Ο κόμης Δράκουλας εξομολογείται


Τον έχουμε δει σε ρόλους πολυθρύλητων κακών της μεγάλης οθόνης, από τον Ρασπούτιν ως τον Φου Μαντσού και από τον Φρανκενστάιν ως τον Σκαραμάνγκα στον «Ανθρωπο με το χρυσό πιστόλι», αναπόφευκτα όμως η καριέρα του Κρίστοφερ Λι έχει συνυφανθεί αδιάρρηκτα στο συλλογικό υποσυνείδητο με τον κόμη Δράκουλα. Στα πλαίσια του 27ου Παγκοσμίου Συνεδρίου Φανταστικής Λογοτεχνίας και με διπλή αφορμή την εκατονταετία από την κυκλοφορία του «Δράκουλα» του Μπραμ Στόκερ και τη βελτιωμένη έκδοση της αυτοβιογραφίας του πολύπειρου ηθοποιού, ο Κρίστοφερ Λι απάντησε υπομονετικά στις ερωτήσεις των θαυμαστών του. Την ιδιότυπη αυτή συνέντευξη κοινού συντόνιζε ο γνωστός κριτικός και συγγραφέας Ντάγκλας Ε. Γουίντερ.


­ Κυρίες και κύριοι, σας παρουσιάζω τον Κρίστοφερ Λι.


«Για να σας διορθώσω, σύμφωνα με το αντίστοιχο λήμμα στην κινηματογραφική εγκυκλοπαίδεια των εκδόσεων Baseline, εδώ και τέσσερα χρόνια είμαι ο μακαρίτης Κρίστοφερ Λι». [γέλια]


­ Στα 50 χρόνια της καριέρας σας, χρησιμοποιούσατε λέξεις που έγραφαν άλλοι για εσάς. Πώς αισθανθήκατε τώρα που μπορέσατε να διηγηθείτε την ιστορία της ζωής σας με δικά σας λόγια;


«Δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Πρέπει να σας ομολογήσω ότι κάποια πράγματα έχουν σβήσει από τη μνήμη μου, αλλά σίγουρα θυμάμαι τις πολύ καλές και τις πολύ κακές στιγμές. Είναι γνωστό βέβαια ότι πολλοί από εμάς τους ηθοποιούς, περιέργως πώς, δυσκολευόμαστε να εκφραστούμε σωστά είτε στο χαρτί είτε μπροστά σε κάποιο κοινό (όπως κάνω εγώ τώρα), γιατί τότε δεν μπορούμε να κρυφτούμε πίσω από τον χαρακτήρα ενός σεναρίου».


­ Πολλοί ηθοποιοί έχουν δηλώσει ότι είχαν εκ φύσεως προσόντα ηθοποιίας, ότι ήταν γεννημένοι για τη σκηνή. Η αυτοβιογραφία σας αναφέρει ότι παρόμοιες κλίσεις είχατε και εσείς. Θα θέλατε να μας πείτε δύο λόγια γι’ αυτό;


«Θυμάμαι ότι «ανεβάζαμε» έργα του Σαίξπηρ μαζί με ένα φίλο μου σε ηλικία 10 ετών. Βέβαια τα παίζαμε στα γαλλικά και οφείλω να σας τονίσω ότι τότε δεν γνωρίζαμε ούτε λέξη από αυτή τη γλώσσα! [γέλια] Λένε πολλές φορές ότι οι ελλιπείς γνώσεις μπορεί να αποβούν επικίνδυνες. Ε, λοιπόν, μερικές φορές η παντελής έλλειψη γνώσεων μπορεί να αποδειχθεί αρκετά δημιουργική».


­ Προέρχεστε από ένα βαθύτατα καλλιτεχνικό σόι. Πώς αντέδρασαν οι γονείς σας όταν τους είπατε ότι θέλετε να γίνετε ηθοποιός;


«Μπορεί να προέρχομαι από μια οικογένεια που είχε το καλλιτεχνικό στοιχείο στο αίμα της, αλλά στην ουσία οι περισσότεροι πρόγονοί μου λάτρευαν το τραγούδι και όχι την ηθοποιία. Η προγιαγιά μου, για παράδειγμα, ήταν μια εξαιρετική τραγουδίστρια, το ίδιο και οι πέντε κόρες της που τις έπαιρνε μαζί της και τραγουδούσαν στους εργάτες στα ορυχεία του Σίδνεϊ. Η μητέρα μου, όμως, ήταν η καλύτερη θεατρική ηθοποιός που έχω γνωρίσει, ερασιτεχνικά βέβαια. Θυμάμαι καθαρά την αντίδρασή της όταν της ανακοίνωσα ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός. Στάθηκε στην κάσα της πόρτας, έφερε την παλάμη της στο μέτωπό της και είπε με απόγνωση: «Πώς μπορείς να ντροπιάσεις τόσο πολύ την οικογένειά σου;» Οταν της θύμισα ότι ήταν και η γιαγιά της και η μητέρα της καλλιτέχνιδες, μου απάντησε: «Ε, αυτό είναι διαφορετικό». Είναι πάντα διαφορετικό για τους γονείς σου».


­ Πιστεύετε ότι ο ηθοποιός γεννιέται ή γίνεται;


«Πιστεύω ότι γεννιέσαι ηθοποιός, δεν γίνεσαι. Και αυτό ισχύει για όλες τις δημιουργικές τέχνες. Μπορείς να μάθεις την τεχνική ­ κάτι που είναι πολύ σημαντικό ­ αλλά πρέπει και να μπορείς να καθυποτάξεις αυτήν την τεχνική και να την κάνεις μέρος της ερμηνευτικής σου ικανότητας».


­ Στο μυαλό πολλών ανθρώπων έχετε ταυτιστεί με τον ρόλο του Δράκουλα. Θεωρείτε ότι αυτό σας βοήθησε τελικά στην καριέρα σας ή ότι πιθανόν να έδρασε ως εμπόδιο;


«Ο κόσμος με συνδέει με τον Δράκουλα για τρεις λόγους. Πρώτον, οι ρόλοι μου στις ταινίες της Χάμερ υπήρξαν σπουδαίο εφαλτήριο για μένα ως ηθοποιό· δεύτερον, μερικές από αυτές τις ταινίες έγιναν κλασικές· τρίτον, λόγω της τακτικής πολλών κακών δημοσιογράφων να βάζουν ταμπέλες στα πάντα. Οτιδήποτε και αν παίξει ο Πιρς Μπρόσναν μετά τους ρόλους του ως Τζέιμς Μποντ, θα μείνει γνωστός ως Πράκτωρ 007. Είναι πολλοί εκείνοι που με θεωρούν ηθοποιό έργων τρόμου και μόνο, κάτι που ευτυχώς δεν ευσταθεί. Από το 1957 ως και το 1970 η αλήθεια είναι ότι τυποποιήθηκα σχετικά σε τέτοιου είδους ρόλους, αλλά μετά έπαιξα στην «Ιδιωτική ζωή» του Σέρλοκ Χολμς που σκηνοθέτησε ο Μπίλι Γουάιλντερ, έπαιξα τον «Φάουστ», γύρισα πολλά γουέστερν, έπαιξα στο «The Wicker Man». Και βέβαια γύρισα και πάρα πολλές κωμωδίες. Και έτσι απέδειξα σε όσους έλεγαν ότι δεν μπορούσα να παίξω άλλους ρόλους πόσο άδικο είχαν».


­ Αληθεύει η φήμη ότι τότε δηλώσατε πως δεν θα ξαναπαίξετε ποτέ σε ταινία τρόμου;


«Οχι, δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο. Ισως η φήμη αυτή να δημιουργήθηκε και από το γεγονός ότι μετά το 1970 με προσέγγισαν πολλοί διάσημοι σκηνοθέτες ταινιών τρόμου, ο Κάρπεντερ, ο Κρόνενμπεργκ, ο Τομπ Χούπερ, αλλά τους απάντησα αρνητικά γιατί τότε με ενδιέφερε περισσότερο να κάνω άλλα πράγματα».


­ Μετά το 1970 το κοινό των ταινιών φρίκης σάς ξέχασε;


«Κάθε άλλο. Λαμβάνω ακόμη και σήμερα εκατοντάδες γράμματα από ανθρώπους που γνωρίζουν μόνο αυτή την πτυχή της καριέρας μου και η αγάπη τους με συγκινεί. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα γράμμα που έλαβα από μια ομάδα ρουμάνων φοιτητών, οι οποίοι δεν ήξεραν ούτε λέξη αγγλικά. Επιασαν λοιπόν ένα ρουμανοαγγλικό λεξικό και μου έγραψαν τα εξής: «Αξιότιμε κύριε, θαυμαστές μεγάλοι είμαστε εμείς», πράγμα που δηλώνει ότι είχαν καλή πρόθεση. Αφού μου εξέφρασαν την αγάπη τους για τις ταινίες φρίκης όπου είχα πρωταγωνιστήσει, έκλεισαν το γράμμα τους με την εξής φράση: «Ειλικρινά πιστεύουμε εσείς είσαστε ο πιο φρικτός ηθοποιός!»» [γέλια]


­ Αναφέρατε νωρίτερα το «The Wicker Man» του Ρόμπιν Χάρντι. Τι απέγινε τελικά αυτή η ταινία; Αναφέρθηκε κάποτε στον Τύπο ότι μεγάλο μέρος των αρνητικών καταστράφηκε μετά το γύρισμα.


«Δεν πιστεύω πως αυτό είναι αληθές. Είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι τα αρνητικά και οι σκηνές που κόπηκαν υπάρχουν ακόμη, αλλά είναι κρυμμένες κάπου. Η ταινία που είδατε μπορεί μεν να είναι εκπληκτική, αλλά ειλικρινά ωχριά μπροστά στο σενάριο. Δεν αφήσαμε ούτε λέξη που να μη γυρίσουμε από εκείνο το υπέροχο σενάριο. Στο μοντάζ φτιάξαμε μια μεγάλη και μια συντομότερη έκδοση, και επειδή η ταινία πέρασε από τα χέρια επτά ή και περισσότερων διανομέων, κάποια στιγμή χάσαμε τα αρνητικά. Κατά τη γνώμη μου, η μεγάλη έκδοση του «The Wicker Man» είναι μία από τις καλύτερες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ. Πολύ συχνά σε αυτή τη δουλειά κάτι δεν πάει καλά με κάποια από τις ταινίες σου και το τελικό αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό. Με τον καιρό το συνηθίζεις αυτό. Αλλά ύστερα από τόσα χρόνια ακόμη δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι το «The Wicker Man» είχε αυτή την τύχη. Αν βρίσκονταν σήμερα τα αρνητικά θα ήμουν διατεθειμένος να πληρώσω από την τσέπη μου για να γίνει πάλι το μοντάζ».


­ Από τις εκατοντάδες ρόλους που έχετε παίξει ποιον θεωρείτε τον πιο σημαντικό;


«Αν με ρωτούσατε πέρυσι θα σας έλεγα σίγουρα τον ρόλο του λόρδου Σάμεραϊλ στο «The Wicker Man». Φέτος όμως πήγα στο Πακιστάν και έμεινα εκεί δώδεκα εβδομάδες για τα γυρίσματα της ταινίας που εξιστορεί τη ζωή του Μοχάμεντ Αλί Τζινά, του ιδρυτή της χώρας. Ηταν η μεγαλύτερη πρόκληση που έχω αντιμετωπίσει ως ηθοποιός. Επρεπε να παίξω αυτόν το σπουδαίο άντρα μπροστά στον λαό του και μπροστά σε εκπροσώπους των θρησκευτικών, των πολιτικών και των νομικών αρχών του κράτους. Και πιστεύω πως έγινε περίφημη δουλειά. Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας θα γίνει τον ερχόμενο Φεβρουάριο στη Νέα Υόρκη».


­ Και ποιον ρόλο έχετε διακαή πόθο να παίξετε προτού φτάσει στο τέλος της η καριέρα σας ως ηθοποιού;


«Δεν πρόκειται για έναν, αλλά για δύο ρόλους. Ο πρώτος είναι ο Ιβάν ο Τρομερός, στην ταινία του Αϊζενστάιν. Τον είχε παίξει εκείνος ο εξαίσιος ρώσος ηθοποιός, ο Νικολάι Τσερκάσοφ, που έβαζε φωτιά στα πλατό με την πύρινη παρουσία του. Αν έχετε επισκεφθεί την Αγία Πετρούπολη και το νεκροταφείο όπου είναι θαμμένοι όλοι οι διάσημοι μουσικοί και ηθοποιοί, θα έχετε σίγουρα δει και τον τάφο του Τσερκάσοφ. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους τάφους, ο τάφος του είναι ένας πέτρινος κύβος πάνω στον οποίο υπάρχει μια καρέκλα όπου κάθεται ένας άντρας με πραγματικά επιβλητική μορφή· αυτός είναι ο Τσερκάσοφ. Ο δεύτερος ρόλος είναι αυτός του Δον Κιχώτη, και θέλω να τον παίξω γιατί ο Δον Κιχώτης ήταν και αυτός ονειροπόλος σαν κι εμένα. Οταν είχα πάει στην Ισπανία, ρώτησα πάρα πολύ κόσμο αν θα με δέχονταν σε αυτόν τον ρόλο και δεν πήρα ούτε μία αρνητική απάντηση».


­ Ποια είναι η καλύτερη επαγγελματική συμβουλή που σας έχουν δώσει ποτέ;


«Είναι κάτι που μου είπε ο Μπορίς Καρλόφ, την εποχή που ήταν γείτονάς μου στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Βρες κάτι που δεν μπορεί ή δεν θέλει να κάνει κανένας άλλος ηθοποιός, φρόντισε να αφήσεις την προσωπική σου σφραγίδα σε αυτό, και θα μείνεις για πάντα στη μνήμη του κοινού»».


­ Μαζί με τον Πίτερ Κάσινγκ και τον Βίνσεντ Πράις ήσασταν γνωστοί ως το «τρομερό τρίο». Με ποια συναισθήματα θυμάστε τώρα αυτούς τους δύο συναδέλφους σας;


«Τον θάνατο του Πίτερ δεν τον ξεπέρασα ποτέ. [Σταματάει να μιλάει και δακρύζει]. Συγχωρέστε με, με αιφνιδίασε η ερώτησή σας. Ο Πίτερ ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος και επαγγελματίας ­ και αυτό το γνωρίζουν όλοι. Τον αγαπούσα πολύ. Θα έπρεπε να είχε γίνει παπάς. Δεν τον είχα ακούσει ποτέ να λέει κάτι κακό για κάποιον· ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρος στα σχόλιά του προς τους συναδέλφους του. Τον θυμάμαι να λέει σε πολλούς ηθοποιούς: «Μόνο εσύ θα μπορούσες να παίξεις έτσι αυτό τον ρόλο!». Φράση που, βεβαίως, μπορεί να ερμηνευθεί με δύο τρόπους. [γέλια] Μοιραζόμασταν την ίδια αίσθηση του χιούμορ και λατρεύαμε και οι δύο το παράλογο. Είχαμε επίσης και μια κοινή αγάπη για τα κινούμενα σχέδια και, μια και είχαμε και οι δύο μιμητικές ικανότητες, πολλές φορές στις τηλεφωνικές μας συνομιλίες εγώ έκανα τη φωνή του Σιλβέστερ του γάτου και αυτός τη φωνή του Τζίμι Ντουράντε. Αργοπέθαινε τα τελευταία 10-12 χρόνια της ζωής του και το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει από τη ζωή για να συναντήσει τη γυναίκα του, που είχε πεθάνει το 1979. Θαυμάσιος άνθρωπος ήταν και ο Βίνσεντ. Τέτοια γενναιότητα και αφοσίωση σπάνια συναντάς σε άνθρωπο. Ο Βίνσεντ γνώριζε επί χρόνια ότι πέθαινε και όμως δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να το πολεμάει. Την τελευταία φορά που μιλήσαμε εγώ είχα μόλις κάνει μια επέμβαση στην καρδιά για την αντικατάσταση μιας βαλβίδας. Ημουν λοιπόν κλινήρης στο σπίτι, μόνος μου και οργισμένος με την ατυχία που με είχε βρει, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Θυμάμαι σαν τώρα τη φωνή του να μου λέει: «Τον μακαρίτη Κρίστοφερ Λι θα ήθελα, παρακαλώ». «Καλή τύχη και σε σένα», του ευχήθηκα. Λίγες μέρες αργότερα πέθανε και αυτός».


­ Τι νομίζετε ότι λείπει σήμερα από την εποχή μας;


«Το καλοπροαίρετο πνεύμα που χαρακτήριζε ανθρώπους όπως ο Κάσινγκ ή ο Πράις. Σήμερα όλοι κριτικάρουν και σχολιάζουν κακόβουλα, και αυτό είναι τόσο εύκολο να το κάνει κανείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στα 50 χρόνια της καριέρας μου, οι φορές που ένας δημοσιογράφος έχει ερμηνεύσει σωστά τα λόγια μου σε μια συνέντευξη μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού».


Η νέα, βελτιωμένη έκδοση της αυτοβιογραφίας του Christopher Lee με τίτλο «Tall, Drak and Gruesome» κυκλοφόρησε το φθινόπωρο στη Βρετανία σε σκληρόδετο τόμο. Επιλεκτική ταινιογραφία του Κρίστοφερ Λι, με σχόλια και του ιδίου





«The Curse of Frankenstein»
(1957). Με την ταινία αυτή αρχίζει η «περίοδος του νεκροταφείου», όπως ονομάζει ο Λι το διάστημα από το 1957 ως το 1970, όπου έπαιζε αποκλειστικά και μόνο σε ταινίες τρόμου.


«The Mummy» (1959). Απολαυστικά ατμοσφαιρική ταινία, με συμπρωταγωνιστή τον Πίτερ Κάσινγκ. «Ενας ιδιαίτερα απαιτητικός ρόλος, μιας και μου είχαν κόψει τη γλώσσα στο σενάριο και έτσι δεν μπορούσα να μιλάω».


«Dracula – Prince of Darkness» (1965). Από τις κλασικές ταινίες της εταιρείας Χάμερ.


«Rasputin, the Mad Monk» (1965). «Ο Ρασπούτιν ήταν άγιος και αμαρτωλός ταυτόχρονα. Μπορεί να ήταν μεθύστακας και ακόλαστος, αλλά κατείχε θαυμαστές θεραπευτικές δυνάμεις. Αυτόν τον Ρασπούτιν γνωρίζουμε στην Ιστορία, και έτσι τον έπαιξα κι εγώ».


«The Blood of Fu Manchu» (1968).


«The Castle of Fu Manchu» (1968).


«Dracula has Risen from the Grave» (1968).


«Scream and Scream Again» (1969). Το «τρομερό τρίο» των Λι, Κάσινγκ και Πράις μαζί σε αυτό το εξαιρετικό θρίλερ ευγονικού τρόμου.


«Taste the Blood of Dracula» (1969).


«The Private Life of Sherlock Holmes» (1970).


«Count Dracula» (1970). Μια μέτρια ταινία σε σκηνοθεσία του γνωστού καλτ σκηνοθέτη Χεσούς Φράνκο, που όμως αποτελεί «τη μοναδική ταινία ως σήμερα στην οποία ο Δράκουλας παρουσιάστηκε ακριβώς όπως στο βιβλίο του Στόκερ».


«The Creeping Flesh» (1972). Ο Λι και ο Κάσινγκ αντιμετωπίζουν μια δαιμονική οντότητα που επαναφέρει στη ζωή ένας ανυποψίαστος επιστήμονας.





«The Satanic Rites of Dracula»
(1972). Μια απόπειρα συνδυασμού του Δράκουλα με στοιχεία αποκρυφισμού και επιστημονικής φαντασίας.


«The Wicker Man» (1973). Η εξαφάνιση μιας κοπέλας οδηγεί τη Σκότλαντ Γιαρντ στο νησί Σάμεραϊλ, όπου ο Λι υποδύεται μεγαλειωδώς τον θρησκευτικό ηγέτη μιας παγανιστικής θρησκευτικής ομάδας. «Ο ρόλος του λόρδου Σάμεραϊλ γράφτηκε ειδικά για μένα από έναν από τους καλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών, τον Αντονι Σάφερ. Η ταινία είναι ένα αριστούργημα».


«The Man with the Golden Gun» (1974). «Επρόκειτο αρχικά να παίξω τον Δρα Νο, σύμφωνα με την επιθυμία του Ιαν Φλέμινγκ που ήταν ξάδελφός μου, αλλά ο παραγωγός έδωσε τον ρόλο σε άλλον ηθοποιό. Ο Σκαραμάνγκα είναι μάλλον ο μοναδικός κακός των ταινιών του Τζέιμς Μποντ που δεν είναι μονοδιάστατος και ξύλινος».


«The Funny Man» (1993). Κωμωδία τρόμου, χαμηλού προϋπολογισμού.


«Α Feast at Midnight» (1994). «Μία από τις καλύτερες ταινίες μου. Μπορεί να είναι χαμηλού προϋπολογισμού αλλά πραγματικά θα σας μαγέψει».


«The Many Faces of Christopher Lee» (1995). Ντοκιμαντέρ που καλύπτει μεγάλο μέρος της καριέρας του.