς θα προγραμματίσει τις σπουδές του σε βάση μερικής απασχόλησης.
Ερευνα όμως μερικής απασχόλησης, τουλάχιστον σε διδακτορικό επίπεδο, είναι λίγο δύσκολο να ολοκληρωθεί μέσα σε μία τριετία. Τα περισσότερα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια υπολογίζουν ότι με πλήρη απασχόληση ένας υποψήφιος διδάκτορας θα ολοκληρώσει την έρευνά του σε τρία-τέσσερα χρόνια. Στις ΗΠΑ και στον Καναδά ο μέσος όρος για την ολοκλήρωση διδακτορικών σπουδών πλήρους απασχόλησης είναι τέσσερα χρόνια στις θετικές και πολυτεχνικές επιστήμες και έξι-δέκα χρόνια στα ανθρωπιστικά αντικείμενα.
Αν η προτεινόμενη μηνιαία αμοιβή των 150.000 δρχ. είναι μόνο για τα τρία πρώτα χρόνια, τότε ουσιαστικά ο υποψήφιος διδάκτορας αμείβεται με 112.500 δρχ. μηνιαίως αν οι διδακτορικές σπουδές του κρατήσουν τελικά τέσσερα χρόνια ή με 90.000 δρχ. τον μήνα αν οι σπουδές του διαρκέσουν πέντε χρόνια.
Επειδή ο υποψήφιος διδάκτορας αναγκαστικά θα βάλει τις σπουδές του και την έρευνά του σε βάση μερικής απασχόλησης, τίθεται ένα πρόβλημα ποιότητας. Ιδιαίτερα σε αντικείμενα σύγχρονων τεχνολογιών (π.χ. πληροφορική, βιοπληροφορική), όπου η εξέλιξη είναι ραγδαία, σπουδές μερικής απασχόλησης μπορεί να είναι προβληματικές. Εννοώ ότι, αν ένας υποψήφιος διδάκτορας χρειάζεται έξι ή οκτώ χρόνια για να ολοκληρώσει την έρευνά του, καήκαμε! Και φοβάμαι πως κάποιος που εργάζεται εκτός πανεπιστημίου προκειμένου να συντηρήσει τον εαυτό του και την οικογένειά του, ενώ παράλληλα κάνει και διδακτορική έρευνα, αναγκαστικά θα χρειαστεί ένα μακρό χρονικό διάστημα για να ολοκληρώσει την ερευνητική εργασία του. Εν τω μεταξύ τα τεχνολογικά δεδομένα μπορεί να έχουν αλλάξει τόσο ώστε πλέον η συμβολή του ερευνητή να είναι αμελητέα. Ευτυχώς η κατάσταση είναι λιγότερο κρίσιμη στις ανθρωπιστικές σπουδές.
Στην πρότασή του ο καθηγητής Τζαφέστας συμβουλεύει την άμεση επιδότηση κάθε μέλους του ΔΕΠ με 150.000 δρχ. μηνιαίως για την αμοιβή ενός υποψήφιου διδάκτορα. Αντιπροτείνω το εξής: κάθε ενδιαφερόμενος για διδακτορικές σπουδές να υποβάλλει μια πρόταση χρηματοδότησης στο υπουργείο Παιδείας. Οι προτάσεις αυτές να αξιολογούνται από δύο-τρεις κριτές οι οποίοι θα είναι μέλη ΔΕΠ των ελληνικών ΑΕΙ καθώς και διακεκριμένοι έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού. Οι κριτές θα μπορούν να προτείνουν τρεις συγκεκριμένες ενέργειες: α) άμεση χρηματοδότηση του ενδιαφερομένου, β) υποβολή νέας πρότασης όπου ο ενδιαφερόμενος θα ενσωματώνει διορθώσεις και υποδείξεις των κριτών και φυσικά γ) απόρριψη της πρότασης.
Με την (κρατική) χρηματοδότηση ανά χείρας ο ενδιαφερόμενος ερευνητής θα έχει την ευχέρεια να διαλέξει τόσο το ΑΕΙ στο οποίο επιθυμεί να εκπονήσει διδακτορική έρευνα όσο και τον μέντορα που επιθυμεί. Είναι πιθανόν έτσι κάποια μέλη ΔΕΠ να κερδίσουν την προτίμηση των ενδιαφερόμενων ερευνητών. Ισως επίσης άλλα μέλη του ΔΕΠ να μείνουν δίχως υποψήφιους διδάκτορες. Το όφελος της άμεσης χρηματοδότησης ενός υποψήφιου διδάκτορα είναι ουσιαστικότερο από το κόστος του να μείνουν κάποια μέλη του ΔΕΠ δίχως μεταπτυχιακούς φοιτητές. Στην πράξη η απευθείας χρηματοδότηση παρέχει στον υποψήφιο διδάκτορα μια ευελιξία και μια ευχέρεια επιλογής του μέντορά του. Επιπλέον είναι πιθανόν κάποια μέλη ΔΕΠ για συγκεκριμένους και πρακτικούς λόγους να μην έχουν χρόνο να επιβλέψουν μεταπτυχιακούς φοιτητές. Θα είναι κρίμα να χαθούν οι 150.000 δρχ. που τους αντιστοιχούν ενώ θα μπορούσαν να δοθούν σε κάποιον άλλον φοιτητή.
Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν έναν πετυχημένο ερευνητή και φυσικό είναι να επιθυμούν να δουλέψουν μαζί του για την εκπόνηση του διδακτορικού τους. Η αναγνώριση αυτή φυσικά είναι επιθυμητή από τον καθηγητή και αποτελεί μια επιπλέον πηγή έμπνευσης και ενέργειας για έρευνα καλής ποιότητας.
Η επιχορήγηση της ακαδημαϊκής έρευνας είναι ένα πρόβλημα το οποίο δυστυχώς δεν έχει εύκολη λύση. Η διπλωματική ισχύς μιας χώρας εξαρτάται όχι μόνο από την αμυντική της υποδομή αλλά και από την ανταγωνιστικότητά της στο πεδίο των νέων τεχνολογιών. Καλά είναι τα σύγχρονα οπλικά συστήματα αλλά ποιος θα προστατεύσει τη χώρα από τους χάκερ; Ποιος θα αναδείξει τη χώρα σε κέντρο προηγμένων ιατρικών υπηρεσιών; Ποιος θα δημιουργήσει ομάδες σοφών για τη διαχείριση υδάτινων και άλλων φυσικών πόρων; Ολα αυτά τα περιμένουμε από την ακαδημαϊκή κοινότητα.
Οπως παρατηρεί ο καθηγητής Τζαφέστας, η κρατική χρηματοδότηση είναι ελλιπής. Φυσικά η κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει. Συμφωνώ με την πρόταση του κ. Τζαφέστα για κρατική επιχορήγηση των υποψήφιων διδακτόρων, τουλάχιστον μερικών. Διαφωνώ με την τακτική κατανομής των χρημάτων για τους υποψήφιους διδάκτορες και αντιπροτείνω μια διαφορετική.
Ως υστερόγραφο θα ήθελα να σημειώσω ότι οι κρατικοί πόροι είναι περιορισμένοι και συχνά δεν επαρκούν για τη χρηματοδότηση ικανού αριθμού ερευνητών, μεταπτυχιακών φοιτητών και για προμήθεια εξοπλισμού. Συνεπώς οι ακαδημαϊκοί ερευνητές θα αναζητήσουν αργά ή γρήγορα χρηματοδότηση από ιδιωτικές πηγές. Η πρακτική αυτή εφαρμόζεται σε πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού και πιστεύω ότι τα οφέλη της αντισταθμίζουν τα προβλήματα που δημιουργούνται. Εξάλλου με τη θεσμοθέτηση κατάλληλων μηχανισμών οι οποίοι θα διασφαλίζουν την ακεραιότητα και την αμεροληψία των ερευνητικών προγραμμάτων τα οφέλη τόσο για την ακαδημαϊκή κοινότητα όσο και για την ίδια τη χώρα θα είναι πολύ σημαντικά».