«Βλέπεις πράγματα και λες: «Γιατί;». Εγώ ονειρεύομαι πράγματα που ποτέ δεν υπήρξαν και λέω: «Γιατί όχι;»»
Ο Τζ. Μπέρναρντ Σο (μισούσε το «Τζορτζ» και ποτέ δεν το χρησιμοποίησε, ούτε στην προσωπική ούτε στην επαγγελματική του ζωή) γεννήθηκε στο Δουβλίνο στις 26 Ιουλίου 1856. Ο πατέρας του, ένας αποτυχημένος έμπορος καλαμποκιού, εκτός από έντονο στραβισμό, τον οποίο ανεπιτυχώς προσπάθησε να διορθώσει ο πατέρας τού Οσκαρ Γουάιλντ, διάσημος χειρουργός της εποχής, έπασχε και από χρόνιο αλκοολισμό. Ισως αυτοί ήταν κάποιοι από τους λόγους που οδήγησαν τη μητέρα του, μια ερασιτέχνιδα αλλά ταλαντούχα μέτζο σοπράνο, να εγκαταλείψει, παίρνοντας και τις δύο αδελφές τού Σο, την οικογενειακή εστία και να εγκατασταθεί, μαζί με τον δάσκαλο φωνητικής της, στο Λονδίνο.
Ετσι λοιπόν ο 16χρονος Τζορτζ βρέθηκε να ζει μόνος με έναν πατέρα που δεν εκτιμούσε, προσπαθώντας παράλληλα να τελειώσει τη σχολική του εκπαίδευση, που μισούσε με πάθος, μια και, όπως υποστήριζε, δεν του προσέφερε κάτι σημαντικό. Παράλληλα, για να βοηθήσει τη φθίνουσα οικονομική τους κατάσταση αλλά και προκειμένου να συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα για την πληρωμή των διδάκτρων του πανεπιστημίου, εργαζόταν ως υπάλληλος σε ένα κτηματομεσιτικό γραφείο.
Το 1876, μη αντέχοντας άλλο τη ζωή στο Δουβλίνο, ο Σο μετακομίζει στο Λονδίνο, στο σπίτι της μητέρας του. Αυτή είναι που θα τον συντηρήσει οικονομικά για τα επόμενα πέντε χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων ο ίδιος θα προσπαθήσει να ξεκινήσει τη συγγραφική και δημοσιογραφική καριέρα του. Θα γράψει πέντε μυθιστορήματα, κανένα από τα οποία δεν θα εκδοθεί. Ο φιλόδοξος συγγραφέας δεν θα απογοητευθεί. Συνεχίζει να διαβάζει μανιασμένα, είτε σε δημόσιες βιβλιοθήκες είτε στη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου, και να σπουδάζει ξένες γλώσσες και στενογραφία. Σε ανύποπτο χρόνο είχε δηλώσει: «Το διάβασμα έκανε τον Δον Κιχώτη έναν πραγματικό τζέντλεμαν. Το γεγονός όμως πως πίστευε ό,τι διάβαζε τον τρέλανε». Ηταν αυτό το ανήσυχο, κριτικό πνεύμα που οδήγησε τον ευφυή Ιρλανδό στους κόλπους του σοσιαλισμού. Ορθιος, επάνω σε κιβώτια στη Γωνιά των Ομιλητών, στο Χάιντ Παρκ, εκφωνούσε πύρινους λόγους εφευρίσκοντας ένα προσωπικό, επιθετικό στυλ, καταφέρνοντας έτσι να υπερνικήσει τη φυσική ντροπαλότητα και το τραύλισμά του. Το 1884, μαζί με την Μπεατρίς και τον Σίντνεϊ Γουέμπ, ίδρυσε τη Φαβιανή Εταιρεία, μια σοσιαλιστική πολιτική οργάνωση που πρέσβευε τη μετατροπή της Μ. Βρετανίας σε ένα σοσιαλιστικό κράτος, όχι όμως με επανάσταση αλλά μέσω ενός προοδευτικού νομοθετικού έργου, υποστηριζόμενου από τη συστηματική εκπαίδευση του λαού. Οι θεωρίες των φαβιανιστών θα χρησιμοποιηθούν αργότερα ως βάση τόσο για την ίδρυση της περίφημης London School of Economics όσο και για τη δημιουργία του αγγλικού Εργατικού Κόμματος.
Το 1891, ύστερα από προτροπή ενός φίλου του θεατρικού κριτικού και διευθυντή μιας προοδευτικής ιδιωτικής θεατρικής ομάδας, ο Σο έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο «Widower’s Houses», τον προάγγελο όσων θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια. Εργα όπως τα «The Devil’s Disciple» (1897), «The Perfect Wagnerite» (1898), «Caesar and Cleopatra» (1901), «Man and Superman» (1905) και «Pygmalion» (1913) θα τον τοποθετήσουν στο παγκόσμιο πάνθεον των θεατρικών συγγραφέων. Η έμπρακτη επιβράβευση του έργου του ήρθε το 1925 με την απονομή του βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας.
Στα έργα του ο Σο εξέθετε τα ηθικά προβλήματα της εποχής του χρησιμοποιώντας ειρωνική διάθεση, παραδοξολογίες και «φαβιανιστικό» χιούμορ, με φράσεις όπως: «Αυτός που μπορεί κάνει. Αυτός που δεν μπορεί διδάσκει», «ποτέ δεν αντιστέκομαι στους πειρασμούς γιατί έχω ανακαλύψει πως τα πράγματα που με βλάπτουν δεν με βάζουν ποτέ σε πειρασμό», «πατριωτισμός είναι η πίστη σου πως αυτή η χώρα είναι ανώτερη όλων των άλλων γιατί εσύ γεννήθηκες σε αυτήν».
Η συζήτηση και οι λεκτικοί ακροβατισμοί είναι οι βάσεις των έργων του και πριν από την ανακάλυψη του ομιλούντος κινηματογράφου ήταν σχεδόν αδύνατον να μεταφερθούν με επιτυχία στην οθόνη. Πολλά από αυτά αποτελούσαν ουσιαστικά φιλοσοφικές ομιλίες επάνω στο θέμα της προσωπικής ευθύνης ή της ελευθερίας του πνεύματος ενάντια στις συμβατικές απαιτήσεις της κοινωνίας. Συνολικά έγραψε περισσότερα από 50 θεατρικά έργα συνεχίζοντας ως λίγο πριν από τον θάνατό του.
Το 1950 ο Τζ. Μπέρναρντ Σο έπεσε από μια σκάλα ενώ κλάδευε μια μηλιά στο κτήμα του στο Χέρτφορντσαϊρ, λίγο έξω από το Λονδίνο. Πέθανε λίγες ημέρες αργότερα από επιπλοκές εξαιτίας των τραυμάτων του σε ηλικία 94 ετών.