«Οι Δούλες» είναι το θεατρικό έργο -σταθμός στην πορεία του Ζαν Ζενέ, του συγγραφέα που αναστάτωσε τη λογοτεχνική ζωή της Γαλλίας (και όχι μόνο) στα μέσα του 20ού αιώνα με τα γραπτά, τις απόψεις και τη στάση του απέναντι στα (καλώς και) κακώς κείμενα της ζωής. Στις αρχές Νοεμβρίου ο Λευτέρης Βογιατζής ανεβάζει τις «Δούλες», με μια διανομή που διαθέτει την Μπέττυ Αρβανίτη, στον ρόλο της Σολάνζ, τη Μάγια Λυμπεροπούλου, σε εκείνον της Κυρίας, και τη Ρένη Πιττακή, που υποδύεται την Κλερ, σε μια παράσταση που αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. «Μπάσταρδος» της ζωής και της τέχνης, ο Ζαν Ζενέ είναι ο συγγραφέας που θέλησε να δικαιώσει τους απανταχού περιθωριακούς. Τελικά κατάφερε να γίνει και ο ίδιος αποδεκτός (ο Ζαν-Πολ Σαρτρ έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην πορεία του), κερδίζοντας μια ιδιότυπη θέση στο πάνθεον των «καταραμένων» ποιητών. Φεύγοντας από τη ζωή, σε ηλικία 76 ετών, μόνος σε ένα δωμάτιο ενός παρισινού ξενοδοχείου, διάβαζε και ξαναδιάβαζε τα χειρόγραφα του τελευταίου του βιβλίου με τίτλο «Ομηρος του Ερωτα». Ισως γιατί αυτό ακριβώς ήταν και ο ίδιος.


Το 1933 οι αδελφές Λέα και Κριστίν Παπέν, υπηρέτριες σε ένα αστικό σπίτι στην περιοχή του Λε Μαν, κατακρεούργησαν την Κυρία τους – και την κόρη της. Στο δικαστήριο δεν ζήτησαν κανένα ελαφρυντικό. Το μόνο που τις ενδιέφερε ήταν να μοιραστούν απόλυτα την ευθύνη της πράξης τους. Ο Ζενέ διάβασε στις εφημερίδες της εποχής για το έγκλημα (σ.σ.: η περίπτωση των Παπέν αποτέλεσε και αντικείμενο ψυχαναλυτικής μελέτης) και περίπου δέκα χρόνια αργότερα βρήκε στο πρόσωπο των δύο αδελφών τις ιδανικές ηρωίδες για να διαδεχθούν τους φυλακισμένους ήρωες της «Υψηλής Εποπτείας», του θεατρικού που είχε προηγηθεί, χωρίς ωστόσο να παιχθεί στη σκηνή: ο ασφυκτικά κλειστός χώρος του κελιού μεταμορφώθηκε σε υπνοδωμάτιο αστικού σπιτιού, όπου οι αδελφές Κλερ και Σολάνζ ζουν μια καθημερινότητα που μοιράζεται ανάμεσα στο μίσος και στην αγάπη, στον θαυμασμό και στον φθόνο για την Κυρία.


Εν τη απουσία της, οι δύο αδελφές υποδύονται εναλλάξ τη Δούλα και την Κυρία, επιτρέποντας έτσι στους εαυτούς τους να εξωτερικεύουν τα καταπιεσμένα συναισθήματά τους. Οταν μαθαίνουν ότι ο Κύριος (δεν τον βλέπουμε στο έργο) αποφυλακίζεται (για τη φυλάκισή του οι Δούλες είχαν παίξει τον ρόλο τους) και από φόβο μήπως βρουν τον μπελά τους αποφασίζουν να σκοτώσουν την Κυρία. Μόνο που η ιδέα τους να την δηλητηριάσουν αποδεικνύεται ανεπαρκής, όπως ανεπαρκείς αποδεικνύονται και οι ίδιες ώστε να μπορέσουν να ολοκληρώσουν την πράξη τους. Θύματα των εαυτών τους αποφασίζουν να παίξουν και την τελευταία πράξη του δράματος: η Κλερ, ντυμένη Κυρία, πίνει το δηλητηριασμένο τίλιο, επιτρέποντας στη Σολάνζ να αναλάβει τον ρόλο της φόνισσας. H τελευταία, μεθυσμένη από την ιδέα της πράξης που δεν έκανε, περιμένει τη σύλληψή της. Κυρίως όμως περιμένει την (ψεύτικη) δικαίωση της δούλας στο πρόσωπό της.


Ο Ζενέ δεν θέλησε να δικαιώσει τις δούλες όλων των εποχών. Επεδίωξε να μεταφέρει στο κοινό τη φωνή της καρδιάς τους – ίσως και της δικής του. Επέλεξε έντονα θεατρικούς τρόπους και το παιχνίδι «θέατρο μέσα στο θέατρο» βρήκε στις «Δούλες» τη δικαίωσή του. Συχνά – πυκνά οι θεατές αναρωτιούνται για την αλήθεια και το ψέμα, και αυτό σίγουρα θα έκανε ευτυχή τον συγγραφέα, που λάτρευε το παιχνίδι των μεταμορφώσεων. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι «Οι Δούλες» είναι το μοναδικό έργο του με ηρωίδες γυναίκες: ο ίδιος άλλωστε επιθυμούσε να παίζονται οι ρόλοι τους από νεαρούς άνδρες και δύο πανό (αριστερά και δεξιά της σκηνής) να δηλώνουν ότι πρόκειται για γυναικείους ρόλους.


Ζαν Ζενέ: Από την απόρριψη στην καταξίωση


Μια μάνα που τον εγκατέλειψε στην πρόνοια. Ενα ζευγάρι χωρικών που έκτοτε τον ανέλαβε. Ενα εισιτήριο που δεν αγόρασε ή μια κλοπή που (δεν) έκανε: μια σειρά τυχαίων περιστατικών τον οδήγησε, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, στο αναμορφωτήριο. Μετά τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Από φυλακή σε φυλακή, ο Ζαν Ζενέ (1910-1986), ο γάλλος συγγραφέας του θεάτρου και της λογοτεχνίας, γνώρισε την Ευρώπη και μαζί τον κόσμο των κατάδικων και των θανατοποινιτών, βίωσε τη βία και την εκμετάλλευση, επέλεξε την ομοφυλοφιλία και πολλές φορές τη σιωπή. Την απόρριψη, την είχε γνωρίσει πολύ νωρίτερα. Τη γραφή, την ανακάλυψε στην πορεία. Και χάρη σε αυτή βρήκε τη θέση του στον κόσμο.


Οταν το 1947 ο Λουί Ζουβέ ανέβασε (για πρώτη φορά) τις «Δούλες» στο θέατρο Ατενέ των Παρισίων, ο βίος, η πολιτεία και το έργο του Ζενέ ήταν ήδη πλούσια. Στον ίδιο άρεσαν όμως τα μεγάλα λόγια – από μια εσωτερική τάση που τον οδηγούσε στο μελό – και συνήθιζε να λέει: «Από τη στιγμή που βγήκα από τη φυλακή, είμαι χαμένος. Εγραψα μόνο το «Ημερολόγιο του Κλέφτη». Δεν μπορώ να γράψω τίποτε άλλο πια». Ομως τόσο η μετέπειτα συγγραφική παραγωγή του όσο και η παρουσία του στο λογοτεχνικό στερέωμα της εποχής του (με γνωριμίες και φιλίες) τον διέψευσαν παταγωδώς. Οπως άλλωστε επιθυμούσε.


Εγραψε ποίηση (στα νιάτα του) και μυθιστορήματα (μεταξύ των οποίων «H Παναγία των Λουλουδιών» και το προγενέστερο – λιγότερο γνωστό – «Θαύμα του Ρόδου» που ξεχωρίζουν για την ποίηση και την αλήθεια τους), έγραψε θεατρικά έργα («Υψηλή Εποπτεία» ή «Κλίμαξ», «Οι Δούλες», «Το μπαλκόνι», «Οι Νέγροι», «Τα Παραβάν», ενώ μετά τον θάνατό του δημοσιεύθηκαν τα «Εκείνη» και «Σπλέντιντ») που παρουσιάστηκαν στις σκηνές όλου του κόσμου από σημαντικούς σκηνοθέτες και κατέληξε στα πολιτικά κείμενα. Στην ουσία ανακύκλωνε με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές τα ίδια θέματα: τον κόσμο των περιθωριακών (φυλακισμένοι, άποικοι, δούλοι, ομοφυλόφιλοι, μαύροι, πόρνες), το Κακό και την ομορφιά που κρύβει μέσα του, τη μοναξιά, την απαξίωση στην κοινωνία και στους κανόνες της.


«Οι Δούλες» του Ζαν Ζενέ, σε μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη, σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή και σκηνικά Χλόης Ομπολένσκι θα ανέβει με τις Μπέττυ Αρβανίτη, Μάγια Λυμπεροπούλου, Ρένη Πιττακή στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. H πρεμιέρα προγραμματίζεται για τις αρχές Νοεμβρίου.