Κάποτε ο Γκράχαμ Γκριν σχολίασε ειρωνικά ότι η Ελβετία γνώρισε 700 χρόνια ελεύθερης και ειρηνικής ζωής και το μόνο που κατάφερε να δημιουργήσει ήταν το ρολόι. Αλλά αυτή η πεντακάθαρη, πανάκριβη και ήρεμη χώρα δεν είναι μόνο μια τεράστια τράπεζα, όπως πιστεύουν ορισμένοι. Και η ατσαλάκωτη, αγέλαστη και για πολλούς ανυπόφορα βαρετή Ζυρίχη είναι ένα μεγάλο καλλιτεχνικό και πνευματικό κέντρο. Πάνω από τη λίμνη που την περιβρέχει, από τις γέφυρες που σβήνουν αργά μέσα στο φως του ηλιοβασιλέματος ερήμην των εποχών, από την αίσθηση του σταματημένου σε μιαν αδιευκρίνιστη εποχή χρόνου, το παρελθόν πέφτει στην πόλη πιο σκοτεινό κι από τα σύννεφα του χειμώνα. Οπως οι περισσότερες πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης, το οικιστικό τοπίο της Ζυρίχης είναι μια ελαιογραφία του παρελθόντος που τα βράδια κλείνεται στον εαυτό της. Μια πόλη του χρόνου, της βαθιάς σιωπής και των αναδρομών.


Είχα έρθει εδώ επηρεασμένος από τους δύο κορυφαίους συγγραφείς της Ελβετίας: τον Ντύρενματ της Επιστροφής της γηραιάς κυρίας και τον Μαξ Φρις του Homo faber. Από την πικρή σάτιρα του πρώτου και από τις ανελέητες περιγραφές του κομφορμισμού, που κυλάει κάτω από το στρώμα της ηρεμίας και της ευμάρειας, του δεύτερου. Οσο κλειστός έμοιαζε ο κόσμος στους δρόμους, στις γέφυρες και γύρω από τη λίμνη τόσο κλειστή μού φαινόταν και η μυθολογία της πόλης. Και όμως από εδώ πέρασε ο Μπακούνιν, εδώ συνελήφθη τον 19ο αιώνα εκείνος ο μαύρος άγγελος της τρομοκρατίας ονόματι Νετσάγεφ, εωσφορικό φάντασμα του Ντοστογέφσκι και κακέκτυπο του Σεν Ζυστ. Κι έπειτα ο Λένιν, ως τις παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης, σε μια λαϊκή συνοικία με την Κρούπσκαγια, που στα απομνημονεύματά της γράφει με θεία αφέλεια για τόσες ασημαντότητες, όπως η κουζίνα και οι τιμές στα καταστήματα. Εδώ γεννήθηκε το νταντά στο Καμπαρέ Βολτέρ. Λίγο πιο μακριά, στην εξοχή, έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Τόμας Μαν. Πήγα και είδα το τμήμα του αρχείου του που οι Ελβετοί το συντηρούν με θρησκευτική ευλάβεια. Για τον αιώνα όμως που πέρασε αλλά και για αυτόν που διατρέχουμε, η Ζυρίχη είναι η πόλη όπου βρίσκεται θαμμένος ο Τζόις.


Στο νεκροταφείο Φλούντερν πάνω στον λόφο βρίσκεται ο τάφος του. Εκεί έχει ταφεί και η γυναίκα του Νόρα. Οταν έφτασα δεν υπήρχε ψυχή. Το πρωινό ήταν γκρίζο, σαν τη φωτογραφία του Πάουντ που στέκεται το 1967 μπροστά στο άγαλμα του Ιρλανδού στηριγμένος στο μπαστούνι του. Παγωμένος αέρας φυσούσε ανάμεσα στα χόρτα και τα κλαδιά των δέντρων. Φαντάστηκα τη σκηνή της ταφής τον Ιανουάριο του 1941, μέσα στη δίνη του πολέμου. Ο τενόρος Μαξ Μάιλι τραγουδά το Addio terra, addio cielo του Μοντεβέρντι. Λένε πως στο γραφείο τού Τζόις πριν από την κηδεία βρήκαν ένα ελληνικό λεξικό. Οταν τον κατέβαζαν στον τάφο κάποιος κωφάλαλος ρωτούσε ποιος είναι ο νεκρός και η πνευματικά καθυστερημένη κόρη του Λουτσία αναρωτιόταν αργότερα: «Τι κάνει ο ανόητος κάτω από το χώμα; Πότε θα αποφασίσει να βγει από εκεί μέσα;».


Το νεκροταφείο βρίσκεται δίπλα στον ζωολογικό κήπο. «Ο άντρας μου είναι θαμμένος εκεί» έλεγε η Νόρα. «Είχε τρομερή αδυναμία στα λιοντάρια. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι κοιμάται εκεί και τα ακούει να βρυχώνται».


ΔΙΑΒΑΣΤΕ


Μαξ Φρις: Homo faber (εκδόσεις Πατάκη)


Μαξ Φρις: Τ’ όνομά μου ας είναι Γκατενμπάιν (εκδόσεις Μπουκουμάνη)


Τζέιμς Τζόις: Οδυσσέας (εκδόσεις Κέδρος)


Τζέιμς Τζόις: Το πορτρέτο του καλλιτέχνη (εκδόσεις Ερμείας)


Εντνα Ο’Μπράιεν: Τζέιμς Τζόις (εκδόσεις Νεφέλη)