Ο ιταλικός λαός απέρριψε μαζικά τις προτεινόμενες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του Ματέο Ρέντσι και η χώρα ενδέχεται να αλλάξει τον έκτο πρωθυπουργό της σε διάστημα μόλις δέκα χρόνων. Με το τραπεζικό σύστημα να παραπαίει, η Ιταλία κινδυνεύει να μπει σε παρατεταμένη περίοδο πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας.
Η ήττα του Ρέντσι δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: το «Οχι» επικράτησε με συντριπτική διαφορά 20 ποσοστιαίων μονάδων του «Ναι» και η αντιπολίτευση ζητεί εκ νέου την προκήρυξη πρόωρων εκλογών προκειμένου οι Ιταλοί να επιλέξουν μια νέα κυβέρνηση, που θα έχει ισχυρή εντολή.
Πρόκειται για επιλογή την οποία το πολιτικό κατεστημένο θα προτιμούσε να αποφύγει: το ιδανικό σενάριο για τον πρόεδρο Σέρτζιο Ματαρέλα θα ήταν να συνεχίσει με υπηρεσιακό πρωθυπουργό τον Ρέντσι ή να βρει κάποιο άλλο, υποστηριζόμενο από το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) πρόσωπο και η κυβέρνηση να εξαντλήσει την τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο ως το 2018, όταν και είναι προγραμματισμένες οι γενικές εκλογές. Ωστόσο το πιθανότερο σενάριο είναι να στηθεί κάλπη την άνοιξη ή το φθινόπωρο του 2017.
Ο Ρέντσι υποστήριξε ότι οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις ήταν απαραίτητες προκειμένου η Ιταλία να έχει πιο σταθερές κυβερνήσεις, οι οποίες θα ήταν σε θέση να εφαρμόζουν δομικές μεταρρυθμίσεις.
Οι ευρωσκεπτικιστικές, λαϊκιστικές δυνάμεις της χώρας, όπως το Κίνημα Πέντε Αστέρων (M5S) και η ξενοφοβική Λέγκα του Βορρά του Ματέο Σαλβίνι, ηγήθηκαν της εκστρατείας υπέρ του «Οχι» και τώρα ζητούν την προκήρυξη εκλογών «το συντομότερο δυνατόν». Δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν ότι αν διεξάγονταν αυτή τη στιγμή εκλογές στην Ιταλία, το M5S όχι μόνο θα έφθανε στον δεύτερο γύρο αλλά μπορεί και να επικρατούσε, ακόμη και με διαφορά, του PD. Την ίδια στιγμή ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι επιχειρεί να επανέλθει στο προσκήνιο με το κόμμα του Forza Italia και να διαδραματίσει ακόμη και ρόλο ρυθμιστή στις κρίσιμες πολιτικές διεργασίες που θα ακολουθήσουν.
Και παρότι το δημοψήφισμα εκτιμάται πως δεν θα έχει –τουλάχιστον άμεσες –επιπτώσεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση ή στη συμμετοχή της Ιταλίας στη ζώνη του ευρώ, άλλες δημαγωγικές ευρωπαϊκές δυνάμεις έσπευσαν να καπηλευθούν το αποτέλεσμα της ιταλικής κάλπης. «Μετά το ελληνικό δημοψήφισμα, μετά το Brexit, αυτό το ιταλικό «Οχι» προστίθεται στη λίστα εκείνων οι οποίοι θέλουν να γυρίσουν την πλάτη στις παράλογες ευρωπαϊκές πολιτικές που βυθίζουν την ήπειρο στη φτώχεια» δήλωσε η αρχηγός του γαλλικού Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν.
Ωστόσο δεν ήταν μόνο οι λαϊκιστές που απέρριψαν τις μεταρρυθμίσεις του Ρέντσι: οι πρώην πρωθυπουργοί Μάριο Μόντι και Μάσιμο ντ’ Αλέμα τάχθηκαν κατά των προτεινόμενων αλλαγών, ενώ το «Οχι» επικράτησε και μεταξύ των περισσότερο μορφωμένων και πλούσιων περιοχών της Ιταλίας, όπως στο βόρειο τμήμα της χώρας, όπου το ποσοστό της ανεργίας δεν ξεπερνά το 6%.
Η μεγάλη συμμετοχή των ψηφοφόρων στο δημοψήφισμα, που ανήλθε στο 66%, έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα στην ιταλική πολιτική ηγεσία: σε μια χώρα, της οποίας το αίσθημα της ευημερίας εξαρτάται από τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, η αποτελμάτωση της οικονομίας, η συνολικά υψηλή ανεργία και η επακόλουθη απαξίωση της νέας γενιάς λειτούργησαν τιμωρητικά προς τον Ρέντσι, ο οποίος στην αρχή της πρωθυπουργικής του πορείας θέλησε να παρουσιαστεί ως ο άνθρωπος που θα τα «έσπαγε» με το κατεστημένο. Δημοσιεύματα στον ιταλικό Τύπο κάνουν λόγο για πιθανότητα διενέργειας εκλογών ακόμη και τον Φεβρουάριο του 2017, ωστόσο κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολο, καθώς η κρίσιμη απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου για τη νομιμότητα του ισχύοντος εκλογικού νόμου που ψηφίστηκε το 2015 δεν αναμένεται πριν από τον ερχόμενο Ιανουάριο. Σε κάθε περίπτωση ο Ματαρέλα θέλει να έχει βρεθεί λύση –σε επίπεδο προσώπων –σε λίγες ημέρες, πριν από τις 15 Δεκεμβρίου και τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ.

Ντανιέλε Αλμπερτάτσι, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ
«Πάμε για κυβέρνηση ειδικού σκοπού από όσους στηρίζουν τον Ματέο Ρέντσι»
«Ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης συνασπισμού κατά το πρότυπο της Γερμανίας είναι απίθανος, όσο απίθανο είναι το ενδεχόμενο να επικρατήσει πολιτική αστάθεια στην Ιταλία. Πιστεύω πως θα σχηματιστεί μια κυβέρνηση “ειδικού σκοπού” που θα στηρίζεται από τις ίδιες δυνάμεις που στηρίζουν σήμερα τον Ματέο Ρέντσι – το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) και όσοι αποχώρησαν από τη Forza Italia (FI) του Μπερλουσκόνι – και, ενδεχομένως, από την ίδια τη FI. Η κυβέρνηση αυτή θα λάβει κάποια μέτρα για την οικονομία, θα αποπειραθεί να υποβάλει προς έγκριση κάποιον εκλογικό νόμο και, εάν τα καταφέρει, θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές σε σύντομο χρονικό διάστημα» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο δρ Ντανιέλε Αλμπερτάτσι, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ.

«Δεν είναι σίγουρο ότι το PD θα επιδιώξει να αποτρέψει τη διεξαγωγή εκλογών σε διάστημα έξι μηνών. Θα μπορούσε να αποδεχθεί την πρόκληση ώστε να μη δώσει την εντύπωση ότι φοβάται τους πολίτες. Σε αυτή την περίπτωση ενδεχομένως να είναι καλύτερο να είναι ο… Ρέντσι αυτός που θα παρουσιάσει τον νέο εκλογικό νόμο και θα οδηγήσει την Ιταλία στις κάλπες. Αυτό δεν είναι πιθανό, γιατί ο απερχόμενος πρωθυπουργός έχει πολλούς εσωκομματικούς εχθρούς, αλλά είναι δυνατό. Στο κάτω-κάτω, το 40% των ψηφοφόρων ήταν σύμφωνο μαζί του. Και δεν είναι λίγοι για να κάνει μια νέα αρχή» μας λέει, παρουσιάζοντας πιθανά σενάρια για την έξοδο της Ιταλίας από την – όχι και τόσο αναπάντεχη – πολιτική κρίση με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη από την περασμένη Κυριακή.

Σύμφωνα με τον ιταλό ακαδημαϊκό, μεταξύ του 59,11% των Ιταλών που ψήφισαν “Οχι”«υπάρχουν εκείνοι που ψήφισαν συγκεκριμένα κατά του Ρέντσι, εκείνοι που ψήφισαν κατά της κυβέρνησής του και αρκετοί που αντιτάσσονταν στην προτεινόμενη και με πολλά ελαττώματα – σύμφωνα ακόμα και με τους υποστηρικτές της – μεταρρύθμιση. Αλλά όσοι ψήφισαν κατά της συνταγματικής αναθεώρησης συνθέτουν ένα ανομοιογενές σύνολο και αυτό σημαίνει ότι την ημέρα των εκλογών δεν θα είναι ενωμένοι, δεδομένου επίσης ότι τμήμα αυτών είναι και ψηφοφόροι του Δημοκρατικού Κόμματος. Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι η επικράτηση του “Οχι” αποτελεί μια νίκη του Κινήματος Πέντε Αστέρων (M5S) και της Λέγκας του Βορρά (LN)» υποστήριξε. Επισήμανε ωστόσο ότι «παραδόξως, εάν περνούσε η συνταγματική μεταρρύθμιση, σε συνδυασμό με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, θα ευνοούνταν το Μ5S, καθώς το κόμμα του Μπέπε Γκρίλο θα μπορούσε να κυβερνήσει με ποσοστό 30% για μία πενταετία, στην περίπτωση που ήταν το πιο ισχυρό κόμμα μετά τις εκλογές.Πάντως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να προτείνει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το ευρώ – ούτε ο Γκρίλο – όπως αναφέρεται σε πολλές ξένες εφημερίδες. Δεν προβλέπεται από το σύνταγμα. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί».

Αλμπέρτο Βανούτσι, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Πίζας
«Πολύπλοκες πολιτικές κοινοποιήθηκαν μέσω tweet 140 χαρακτήρων»
«Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος καθόρισε με ξεκάθαρο τρόπο τον ηττημένο – τον Ματέο Ρέντσι –, αλλά νικητές δεν υπάρχουν. Ή καλύτερα, ο “όχλος” – όρος υποτιμητικός, που χρησιμοποιήθηκε από τον Ρέντσι – των υποστηρικτών του “Οχι” ήταν τόσο ανομοιογενής και με πληθώρα κινήτρων αντιθετικών μεταξύ τους που την επομένη της ψηφοφορίας κανένας τους δεν μπορούσε να παρουσιαστεί ως θριαμβευτής παρά το “θριαμβευτικό” αποτέλεσμα» υποστηρίζει μιλώντας στο «Βήμα» ο Αλμπέρτο Βανούτσι, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Πίζας.

«Οι υποστηρικτές της Δεξιάς προσωποποίησαν το δημοψήφισμα, και παρότι η προταθείσα αναθεώρηση του συντάγματος ήταν επιθυμητή “ιδεολογικά”, καθώς θα ενίσχυε την εκτελεστική εξουσία και θα ευνοούσε την προσωποποίηση της ηγεσίας, εκμεταλλεύθηκαν την ψηφοφορία για να απαλλαγούν από έναν εχθρικό προς αυτούς πρωθυπουργό. Αντιθέτως, μεταξύ των ψηφοφόρων της Αριστεράς – παρά τις αντιπάθειες για τον Ρέντσι – κατά πάσα πιθανότητα επικράτησε η ανησυχία για το πλήγμα που θα επέφερε στις συνταγματικές ισορροπίες μια βεβιασμένη και ελάχιστα επιθυμητή μεταρρύθμιση» εξήγησε ο κ. Βανούτσι.

Αλλά το ζήτημα όσον αφορά την πορεία της πολιτικής τόσο στην πατρίδα του όσο και στον υπόλοιπο κόσμο είναι βαθύτερο σύμφωνα με τον ιταλό καθηγητή. «Ενα από τα πιο ανησυχητικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης πολιτικής είναι η δραστική απλοποίηση των ζητημάτων με τα οποία καταπιάνεται, αλλά και του λόγου μέσω του οποίου τα αναδεικνύει και τα διαχειρίζεται. Πρόκειται για φαινόμενο που παρατηρήθηκε στην Ιταλία κατά το πρόσφατο δημοψήφισμα αλλά και στην προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Προγράμματα και πολύπλοκες πολιτικές κοινοποιήθηκαν μέσω tweet των 140 χαρακτήρων. Κάποιοι μίλησαν για “μετα-αλήθεια”, επιδιώκοντας να περιγράψουν (το φαινόμενο) της διάχυσης ψευδών ειδήσεων οι οποίες, έχοντας διογκωθεί μέσω της κυκλοφορίας τους στα κοινωνικά δίκτυα πριν διαψευσθούν, ενισχύονται από νέες αμφίσημες διηγήσεις που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή τεχνητών και απατηλών πολιτικών πραγματικοτήτων» μας εξηγεί.

Και καταλήγει: «Το αποτέλεσμα είναι λαϊκιστές πολιτικοί να εκμεταλλεύονται τη δυσφορία και τις απογοητεύσεις των φτωχών λαϊκών μαζών. Τα κόμματα και οι ηγέτες τους αδυνατούν να δημιουργήσουν ισχυρά πολιτικά πρότυπα με βάση στρατηγικές και προγράμματα για τη μεταρρύθμιση ή τη μετάλλαξη της κοινωνίας. Η απλουστευμένη πολιτική του σήμερα είναι μια μετα-ιδεολογική πολιτική στην οποία κυριαρχούν οι “ρευστές” συμμαχίες. Οι επίδοξοι ηγέτες δεν ενδιαφέρονται να επενδύσουν στην πολιτική κοινωνικοποίηση των ψηφοφόρων. Επικοινωνούν μαζί τους με τεχνικές και τρόπους που τους επιτρέπουν να “κερδίσουν” την αποδοχή τους, ευρεία, εν δυνάμει, όσο και φευγαλέα».

Λορέντσο Βιβιάνι, καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πίζας
«Αν η Αριστερά ξεχνά τη δικαιοσύνη, γίνεται μια επιτάφια πλάκα στη μνήμη»
«Ο διχασμός της σημερινής Ιταλίας ενδεχομένως να αποτελεί αντικατοπτρισμό του διχασμού της σημερινής Ευρώπης. Διχασμός όχι μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς αλλά ανάμεσα σε ενταγμένους και περιθωριακούς, μεταξύ ατόμων, από τη μία πλευρά, που έχουν τη δυνατότητα να κινηθούν αυτόνομα όσον αφορά τον καθορισμό και τη διαχείριση της πραγματικότητας και ατόμων δίχως σημεία αναφοράς μέσω της επίκλησης των οποίων θα μπορούσαν να αισθανθούν ότι αποτελούν μέλη της κοινότητας. Και ο επανακαθορισμός των σχέσεων μεταξύ πολιτικής και κοινωνίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ούτε ο επανακαθορισμός του “τι είναι αριστερό;” είναι εύκολος» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Λορέντσο Βιβιάνι, καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, απαντώντας στις ερωτήσεις του «Βήματος» σχετικά με την πολιτική αμηχανία (ή και σύγχυση) που φαίνεται να επικρατεί όχι μόνο στην Ιταλία και στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και στην Αριστερά γενικότερα.

«Με ποιον είναι, πού βρίσκεται, τι κάνει η Αριστερά;» διερωτάται ο κ. Βανούτσι, υποστηρίζοντας ότι «η Αριστερά είναι δικαιοσύνη και ελευθερία. Αλλά εάν η Αριστερά ξεχνά τη δικαιοσύνη, εάν δεν δημιουργεί αντίδοτα για τους φόβους της κοινωνίας, τότε παραμένει απλώς και μόνο η τοπογραφία μιας πολιτικής που έχει εκλείψει, μια επιτάφια πλάκα στη μνήμη. Και στο κενό αυτό, ο φόβος μετατρέπεται σε λάβαρο πλήθους επιχειρηματιών της πολιτικής, νέων κινημάτων της Δεξιάς, λαϊκιστών, κομμάτων του ενός προσώπου και ούτω καθεξής. Οταν η κοινωνία μεταλλάσσεται, η δημοκρατία συσπάται. Αλλά αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό, εάν η κατάληξη είναι μια ανανεωμένη δημοκρατία».
Του θυμίζουμε ότι πρόσφατα ο Μάριο Καλαμπρέζι, διευθυντής της «La Reppublica», έγραψε πως η ιταλική πολιτική έχει καταλήξει να αποτελεί ένα «ριάλιτι σόου». Ποια είναι η γνώμη σας; τον ρωτάμε. «Το σχόλιο του Καλαμπρέζι είναι υπερβολικό. Η προσωποποίηση της πολιτικής και η εξατομίκευση της ηγεσίας συνθέτουν ένα δεδομένο το οποίο θα μπορούσε να έχει ως κατάληξη τη διαμόρφωση μιας νέας, ενάρετης, πολιτικής. Το ριάλιτι σόου βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά οι τηλεθεατές-ψηφοφόροι έχουν δείξει με τρόπο ξεκάθαρο πως πρόκειται για ένα σόου που δεν τους αρέσει» μας απαντά.

«Οσον αφορά την ιταλική κοινωνία και πολιτική, έχει δημιουργηθεί ένα χάσμα ανάμεσα στο κατεστημένο και σε όλους όσοι βρίσκονται στο περιθώριο. Αυτό ήταν εμφανές κατά τις δημοτικές εκλογές, επιβεβαιώθηκε και στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Πρόκειται για ένα χάσμα ανάμεσα στο κέντρο και στην περιφέρεια, χάσμα κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό αλλά και “αστικό”. Το “Ναι” επικράτησε στα αστικά κέντρα, στις αποκαλούμενες κατά το παρελθόν “αστικές” γειτονιές. Στην περιφέρεια, στις “λαϊκές γειτονιές”, επικράτησε το “Οχι”. Αλλά το χάσμα δεν είναι ανάλογο με εκείνο του 1900, η αντιπαράθεση δεν είναι μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, αφεντικών και εργατών. Το χάσμα δημιουργήθηκε από την κοινωνικο-οικονομική και πολιτισμική διάλυση της μεσαίας τάξης. Από τη μία πλευρά βρίσκονται οι “αστικές” γειτονιές, οι γειτονιές του κέντρου, οι κάτοικοι των οποίων έχουν διασφαλισμένη εργασία και έσοδα. Από την άλλη βρίσκεται η μεσαία και η εσχάτως φτωχοποιημένη πρώην μεσαία τάξη, έρμαιο του δύσκολου παρόντος και του αβέβαιου μέλλοντος, αντιμέτωπη με τις αντιφάσεις της παγκοσμιοποίησης, με την επισφαλή εργασία, με μια γενικότερη ανασφάλεια, είτε αυτή είναι πραγματική είτε όχι».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ