«Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τη φαντασία»


– Οι «Χοηφόροι» είναι δείγμα αυτού που πάντα θέλατε να κάνετε στη ζωή σας;


«Ξεκίνησα ως συγγραφέας. Εμαθα να σκηνοθετώ επειδή δεν μου άρεσε ο τρόπος με τον οποίο οι άλλοι σκηνοθέτες ερμήνευαν τη δουλειά μου. Ηθελα να το κάνω μόνος μου. Να το προσέχω, να είναι δικό μου, με κάποιες προσθήκες φυσικά… Στις «Χοηφόρους», για παράδειγμα, με βοήθησαν πολύ μερικοί άνθρωποι. Συνεργάστηκα με έναν φιλόλογο που ήταν ειδικός στη μετρική ανάλυση στίχων, στο πώς ταιριάζει δηλαδή η μουσική με τον στίχο. H συμβολή του ήταν πολύτιμη, επειδή μπορέσαμε να συνθέσουμε τη μουσική σύμφωνα με το κλασικό μέτρο. Ηθελα να δώσω έμφαση στην ποίηση και όχι στο δράμα, αφού οι «Χοηφόροι» είναι η πιο σημαντική λυρική τραγωδία. Σε αυτή τη δουλειά θα δείτε την προσπάθειά μου να συνδυάσω τις ιδέες μου με όλα όσα έχω βιώσει στην Αμερική και ό,τι μαθαίνω από τα κλασικά έργα εδώ. Πρόκειται για μια φαντασίωση που έγινε πραγματικότητα».


– Φαντασίωση με πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά…


«Είμαι ενθουσιασμένος με τις ιδιαιτερότητές της. Φανταστείτε πώς ήταν το θέατρο πριν από τον Θέσπι, δηλαδή περίπου το 600 π.X. Ο μύθος λεγόταν από τον Χορό με τραγούδια, που μετά ήταν προσευχές. Βασιζόμενοι σε αυτή την ιδέα και στην άποψη ότι ο Χορός ήταν γυναικείος, όπως οι Βάκχες, έχουμε έναν Χορό από 11 γυναίκες, από τις οποίες πέντε είναι ελληνίδες ηθοποιοί και ερμηνεύουν στα ελληνικά, τρεις τραγουδίστριες και τρεις χορεύτριες. Μαζί με αυτές έχουμε και μία ζωγράφο που δημιούργησε τις εικόνες. Δουλέψαμε πολύ στην ομιλία επειδή, όταν πήρα το έργο, δεν γνώριζα αν θα παιζόταν σε ανοιχτό θέατρο, όπως η Επίδαυρος, ή σε κλειστό χώρο. Ηθελα φυσική ερμηνεία, πολύ φυσική, κατάλληλη για να είναι αντιφωνική, χωρίς όμως να εμποδίζει την κίνηση. Επειδή δεν γινόταν να μιλούν οι ηθοποιοί σε 3.000-4.000 θεατές, επέλεξα ασύρματα μικρόφωνα με μικρή ενίσχυση για τον ήχο. Ετσι ελέγχω την ποιότητα και μπορεί το κοινό να απολαύσει μια ισορροπία ομιλίας και μουσικής. H ιδέα της ζωγραφικής, η πιο σπουδαία οπτική πρόκληση στην παράσταση, προέρχεται από μια αίσθηση ινδιάνικης μυσταγωγίας. Το έργο γίνεται ολοένα πιο δραματικό, ενώ όταν στην κορύφωση ο Αγαμέμνων βγαίνει ζωντανός, η εικόνα καταστρέφεται και η παράσταση γίνεται πιο θεατρική. Είναι, νομίζω, η πρώτη φορά που προσπάθησε κάποιος να δημιουργήσει ένα έργο και μια εικόνα ταυτόχρονα. Ο χώρος είναι εξεζητημένος, μερικές φορές οι ηθοποιοί ξαπλώνουν στο πάτωμα αλλάζοντας διάσταση και παίζοντας με τις οπτικές γωνίες του κοινού. Αλλάζοντας οπτική γωνία κατά 90 μοίρες, ο θεατής βλέπει τους ηθοποιούς σαν μέσα από κάμερα που τραβάει από ψηλά. Αυτό το καταφέρνουμε με καθρέφτες που κρέμονται στον αέρα με μια μικρή κλίση. Εχω έναν υπέροχο έλληνα βοηθό σκηνοθέτη. Εχω δουλέψει στα πορτογαλικά, στα σουαχίλι και στα ρωσικά, και έχω καταλάβει πως πρέπει να δουλεύεις με κάποιον που πράγματι σε καταλαβαίνει, για να μπορείς να δεις αν όλα δουλεύουν σωστά. Πρέπει να είσαι σε θέση να ξέρεις αν αυτό που βλέπεις σε μια ξένη γλώσσα ειπώθηκε με θλίψη ή κυνισμό, αν είναι παλιομοδίτικο ή σύγχρονο, ειδικά όταν ζητάς πολύ μοντέρνες ερμηνείες. Οταν οι ηθοποιοί υποδύονται άνδρες, η αλλαγή της φωνής γίνεται με τη βοήθεια ηλεκτρονικών μέσων. Αλλη ιδιαιτερότητα είναι το κουκλοθέατρο. Εχουμε τη δυνατότητα να πάρουμε μια ρόμπα, π.χ., και βάζοντας μέσα μπαστούνια για κεφάλι, χέρια και πόδια, να δημιουργήσουμε έναν κωμικό χαρακτήρα μιας ηλικιωμένης γυναίκας που έχει λουμπάγκο και μιλάει σαν κότα. H ιδέα προέρχεται από την comedia dell’ arte και το ιαπωνικό κουκλοθέατρο bunuaku. Ταξιδεύω πολύ και κλέβω οτιδήποτε όμορφο θέλω να οικειοποιηθώ. (γέλια) Νομίζω όμως ότι όταν αναμειγνύω στοιχεία από διάφορα μέρη το αποτέλεσμα γίνεται δικό μου. H βάση της χορογραφίας προέρχεται από μια ιδέα που μου γεννήθηκε στην Αφρική. Σε ένα φεστιβάλ κινηματογράφου στη Ζανζιβάρη είδα μία ομάδα που χορογραφεί ποίηση σχετική με το Κοράνι, την έλεγαν Melidia Home. Ενθουσιάστηκα με το ιδιόμορφο στυλ τους και το χρησιμοποίησα στις «Χοηφόρους». Στην παράσταση λοιπόν μπορεί κανείς να δει κάτι από Ινδία, Ιαπωνία, Αφρική, ΗΠΑ, Ιταλία, μια σαλάτα. (γέλια) Και φυσικά το πολύπλοκο για μένα είναι να κρατήσω μια ισορροπία μεταξύ όλων αυτών».


– Ως δημιουργικός άνθρωπος τι βάζετε πιο ψηλά ιεραρχικά: τη σύνθεση ή την ανάλυση;


«Τη σύνθεση, θα έλεγα. Είναι η προγενέστερη ιδέα και, απ’ όσο καταλαβαίνω το αστείο για τις αρχέγονες σκέψεις, δεν υπάρχει κάτι νέο, παρά μόνο νέοι συνδυασμοί. Εννοείται ότι και η ανάλυση είναι πολύ σημαντική όταν κάνεις ένα κλασικό έργο. Γι’ αυτό άλλωστε συνεργάζομαι με δραματουργούς που κάνουν την έρευνα για το κλασικό θέατρο. Απ’ ό,τι ξέρω, σήμερα υπάρχουν δύο «σχολές» για την προφορά των αρχαίων ελληνικών. Στην Ελλάδα αρέσκονται να τα προφέρουν όπως τα νέα ελληνικά. Υπάρχουν όμως φιλόλογοι από την Ευρώπη και την Αμερική οι οποίοι χρησιμοποιούν μια διαφορετική προφορά, που προέρχεται από τον Ερασμο. Οταν ελληνίδες ηθοποιοί έδωσαν μία παράσταση στη Βοστώνη στα αρχαία ελληνικά με αυτή την προφορά, το αποτέλεσμα άρεσε σε όλους, εκτός από τις Ελληνίδες, που υποστηρίζουν ότι είναι έξυπνη ιδέα στη σημερινή Ελλάδα τα αρχαία ελληνικά να προφέρονται όπως τα νέα ελληνικά. Ετσι ακολουθήσαμε αυτή την οδό, επειδή, συν τοις άλλοις, η άλλη προφορά δεν είχε μουσικότητα και θύμιζε εκκλησιαστικά ελληνικά. H ανάλυση λοιπόν είναι καίριας σημασίας για το τελικό προϊόν. Ηθελα ένα έργο όπου ο Χορός να είναι το κεντρικό στοιχείο. Ετσι το να πάω στον Αισχύλο ήταν για μένα πολύ πιο σημαντικό από το να πάω στον Σοφοκλή ή στον Ευριπίδη, που γίνονται πιο δραματικοί, με λιγότερη ποίηση. Εδώ είναι λοιπόν που έρχεται η ανάλυση. Και τα δύο είναι εξίσου σημαντικά. H ανάλυση για υποστήριξη και η σύνθεση στην κορυφή, ως το πραγματικά καλλιτεχνικό επίτευγμα».


– Ο δημιουργός είναι μάγος;


«Ετσι πιστεύω. H δημιουργία είναι κάτι μυστικιστικό. Στο κουκλοθέατρο bunuaku έχεις μία μάσκα από ξύλο, δύο μικρά χέρια κι ένα σχοινί μέσα στο οποίο δεν υπάρχει τίποτε. Ούτε σώμα ούτε πόδια. Και τους παίκτες του κουκλοθέατρου, που είναι ένα είδος Χορού επειδή παίζουν πολύ κοντά κρατώντας τις κούκλες σαν χορευτές, να δημιουργούν κάτι ζωντανό και να αναπαριστούν τέλεια ολόκληρους κόσμους. Εσείς ως συγγραφέας, αλλά κι εγώ ως συγγραφέας και σκηνοθέτης, γνωρίζουμε ότι κάποια γραπτά είναι πεθαμένα και άλλα είναι ζωντανά, ανάλογα με το πού βρίσκονται η καρδιά και το μυαλό σου. Ανάλογα με τα οράματα που έχεις, μπορείς να ζωντανέψεις επί σκηνής διάφορα σκουπίδια, μετατρέποντάς τα σε κάτι μαγικό».


– Δηλαδή, η φαντασία είναι μια άλλη χώρα, όπου τα νεκρά της πραγματικότητας αποκτούν ζωντάνια;


«Το υλικό της πραγματικότητας είναι ο χρόνος. Υπάρχει το πρωί, το απόγευμα, φθάνει το βράδυ, περνούν οι μέρες, οι μήνες. Στη φαντασία δεν υπάρχει ο χρόνος. Μπορείς να προχωρήσεις μπροστά, να πας πίσω, όπως πηγαίνεις μπρος και πίσω μία ταινία στο DVD. Είσαι σε μια άλλη κατάσταση της πραγματικότητας. Ολοι οι καλλιτέχνες θέλουν να ζουν στη χώρα της φαντασίας, επειδή πιστεύουν ότι είναι πιο όμορφη. H φαντασία μου μπαίνει στον κόσμο της πραγματικότητάς μου για να τον μετατρέψει σε έναν κόσμο όπου να μπορώ να ζω. Χωρίς αυτή δεν μπορώ να ζήσω».


– Πώς είναι η ζωή πέρα από τα όρια;



«H φαντασία είναι η ζωή. Εκεί τα πάντα είναι δυνατά. Και στην Ελλάδα όμως είναι υπέροχα. (γέλια) Στην Κρήτη, όπου θα ήθελα να ξαναπάω, είδα τις παραλίες, την ανατολή, ένα μικρό χωριό και ξαφνικά ξύπνησε η φαντασία μου και είπα: «Βρίσκομαι στον Παράδεισο ή σε ένα ουτοπικό μέρος, σε μια ιδιαίτερη γη. Μπορώ να βουτάω στη θάλασσα, να είμαι ψάρι, μετά να βγαίνω πάλι έξω». Ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι ο μεγάλος ελληνικός μύθος είναι η φαντασία. Πιθανότατα υπήρξαν πράγματι η Τροία, ο Οδυσσέας και όλοι αυτοί, αλλά την πνευματική πραγματικότητα του ανθρώπου την έκτισαν η σκέψη και η φαντασία ότι αυτοί ήταν πολύ κοντά στους θεούς. Δεν μπορεί να υπάρξει το πνεύμα χωρίς τη φαντασία. Αυτή είναι η αίσθησή μου. Με ενδιαφέρουν πάρα πολύ οι θρησκείες, χωρίς να είμαι οπαδός μια συγκεκριμένης. Και οι μυθολογικές βάσεις τους. Ημουν στην Ιερουσαλήμ την προηγούμενη εβδομάδα – παρουσιάστηκε εκεί σε ένα φεστιβάλ το άλλο μου «παιδί», το «Κουκλόσπιτο» – και είδα ότι η πόλη και οι κάτοικοί της ζουν μέσα στη φαντασία. Εκεί ήταν οι κόπτες, οι ελληνορθόδοξοι, οι Αραβες, με τον καθένα να έχει μια διαφορετική φαντασίωση για το τι ήταν η Ιερουσαλήμ – παράδεισος, μπορεί και ουτοπία. Και όλοι αναζητούσαν τη διαφορετικότητα. Οι Αραβες τον μουσουλμανικό παράδεισο, οι εβραίοι αυτόν της Βίβλου ενώ οι χριστιανοί γιόρταζαν το Πάσχα. Στην ουσία η φαντασία στον κόσμο είναι ένα κολάζ πληθυσμών, δεν είσαι εσύ ο μόνος που φαντάζεται. Στα αλήθεια νιώθω ότι η πνευματική ζωή είναι μια ζωή μες στη φαντασία».


– Πότε θυμάστε να ανοίγετε την πόρτα και να μπαίνετε στον χώρο της φαντασίας; Σε τι ηλικία έγινε αυτό;


«Στα δεκαπέντε μου. Θυμάμαι, η μητέρα μου ήθελε να γίνω δικηγόρος. Υποτίθεται ότι θα πήγαινα στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας μαθητευόμενος, αλλά η ζωή μου άλλαξε ριζικά. Πέθανε ο πατέρας μου, η μητέρα μου πήγε να τρελαθεί και έμεινα να κάνω διάφορες δουλειές παράλληλα με το σχολείο. Ωσπου είπα: «Τέρμα η Νομική, εγώ θέλω να γράφω». Ετσι ξεκίνησα να γράφω, πήγα μάλιστα σε μια σχολή για θεατρικούς συγγραφείς. Ερχονται στιγμές που πρέπει να κάνεις τις επιλογές σου και να πεις: «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό». Αλλιώς θα τρελαθείς και, θυμωμένος, θα μισείς τους ανθρώπους γύρω σου. Το UCLA ήταν το πρώτο πανεπιστήμιο με καλή κινηματογραφική σχολή – μιλάμε για το 1950, είμαι αρκετά μεγάλος, κλείνω τα εβδομήντα. Εκεί άρχισα να βλέπω τα πράγματα μαγικά. Αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο στο ξεκίνημα των beatniks και των hippies. Πήγα με οτοστόπ στο Σαν Φρανσίσκο και στη Μεγάλη Ακτή γνώρισα τον Χένρι Μίλερ, τον Κέρουακ, τον Γκίνσμπεργκ, τον Μακλούερ, τον Φελινγκέτι. Εκανα μάλιστα το πρώτο έργο του Φελινγκέτι. Με τους δύο τελευταίους είμαστε ακόμη φίλοι. Μετά άλλαξε η ζωή ή, πιο σωστά, άλλαξαν τα ναρκωτικά. Ενώ οι beatniks κάπνιζαν καμιά πίπα, αλλά κυρίως έπιναν κρασί, έκαναν και κάνα τσιγάρο, όταν ήρθαν οι hippies πήγαμε στην ψυχεδέλεια με το LSD. Τότε, στο Σαν Φρανσίσκο, δοκίμασα ναρκωτικά. Μία από τις πιο δυνατές και δημιουργικές στιγμές μου ήταν όταν δοκίμασα πεγιότ, ένα ναρκωτικό που προέρχεται από τους Ινδιάνους. Κοίταζα ένα βουνό από σκουπίδια και ξαφνικά μου φάνηκαν σαν κοσμήματα. Εκεί κατάλαβα ότι το μυαλό μου μπορεί να κατασκευάσει κάτι διαφορετικό. Πριν από αυτή την εμπειρία ήμουν πολύ ανασφαλής με την τέχνη. Πήγαινα σε μουσεία και έβλεπα έργα αφηρημένου εξπρεσιονισμού, αλλά δεν καταλάβαινα τίποτε. Ενώ μετά μπορούσα να επικοινωνήσω με το αφηρημένο. Δεν παίρνω ναρκωτικά τώρα, εξάλλου αυτό έγινε πριν από 30-40 χρόνια, αλλά εκείνη η εμπειρία με βοήθησε να έχω εμπιστοσύνη στην υποκειμενικότητα και στα συναισθήματά μου».


– Αρα, ταλέντο είναι να εμπιστευθεί κανείς τον εαυτό του;


«Ταλέντο είναι να εμπιστευθεί κανείς τη φαντασία του. H φαντασία είναι σαν μια ευθεία γραμμή προς τον Θεό. Χωρίς αυτή δεν μπορείς να λάβεις το μήνυμα του τι είναι σωστό και τι όχι. Σου δίνει ένα μονοπάτι να ακολουθείς».


Υπάρχουν άνθρωποι χωρίς φαντασία;


«Οι περισσότεροι άνθρωποι στερούνται φαντασίας. Τους βλέπω κάθε μέρα να περνούν δίπλα μου».


– Υπάρχει λάθος στη φαντασία;


«Ναι, αν και είναι δύσκολο να αποφανθούμε τι είναι λάθος και τι όχι στη φαντασία. H φαντασία φτιάχνει τους δικούς της νόμους και αυτό που εσύ θεωρείς λάθος εγώ ίσως το θεωρώ σωστό. Λάθη υπάρχουν μόνο σε ένα υλιστικό σύμπαν με λογικούς νόμους, όπου δεν μπορείς να κάνεις έναν πύραυλο να πετάει προς τα πίσω. Στη φαντασία όμως γίνεται. Ζούμε σε ένα Σύμπαν όπου όλα είναι σχετικά, όπως το περιγράφει ο Αϊνστάιν. Αντί όμως αυτή η σχετικότητα να σχετίζεται με την ύλη, σχετίζεται με τη φαντασία. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αναζητήσουμε την αλήθεια μέσω μιας συλλογικής ιδέας. Ετσι, νομίζω, ξεκίνησε η δημοκρατία».


– Αρα, το λάθος είναι πόρτα· δεν είναι τοίχος.


«Σωστά. Είναι πόρτα και μπορούμε να πάμε μπρος, πίσω, μέσα από την πόρτα».


– Τι χάνει κανείς μεγαλώνοντας και τι κερδίζει;


«Προσπαθώ να μη μεγαλώσω ολοκληρωτικά και πιστεύω ότι μόνο ο μισός μας εαυτός πρέπει να μεγαλώνει. Ενας καλλιτέχνης πρέπει να παραμένει παιδί. Αν παραμείνει όμως μόνο παιδί, πεθαίνει. Ζούμε σε έναν πολυσύνθετο κόσμο, γεμάτο εχθρικές διαθέσεις. Επομένως, πέρα από το παιδί, χρειαζόμαστε και τον ενήλικο για να το προστατεύει. Αν όμως ο καλλιτέχνης χάσει το παιδί, τότε χάνει την ίδια την τέχνη».


– Τι είναι η αλήθεια; Είναι κάτι που δεν ξεχνιέται αν συναντηθούμε μαζί του;


«Την αλήθεια πρέπει να μπορείς να την αποδείξεις. Αυτό όμως, από μόνο του, δεν την κάνει αλήθεια. Πρέπει και να την πιστέψεις ολόψυχα. Αλλιώς είναι μόνο ένα γεγονός. H αλήθεια έχει και συναισθηματική υπόσταση. Αν κατέχεις μόνο την υλική υπόστασή της καταντάει απλή λογιστική».


– Υπάρχει διαφορά μεταξύ δράματος και τραγωδίας;


«H τραγωδία μοιάζει με εκκλησιαστική λειτουργία, με πνευματική άσκηση, ενώ το δράμα έχει σχέση περισσότερο με τον υλικό κόσμο. Με το δράμα είναι σαν να προσπαθούμε να λύσουμε μικρά ψυχολογικά προβλήματα ενώ με την τραγωδία φέρνουμε στο προσκήνιο τις μυθικές της προεκτάσεις, τον θρησκευτικό της απόηχο. H τραγωδία είναι το θεμέλιο και όλα τα άλλα θεατρικά είδη χτίζονται πάνω της. Και η κωμωδία όμως είναι πολύ σημαντική. Στην αρχαιότητα τα κωμικά σχόλια θεωρούνταν μορφή μαγικής προστασίας ενάντια στον θάνατο. Γι’ αυτό οι βασιλείς είχαν στην αυλή τους κωμικούς. Με την κωμωδία επέρχεται ισορροπία».


– Ποιος ο λόγος ύπαρξης του Θεού ως επινόησης;


«Θα έλεγα ότι ο Θεός είναι η μαζική συνείδηση. Και καθώς εξελίσσεται προοδευτικά η έννοια της μαζικής συνείδησης αλλάζει και η έννοια του Θεού. Είναι σαν την παλίρροια, με τα νερά σε διαρκή κίνηση. Πριν από λίγα χρόνια πολλοί υποστήριζαν τον Μπους ενώ σήμερα ελάχιστοι. Αυτή η διαρκής κίνηση είναι μια νέα ερμηνεία της βούλησης του Θεού».


– Αν η μαζική συνείδηση οδηγεί και στον Χίτλερ, μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί εξέλιξη η καταστροφή;


«Απολύτως. Αυτό άλλωστε είναι το νόημα της διαμάχης του Θεού και του Διαβόλου στη Βίβλο. Δεν είναι δυνατόν να γνωρίσεις το Καλό αν δεν γνωρίσεις πρώτα το Κακό. Αλλοτε νικάει το Καλό και άλλοτε το Κακό, όσο και να ελπίζουμε σε νίκη του Καλού. Στην περίπτωση του Χίτλερ, π.χ., το Κακό θριάμβευσε επί 20 χρόνια. Είναι λοιπόν ένα σύνθετο πρόβλημα διαλεκτικής, με τη χεγκελιανή έννοια του όρου. Ολα στη φύση είναι ζεύγη. Σύμφωνα με το παράδειγμα του Χέγκελ, έχουμε τη θέση ή τον Θεό, την αντίθεση ή τον Διάβολο και με αντιπαράθεσή τους τη σύνθεσή τους. Ενα αραβικό ρητό λέει ότι ο Θεός γράφει ίσια, με αγκυλωτές γραμμές».


– Βασικό συστατικό του Θεού είναι και οι φόβοι μας;


«Πολύ εύστοχη ερώτηση! Ο άνθρωπος λατρεύει το θείο επειδή σε μια στιγμή στο παρελθόν απώλεσε την αθανασία. Και όταν ο άνθρωπος συνειδητοποίησε ότι πρόκειται να πεθάνει – κάτι που το συνειδητοποιώ και εγώ κλείνοντας τα 70 – και απέκτησε τον φόβο του θανάτου, του δημιουργήθηκε η ανάγκη ύπαρξης του Θεού».


– Ποιο είναι το όραμά σας και ποια η ουτοπία σας;


«H ουτοπία μου είναι να διατηρήσω τη φαντασία μου καθώς προχωρώ προς τον θάνατο. Αν την έχανα θα αυτοκτονούσα. Το όραμά μου είναι απλό. Δεν θα ήθελα να ζήσω αν ένα από τα παιδιά μου πέθαινε. Θα ήθελα να διατηρήσω την ψευδαίσθηση ότι η αγάπη είναι αθάνατη και ότι θα περάσει από από γενιά σε γενιά. Οτι θα με θυμούνται και θα λένε πως ήταν υπέροχα που δούλεψαν με τον Λι. Θα ήθελα να μεταδώσω τη φαντασία μου σε άλλους, να την επανατροφοδοτήσουν και να χτίσουμε μαζί μια συλλογική φαντασία. Να την επεκτείνω έτσι ώστε να γίνει συλλογική και, με τη γιουνγκιανή έννοια του όρου, να αποτελέσει μέρος του συλλογικού ασυνειδήτου».


– Το τέλος είναι ένα ταξίδι στην αρχή ή ένα ταξίδι στην εξαφάνιση;


(αναστεναγμός) «Αν το δούμε αφηρημένα, ναι. Εχω επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό και αποτελούν κομμάτι του έργου μου μυαλά όπως ο Σοφοκλής ή ο Κάφκα. Με έναν τρόπο είμαι μετενσάρκωση αυτών των ανθρώπων, επειδή η σκέψη τους έχει εντυπωθεί στο μυαλό μου καθιστώντας τους αθάνατους. Μετά τον θάνατό μου θα μεταβιβάσω τη σκέψη μου σε άλλους και έτσι θα παραμείνει ζωντανή. Ετσι κάνω το ταξίδι πίσω στην αρχή».


– Ποιον θεωρείτε μεγάλο σκηνοθέτη ή μεγάλο ηθοποιό;


«Ο Μόργκαν Φρίμαν είναι σπουδαίος, μπορεί να προσφέρει πολύ περισσότερο στο θέατρο από ό,τι στον κινηματογράφο και έχουμε συνεργαστεί εξαιρετικά στο παρελθόν. Επίσης η Μέριλ Στριπ. Λατρεύω τον Χάρβει Καϊτέλ, είναι ένας από τους καλύτερούς μου φίλους και χάρη σ’ αυτόν έχω γίνει μέλος του Actors’ Studio. Αυτοί είναι αληθινά σημαντικοί. Νιώθω τυχερός που τους γνώρισα».


– Σας ευχαριστώ.


«Και εγώ σας ευχαριστώ, κύριε Λάλα. Απόλαυσα αυτή τη συνέντευξη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη επειδή συνήθως, όταν δίνω μια συνέντευξη για το θέατρο, είναι σαν να μοιράζω δελτίο Τύπου. Αλλά μεταξύ μας υπήρξε πραγματική επικοινωνία και οι ερωτήσεις σας ήταν θαυμάσιες. Ερωτήσεις που και εγώ έχω σκεφθεί αλλά φοβάμαι να αντιμετωπίσω».


H τραγωδία του Αισχύλου «Χοηφόροι» θα παρουσιαστεί στην Πάτρα από την Παρασκευή 19/5 ως τη Δευτέρα 22/5 στο Εργοστάσιο Τέχνης. Ωρες έναρξης: Παρ. 21.30, Σάββ. 18.00, Κυρ. 21.30, Δευτ. 19.00. Βασισμένο στη μετάφραση του K. X. Μύρη. Σκηνοθεσία: Lee Breuer. Χορογραφία: Clove Galilee. Μουσική σύνθεση: Eve Beglarian. Visual artist, ζωγραφική άμμου: Jenny Rogers. Σχεδιασμός σκηνικού: Lee Breuer, Jenny Rogers. Κοστούμια: Meganne George.


Παίζουν: Δέσποινα Σαραφείδου (Ηλέκτρα), Alexandra Montano (τραγουδίστρια), Emily Lutin (χορεύτρια), Στέβη Φόρτωμα (Ορέστης), Mamak Khadem (τραγουδίστρια), Eriko Jimbo (χορεύτρια), Θάλεια Αργυρίου (Κλυταιμνήστρα και Αίγισθος), Ευτυχία Μητρίτσα (τραγουδίστρια), LoMa Familar (χορεύτρια), Ευδοκία Στατήρη (Πυλάδης), Δανάη Δασκαλάκη (Τροφός).