Η Λέλα Καραγιάννη, αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης, αρχηγός της αντιναζιστικής οργάνωσης «Μπουμπουλίνα», έπεσε στα χέρια της Γκεστάπο τον Ιούλιο του ’44. Μαζί της πιάστηκαν από τους Γερμανούς και τα πέντε από τα επτά παιδιά της. Τα μεγαλύτερα ήταν μαζί της στην οργάνωση, όπως και ο φαρμακοποιός συζυγός της Νικόλαος.
Η οργάνωση στην αρχή της δράσης της αποτελούνταν «απ’ τα μέλη της οικογένειάς μας και μερικούς φίλους μας πατριώτες», αφηγείται ο γιος της Λέλας Καραγιάννη Βύρων, σε ένα άρθρο του το 2001 για την προσφορά της μητέρας του. Οπως λέει, τον πρώτο καιρό, πηγαίνοντας «ψαχουλευτά», μην έχοντας συγκεκριμένα σχέδια, «ασχολήθηκε με την περίθαλψη και φυγάδευση των συμμάχων μας, με αυτούς που δεν τα κατάφεραν να φύγουν μαζί με το εκστρατευτικό σώμα και είχαν εγκλωβισθεί στην Ελλάδα».
Μετά η Λέλα Καραγιάννη «βρήκε μονοπάτια, που οδηγούσαν στην κατασκοπεία και στις δολιοφθορές. Βρήκε τον τρόπο να κατασκοπεύει τις κυριότερες υπηρεσίες του εχθρού. Oργάνωσε πιο καλά τα σχέδιά της, και χρειαζόταν ικανά στελέχη για να την βοηθήσουν. Μάζεψε γύρω της και άλλους ένθερμους πατριώτες. Έτσι η ομάδα της πλουτίσθηκε με πολλά δυναμικά στελέχη», θυμάται ο Βύρων Καραγιάννης στο κείμενό του.
Μετά τη σύλληψή της από την Γκεστάπο η Λέλα Καραγιάννη βασανίστηκε άγρια στα μπουντρούμια των Ες-Ες στην οδό Μέρλιν, χωρίς ποτέ να υποκύψει και να μιλήσει, μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου και τελικά εκτελέστηκε από τους κατακτητές, μαζί με άλλους 27 αγωνιστές της Αντίστασης, στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 στο Αλσος Χαϊδαρίου, λίγο πριν από την απελευθέρωση.

Το σπίτι της, η διώροφη μονοκατοικία στη συμβολή των οδών Λέλας Καραγιάννη αριθ. 1 και Σταυροπούλου, κοντά στην Πλατεία Αμερικής, που ήταν ταυτοχρόνως και το αρχηγείο της οργάνωσης που έστησε, ανήκει σήμερα στο Δήμο Αθηναίων. Χρονολογείται από το 1923 και το 1995 κηρύχθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Βρίσκεται λίγα τετράγωνα πιό κάτω από το άλλο εμβληματικό – για άλλους λόγους – κτίριο της περιοχής, το κληροδότημα στον αριθμό 37, όπου από το 1988 λειτουργούσε η κατάληψη «ΛΚ 37», η οποία πήρε το όνομά της από την οδό και τον αριθμό, όπου βρισκόταν.