Με πρωτοβουλία της γερμανικής πρεσβείας στην Ισπανία οργανώθηκε το 1998 μια σειρά διαλέξεων στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Μαδρίτης για να εορταστεί η επέτειος των 350 χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης της Βεστφαλίας. Πρόκειται για τη συνθήκη που, τον 17ο αιώνα, έθεσε τέρμα στον Τριακονταετή θρησκευτικό πόλεμο (1618-1648). Η σειρά των διαλέξεων είχε τον εύλογο τίτλο «Από τον ανταγωνισμό στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» και κλήθηκαν να μιλήσουν εξέχοντες επιστήμονες από τις χώρες που συγκροτούν σήμερα την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι διαλέξεις αυτές εκδίδονται τώρα στην Ισπανία συγκεντρωμένες σε τόμο, η καθεμία στη γλώσσα στην οποία έχει εκφωνηθεί. Από την Ελλάδα είχε κληθεί ο ιστορικός Δημήτρης Γ. Αποστολόπουλος, διευθυντής ερευνών του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του ΕΙΕ. Το κείμενο που ακολουθεί περιλαμβάνει τα βασικά στοιχεία της ανακοίνωσής του.



Οταν τον Οκτώβριο του 1648 υπογράφηκε η Συνθήκη της Βεστφαλίας, ο αδυσώπητος Τριακονταετής πόλεμος είχε λήξει. Οι αντιδικίες ωστόσο στα θρησκευτικά θέματα θα συνεχιστούν, όπως είναι γνωστό, για πολλά ακόμη χρόνια με πρωταγωνιστές εκείνους που υπέγραψαν αυτήν τη Συνθήκη. Θα συνεχιστούν στα εδάφη των χωρών που την υπέγραψαν ­ ή γενικότερα εκείνων που αποδέχτηκαν τις ρυθμίσεις της ­ αλλά και στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου ζούσαν οι ορθόδοξοι χριστιανοί. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το παράδειγμα το επέλεξα από το στρατόπεδο των Καθολικών, καθώς για τις σχέσεις με τους Διαμαρτυρομένους, για τις προσπάθειές τους να προσεταιρισθούν το Ορθόδοξο Πατριαρχείο προκειμένου να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση στον αγώνα κατά των Καθολικών έχουν γραφεί και θα ειπωθούν αρκετά από τον επόμενο ομιλητή.


Είκοσι δύο λοιπόν χρόνια μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, στα 1670, φτάνει στην Κωνσταντινούπολη ο νέος πρέσβης της Γαλλίας, ο μαρκήσιος de Nointel. Το κύριο θέμα με το οποίο έπρεπε να ασχοληθεί ο γάλλος διπλωμάτης ήταν, ασφαλώς, η ανανέωση των Διομολογήσεων (Capitulations). Ωστόσο παράλληλα με τη νομική κατοχύρωση των εμπορικών συμφερόντων της χώρας του, που καλύπτονταν με τις Διομολογήσεις, όφειλε να υπερασπιστεί και να προωθήσει τα συμφέροντα της κυβέρνησής του και σε ένα άλλο επίπεδο, λιγότερο ίσως υλιστικό, εξίσου όμως ζωτικό: στο επίπεδο της εκκλησιαστικής διπλωματίας. Διότι η Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΔ’, του Βασιλιά-Ηλιου, διεκδικούσε τότε τον ρόλο του προστάτη του καθολικισμού και η Κωνσταντινούπολη ήταν ένα από τα πεδία στα οποία οι οπαδοί της καθολικής εκκλησίας και οι διαμαρτυρόμενοι διασταύρωναν τα θεολογικά τους ξίφη. Ας σημειωθεί ακόμη ότι το ενδιαφέρον της γαλλικής κυβέρνησης ήταν ζωτικό για τα θέματα αυτά, αφού και στο ίδιο το γαλλικό έδαφος είχε ξεσπάσει μια σφοδρή διαμάχη ανάμεσα στους γάλλους καθολικούς και τους καλβινιστές υπηκόους της.


Τι έπρεπε να κάνει ο γάλλος διπλωμάτης σε πρακτικό επίπεδο; Να αποσπάσει από τις διάφορες ελληνικές κοινότητες ομολογίες πίστεως που θα πρόσφεραν νέα και «αναντίρρητα» επιχειρήματα στους καθολικούς θεολόγους. «Να αποσπάσει», όχι βέβαια ο ίδιος. Για τον λόγο αυτό πήρε μαζί του όταν ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη τον Antoine Galland, που επρόκειτο να αναλάβει τον ρόλο τού, ας πούμε, attache theologique της γαλλικής πρεσβείας και ο οποίος θα μείνει στην Ιστορία της Λογοτεχνίας ως ο μεταφραστής των αραβικών διηγημάτων «Χίλιες και μία νύχτες» («Mille et une nuit») που άρχισαν να εκδίδονται στο Παρίσι το 1704.


Ο νέος γραμματέας της πρεσβείας έμαθε γρήγορα τα ελληνικά και επιδόθηκε με ζήλο στο έργο του. Ετσι τον Ιούλιο του 1672 ο de Nointel μπόρεσε να στείλει στο Παρίσι μια σειρά από ομολογίες πίστεως που το επιτελείο του είχε συλλέξει από διάφορες ελληνικές και αρμενικές κοινότητες της Κωνσταντινούπολης, των νησιών του Αιγαίου, της Συρίας και της Αιγύπτου.


Πέρα όμως από τη συλλογή τεκμηρίων που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους καθολικούς θεολόγους στον μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας αγώνα τους κατά των Διαμαρτυρομένων, φαίνεται ότι οι επιτελείς της γαλλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη ενέταξαν και τη συγγραφή διαφόρων πονημάτων που απέβλεπαν προφανώς στο να ικανοποιήσουν τον ίδιο στόχο. Τεκμήρια ιστορικά που είναι χρήσιμα και στην ελληνική ιστοριογραφία. Για παράδειγμα.


Από τους ίδιους επιτελείς της γαλλικής πρεσβείας εκπονήθηκε στα 1671 μια περιγραφή της ελληνικής κοινωνίας που, αν ξέρει κάποιος να τη διαβάσει, προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για την κοινωνική δομή τού εντός του πλαισίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Νέου Ελληνισμού. «Αν ξέρει κάποιος να τη διαβάσει»· εννοώ φυσικά εκείνον που θα μπορέσει να αποκαθάρει τις πληροφορίες που περιέχει από τη λογική της προπαγάνδας με την οποία είναι εμποτισμένη. Διότι η περιγραφή δεν έγινε για ν’ αποδώσει τη δομή της ελληνικής κοινωνίας τον 17ο αιώνα αλλά για να οδηγήσει τον αναγνώστη της στο συμπέρασμα, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, κατ’ αναλογία προς την ελληνική κοινωνία, βρίσκεται σε παρακμή. Και όμως στην περιγραφή αυτή περιέχεται μια πολύτιμη πληροφορία: ότι από τα μέσα του 17ου αιώνα μια νέα κοινωνική ομάδα ανερχόταν στην κλίμακα της ελληνικής κοινωνίας, μια κοινωνική ομάδα που θα ονομαστεί πολύ αργότερα Φαναριώτες.


Ελληνισμός και διεθνές δίκαιο


Από την άποψη αυτή ο 17ος αιώνας δεν είναι μόνο σημαντικός για τις ευρωπαϊκές χώρες που με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας δήλωσαν τη βούλησή τους να θέσουν τέρμα στον Τριακονταετή πόλεμο και άνοιγαν τον δρόμο για να τεθούν οι νέες αρχές του διεθνούς δικαίου· είναι σημαντικός και για τον Ελληνισμό που ζούσε εντός των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού στον αιώνα αυτόν συντελείται μια κοινωνική αναστρωμάτωση που, με τη μεταρρυθμιστική της ορμή, θα φέρει στην επιφάνεια νέες ιδέες και κοινωνικές αξίες, καθώς θα απελευθερώσει νέες δυνάμεις από τους κόλπους του Νέου Ελληνισμού.


Πραγματικά, τον νέο κόσμο που αναδύεται τον 17ο αιώνα δεν τον αποτελούν οι απόγονοι της βυζαντινής αριστοκρατίας, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν βρει τρόπους να επιβιώσουν της οθωμανικής κατάκτησης· ήταν άνθρωποι νέας κοινωνικής εξορύξεως, που κατόρθωσαν να σχηματίσουν κάποιες περιουσίες μέσα στον 17ο αιώνα. Τα παιδιά τους τα στέλνουν να σπουδάσουν σε πανεπιστήμια ιταλικών κυρίως πόλεων. Οι νέοι αυτοί με τις σπουδές και τη γλωσσομάθειά τους γίνονται πολύτιμοι για την οθωμανική διοίκηση που θέλει σχέσεις με τις ευρωπαϊκές χώρες.


Σύνδεση με την πολιτική εξουσία και καλή οικονομική επιφάνεια ήταν ένα καλό εφαλτήριο για να διεκδικήσει κάποιος την εξουσία, την ηγεσία της ελληνικής κοινωνίας που ζούσε στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη διεκδίκησαν· και εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι να θυμίσουμε πως μέσα από αυτές τις κοινωνικές διαδικασίες ήρθαν στην επιφάνεια νέες ιδέες, νέες αξίες. Τότε εμφανίζεται για πρώτη φορά στον ελληνικό χώρο η ιδέα του φυσικού δικαιώματος, ιδεολογικό όπλο της νέας αυτής ομάδας κατά των ιστορικών δικαιωμάτων των απογόνων των βυζαντινών οικογενειών. Τότε προβάλλεται με μεγαλύτερη ένταση η ιδέα της «φιλομάθειας» ως κοινωνικής αξίας που αντιπαρατίθεται στη «φιλοχρηματία», ιδανικό που καλλιεργούσαν, κατά τους κοινωνικούς τους αντιπάλους, οι απόγονοι του παλαιού καθεστώτος.


Από αυτήν την ομάδα η οθωμανική πολιτική εξουσία θα βρει έναν από τους πληρεξουσίους της που θα την εκπροσωπήσει στις διαπραγματεύσεις ­ όχι της Συνθήκης της Βεστφαλίας όπου κανείς δεν την προσκάλεσε και η οποία άλλωστε δεν την αφορούσε ­ αλλά στη Συνθήκη του Κάρλοβιτς που θα υπογραφεί στα τέλη του 17ου αιώνα. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος θα είναι εκείνος που θα υπογράψει τη Συνθήκη ως πληρεξούσιος της Υψηλής Πύλης, της ηττημένης Πύλης από τη μια μεριά και της Αυστρίας, της Ρωσίας, της Βενετίας και της Πολωνίας από την άλλη και με τη μεσολάβηση της Αγγλίας και της Ολλανδίας.


Χριστιανοί και κατακτητές


Με τέτοιες προσβάσεις προς την πολιτική εξουσία, με ένα διοικητικό θεσμό σαν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, που είχε όχι μόνο διοικητικές αρμοδιότητες στα θέματα του κλήρου αλλά και δικαιοδοτικές για το σύνολο των χριστιανών υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με γλώσσα κοινή και κοινές πολιτισμικές παραδόσεις που, παρ’ όλες τις δυσκολίες, διατηρήθηκαν, οι έλληνες χριστιανοί, που στα μέσα του 15ου αιώνα υπέστησαν την οθωμανική κατάκτηση, μπορούσαν να υπερηφανεύονται ότι κατόρθωσαν κάτι, ότι όχι μόνο επέζησαν αλλά βελτίωσαν τους όρους της ζωής τους. Μόνοι· έχοντας τότε απέναντί τους όχι μόνο τους κατακτητές τους αλλά συχνά και τους φανατικούς εκπροσώπους των διαφόρων άλλων χριστιανικών δογμάτων.


Με τους μη φανατικούς υπήρχε πάντα έντονη η ανάγκη της επαφής και μεγάλη η ανάγκη αναζήτησης στήριξης. Στον μακρύ κατάλογο των Ελλήνων που έκαναν εκκλήσεις προς τους ευρωπαίους ηγέτες για την απελευθέρωση της Ελλάδας ήρθε πρόσφατα να προστεθεί ένα ακόμα όνομα και ένας ακόμη αποδέκτης: ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτος Β’ ­ ο ίδιος ο πατριάρχης, με τους πρόσθετους κινδύνους που το εγχείρημα αυτό συνεπαγόταν για τον ίδιο και το ποίμνιό του ­ στέλνει έκκληση τον Απρίλιο του 1609 προς τον βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Γ’. Ο πατριάρχης τονίζει ένα ιστορικό προηγούμενο: όπως ο βασιλέας Κωνσταντίνος ­ εννοεί τον Μέγα Κωνσταντίνο του 4ου αιώνα ­ «εκ των αυτόθι δυτικών [εδαφών]… ηλευθέρωσεν εκ των ειδωλολατρών πάντα τόπον» έτσι να κάνεις και Σύ στην Ανατολή. Κάνε το όμως σύντομα «όπως μη καταφθείρωσιν ημάς οι άγριοι θήρες [= τα άγρια θηρία], και λυσσώδεις κύνες εις το παντελές». Ηταν μία ακόμη έκκληση χωρίς ανταπόκριση.


Η αρχή των εθνοτήτων


Οι «άγριοι θήρες» και οι «λυσσώδεις κύνες» δεν σταμάτησαν βέβαια το έργο τους· και δεν το σταμάτησαν διότι κοντά στους άλλους λόγους, τον 17ο αιώνα οι συχνές αλλαγές των φορέων της οθωμανικής πολιτικής εξουσίας δεν επέτρεπαν να εμπεδωθεί μια περίοδος εσωτερικής ειρήνης. Σημειώνω απλώς πως ενώ τον 16ο αιώνα, τον αιώνα της μεγάλης ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ­ κατά τον οποίο είχαμε και τη λεγόμενη pax ottomanica ­, έγιναν πέντε αλλαγές σουλτάνων, τον επόμενο αιώνα, τον 17ο, έγιναν διπλάσιες, δέκα αλλαγές που συσσώρευσαν νέα ­ κοντά στα παλαιά ­ βάρη στους υπηκόους. Παρ’ όλα αυτά ­ ίσως και εξαιτίας αυτών ­ από τα μέσα του 17ου αιώνα η ελληνική κοινωνία άρχισε να παρουσιάζει την εικόνα που περιγράψαμε. Δικαιολογημένα λοιπόν τον επόμενο αιώνα, τον 18ο, ένα άλλος Φαναριώτης, ο Δημήτριος Καταρτζής θα παρουσιάσει τη θεωρητική κατασκευή της άποψης πως οι Ελληνες, μολονότι ζουν στον κλοιό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελούν μια ιδιαίτερη πολιτική κοινωνία, με δικούς της θρησκευτικοπολιτικούς θεσμούς, με κοινή θρησκεία, γλώσσα και παιδεία. Ο αιώνας των Φώτων ­ και οπαδός των διδαγμάτων του ήταν ο πιο πάνω συγγραφέας ­ είχε άλλο πολιτικό λεξιλόγιο από εκείνο της εποχής της Συνθήκης της Βεστφαλίας. Από την αυγή της κυριαρχίας των κρατών είμαστε πια στην αυγή της αρχής των εθνοτήτων, κατά την οποία κάθε οργανωμένη πολιτική κοινωνία θα διεκδικήσει και μια δική της κρατική οργάνωση, ένα εθνικό κράτος. Οι Ελληνες το διεκδίκησαν με μια αιματηρή Επανάσταση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 19ου αι., στη συνέχεια διεύρυναν τα όρια του μικρού κράτους που δημιουργήθηκε και από το 1981 συντονίζουν και επισήμως τα βήματά τους σε μια κοινή ευρωπαϊκή πορεία.


Ο κ. Δημήτρης Γ. Αποστολόπουλος είναι ιστορικός, διευθυντής ερευνών του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.