» Δεν βάζω νερό στο κρασί μου»




Ο Αντώνης Κόκκινος είναι ο πρώτος έλληνας σκηνοθέτης που με μια ασπρόμαυρη νοσταλγική ταινία με θέμα της μια ομάδα εφήβων τη δεκαετία του ’60, το «Τέλος εποχής», άνοιξε στον ελληνικό κινηματογράφο τον δρόμο για τα εισιτήρια. Πολιτικός μηχανικός το επάγγελμα, έκλεισε το γραφείο του για να αφοσιωθεί στον κινηματογράφο. Μανιακός με τις ταινίες και τα αισθητικά ρεύματα, για πολλά χρόνια έκανε (μαζί με τον επίσης σκηνοθέτη σήμερα Νίκο Γραμματικό) μια ραδιοφωνική εκπομπή μύησης στην τέχνη του κινηματογράφου από τη συχνότητα του Γ’ Προγράμματος. Την προηγούμενη Τρίτη ρίχθηκε στην περιπέτεια του γυρίσματος μιας ακόμη ταινίας ­ της τρίτης μεγάλου μήκους, με τίτλο «Πάμπτωχοι ΑΕ». Ταινίας το σενάριο της οποίας γράφηκε εκ των προτέρων και στη συνέχεια εταιρεία παραγωγής τον κάλεσε και του ανέθεσε τη σκηνοθεσία.


«Μια ημέρα με πήραν τηλέφωνο από την εταιρεία παραγωγής Μύθος. Μου είπαν: «Εχουμε ένα σενάριο που έχει γράψει ο Γιώργος Κοτανίδης, θέλεις να το κάνεις ταινία;». Το διάβασα και δέχθηκα» λέει ο Αντώνης Κόκκινος, προσθέτοντας ότι για πρώτη φορά σκηνοθετεί ένα θέμα που του το προτείνουν. Οταν του επισημαίνουμε ότι αυτός ο τρόπος παραγωγής στην Ελλάδα έχει εγκαταλειφθεί από την εποχή που μας άφησε χρόνους ο λεγόμενος εμπορικός κινηματογράφος, ξεκαθαρίζει: «Περίμενα πολλά χρόνια αυτή την αλλαγή στην παραγωγική διαδικασία. Δεν πρέπει αναγκαστικά ο σκηνοθέτης να είναι και ο σεναριογράφος και ολίγον παραγωγός και όλα. Αυτή τη φορά είμαι αποκλειστικά σκηνοθέτης, δεν έχω καμία σχέση με τα οικονομικά και την οργάνωση των γυρισμάτων, και μπορεί κανείς να καταλάβει πόσο ελεύθερος αισθάνομαι».


Γνωρίζοντας ότι το μοντέλο που κυριάρχησε μεταδικτατορικά στην Ελλάδα ήθελε τον σκηνοθέτη να παλεύει μόνος του για να χτίσει μια αποκλειστικά δική του ταινία, ταινία για το «όραμά του» ή, έστω, για τις εμμονές του, μπορεί να καταλάβει κανείς ότι, αν παγιωθεί αυτού του τύπου το παραγωγικό σύστημα, «χολιγουντιανό» τηρουμένων των αναλογιών, κάποιοι θα αντιδράσουν και ενδεχομένως να μιλήσουν για επιβολή της άποψης των παραγωγών, ως και για λογοκρισία του κεφαλαίου. Το αρνείται. Αλλωστε, τονίζει, στην παραγωγή συμμετέχει και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. «Η παραγωγή όμως είναι πολυσυλλεκτική. Συμμετέχουν επενδύοντας πραγματικά χρήματα οι τηλεοπτικοί σταθμοί Alpha, Filmnet, η εταιρεία παραγωγής Μύθος και η εταιρεία διανομής Odeon. Οσο για τις παρεμβάσεις στην αισθητική του έργου, οι ιδιώτες παραγωγοί επεμβαίνουν ­ αλλά, τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση, το κάνουν δημιουργικά. Συζητήσαμε πολύ με τους εκπροσώπους της παραγωγής, εργαστήκαμε από κοινού πάνω στο σενάριο ­ αλλά, προσωπικά τουλάχιστον, προτιμώ να μην είμαι μόνος στην παραγωγή: θέλω τη συμβουλή των άλλων, δεν θεωρώ ότι ξέρω τα πάντα και δεν βλέπω με καχυποψία τον άλλο, δεν θεωρώ ότι με καπελώνει επειδή λέει τη γνώμη του». Ο σκηνοθέτης πιστεύει ότι το μοντέλο κινηματογραφικών παραγωγών στην Ελλάδα αλλάζει, θεωρεί όμως ότι οι αλλαγές είναι προς το καλύτερο, τουλάχιστον για όσους εργάζονται δημιουργικά στον κινηματογράφο.


«Θέμα της ταινίας είναι τα σκουπίδια και ο τρόπος με τον οποίο, μέσα απ’ τα σκουπίδια, οι άνθρωποι επανεκτιμούν τον εαυτό τους» συνοψίζει ο σκηνοθέτης το στόρι της. «Θέλουμε να δείξουμε την Αθήνα των δυτικών προαστίων, φόντο ασυνήθιστο για τον κινηματογράφο μας, και η ταινία περιέχει χαρακτήρες που ποτέ ως τώρα δεν είχες δει στις ταινίες μου: έναν καθηγητή φυσικής από την Ουκρανία που πουλάει λαθραία πούρα, έναν παλιατζή, έναν μαύρο μετανάστη που πουλά CD στους δρόμους, έναν εργασιομανή δημόσιο υπάλληλο που αίφνης βρίσκεται στη φυλακή για να επανεκτιμήσει από το κελί του τις επιλογές του…». Οταν του επισημαίνουμε ότι, παρά τη θεματική μετατόπιση που ο ίδιος παραδέχεται, διαφαίνεται πως το είδος με το οποίο καταπιάνεται ­ θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε δραματικό ρεαλισμό ­ είναι το ίδιο, έστω και αν η ταινία τού έχει παραγγελθεί, σπεύδει να συναινέσει. Ανακαλεί μάλιστα τις προτιμήσεις του από την εποχή που ήταν απλός θεατής και οπαδός του αγγλικού free cinema, έστω και αν δεν είναι ορατές οι επιρροές του στο έργο του.


Ο Αντώνης Κόκκινος πιστεύει ότι ο κινηματογράφος του είναι τέχνη. Δεν αρνείται ότι τον ενδιαφέρει να κόβουν εισιτήρια οι ταινίες του. «Ποτέ όμως, όταν ξεκινούσα μια ταινία, δεν σκεφτόμουν τα εισιτήρια. Αλλωστε κανείς δεν μπορεί να προκαθορίσει ότι μια ταινία θα γίνει επιτυχία». Δεν πιστεύει ότι τα εισιτήρια είναι τεκμήριο αξίας μιας ταινίας. «Εχω δει ταινίες πολύ καλές ταινίες που έχουν κάνει πάρα πολλά εισιτήρια και ταινίες πολύ κακές που έχουν κάνει πάρα πολλά εισιτήρια. Εχω δει ταινίες πολύ καλές που έχουν κάνει ελάχιστα εισιτήρια και ταινίες πολύ κακές που έχουν κάνει ελάχιστα εισιτήρια» σχολιάζει. Οταν επισημαίνουμε ότι ορισμένες από τις ταινίες της τελευταίας διετίας διαπνέονται από μια διάθεση «μηρυκαστικής αναπαραγωγής ευτελών στερεοτύπων για την καθημερινότητα» με στόχο τα εισιτήρια, τείνει να συμφωνήσει. «Δεν μπορώ να κρίνω όμως παρά από το αποτέλεσμα, όχι από τις προθέσεις» δηλώνει.


Στη νέα του ταινία χρησιμοποιεί και ηθοποιούς γνωστούς από την τηλεόραση. «Δεν το κάνω για να δανειστώ τη φήμη τους, άλλωστε μην ξεχνάτε ότι η πρώτη μου ταινία, με τη μεγάλη επιτυχία, είχε κατ’ εξοχήν άγνωστους ηθοποιούς. Χρησιμοποιώ τους ηθοποιούς που μπορούν να φέρουν το βάρος του ρόλου τους ­ αν και δεν θεωρώ κακό κάποιος να παίζει στην τηλεόραση. Και είμαι απόλυτος, δεν βάζω νερό στο κρασί μου» υπογραμμίζει. Στους «Πάμπτωχους ΑΕ» παίζουν ο Γιάννης Μπέζος, ο Χρήστος Βαλαβανίδης, ο Δημήτρης Τζουμάκης, η Ρούλα Λουιζίδου, η Βίκη Πρωτογεράκη και η Δάφνη Λαμπρόγιαννη. Διευθυντής φωτογραφίας είναι ένας παλαίμαχος, ο Νίκος Καβουκίδης. Δεν φοβάται, αυτός, ένας σκηνοθέτης της νεότερης γενιάς, τη συνεργασία με έναν πολύπειρο παλαίμαχο; «Στα γυρίσματα ξέρω πάντα τι ζητώ, πηγαίνω πάντα προετοιμασμένος. Μην ξεχνάτε άλλωστε ότι έχω υπάρξει μηχανικός. Και εκεί πρέπει να ξέρεις πάντα με ακρίβεια τι ζητάς».